Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Καλώς ήρθατε στη Σίκινο

...Γελάμε πολύ. Και μετά απότομα σοβαρεύουμε! "Καλώς ήρθατε στη Σίκινο", το λέει ξεκάθαρα... Και δεν ξέρω και καμιά πληροφορία για την Σίκινο, ποιοι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι, από που πήρε το όνομα, πληθυσμός, αξιοθέατα, παραλίες... Ξέρω μόνο πως φτάνοντας έχει μια μικρή ταμπελίτσα στην ακρούλα του λιμενικού σταθμού να σε καλοσωρίσει, μια πολύ μικρή ταμπέλα... Θα έπρεπε να είναι μεγάλη, αν ήταν πιο μεγάλη μπορεί να την βλέπαμε κατεβαίνοντας από το πλοίο και να γυρίζαμε πίσω... "Καλως ήρθατε στη Σίκινο"... "Καλως σε βρήκαμε" μονολογώ...

- Ωραία, είμαστε στη Σίκινο! λέω και ξαναβάζω τα γέλια.
- Τέλεια, λέει η φίλη μου.

Σκοτάδι τριγύρω, ούτε τι ώρα είναι δεν ξέρω, κάπου γύρω στις 4 τα ξημερώματα υπολογίζω. Μόνο η λάμπα που φωτίζει εκείνη την αναθεματισμένη ταμπελίτσα με ένα κίτρινο ξεθωριασμένο φως...

- Και τώρα;
- Έλα ντε!

Στην πλάτη έχω την τσάντα μου, την ηρωική μου γαϊδουρίτσα φορτωμένη, έτοιμη να σκάσει, πετσέτες, ρούχα, μαγιώ, υπνόσακο, παπούτσια να κρέμονται, ρακέτες δεμένες πατεντιάρικα... Το κάμπινγκ προϋποθέτει πατέντες και φαντασία... Χαμογελάω... Εντάξει μωρέ και τι έγινε; Σε λάθος νησί κατεβήκαμε, το πρόβλημα θα ήταν αν δεν ήμασταν σε νησί. Στο χέρι έχω τη σκηνή μου, δώρο από έναν οικογενειακό μας φίλο για τα 15α γενέθλιά μου, σκέφτομαι φευγαλέα όλα τα μέρη που την έχω πάρει, είναι πολλά, ταξίδεψα πολύ αυτά τα 9 χρόνια και βάζω άλλο ένα μέρος στη λίστα, η Σίκινος! 

Κάμπινγκ, πατέντα, φαντασία, προσαρμογή, πρόβλημα, λύση, νύχτα, σκηνή, "Καλώς ήρθατε στη Σίκινο", γέλια, παρέα, Ρομίλντα, λέξεις χορεύουν τριγύρω μου...

 Είμαι ακίνητη, φορτωμένη με τη γαϊδουρίτσα μου,απ' όπου κρέμονται τα παπούτσια μου, στο χέρι κρατάω τη σκηνή μου, με μεθάει το άρωμα κάποιου νυχτολούλουδου, εκεί στην προβλήτα του λιμανιού της Σίκινου, κάτω απ'το χλωμό φως του ετοιμόρροπου προβολέα, δίπλα σ' εκείνη την ταμπελίτσα που κρέμεται στο μικρό πέτρινο κτήριο του επιβατικού σταθμού...Οι στίχοι του Αγγελάκα ηλεκτρίζουν κάθε κύτταρο του κορμιού μου "Βάλε φωτιά σε ό,τι σε καίει, σε ο,τι σου τρώει την ψυχή. Έξω οι δρόμοι αναπνεόυν διψασμένοι, ανοιχτοί..." Κλείνω τα μάτια. Είμαι ευτυχισμένη

- Πάμε να κάτσουμε κάπου μέχρι να ξημερώσει και το πρωί παίρνουμε πλοίο και φεύγουμε.

Να που ξέρω και μια πληροφορία για την Σίκινο τελικά... Ότι για τις επόμενες δύο μέρες δεν έχει πλοίο...

- Εξαιρετική ιδέα, αλλά υπάρχει ένα μικρό προβληματάκι. Δεν υπάρχει πλοίο για τις επόμενες δύο μέρες.
- Άρα πρέπει να μείνουμε εδώ, λέει η φίλη μου.
-Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα... θα δούμε και τη Σίκινο!

Δεξιά από το λιμάνι υπάρχει μια μεγάλη όμορφη παραλία. Στην άκρη της είχε κάτι ωραία δεντράκια, ιδανικό σημείο για να στήσεις σκηνή...

-Ποιος είναι εδώ; Είναι κανείς; Μια μπάσα αντρική φωνή ακούστηκε απ' έξω!
- Αρχίσαμε, μονολογώ, φοράω το καλό μου χαμόγελο και ξεκουμπώνω το φερμουάρ της σκηνής. 

Ένας λιμενικός, ίσως και ο μοναδικός του νησιού... Μακάρι να ήξερα τον πληθυσμό του νησιού...

- Καλημέρα σας, λέω χαρωπή χαρωπή.
Εντωμεταξύ βγάζει και η φίλη μου το κεφάλι.
- Καλημέρα και από 'μενα! 

Ο λιμενικός μας κοιτάει καλά-καλά.
- Τι κανετε εδώ ρε κορίτσια; 

Μια άσπρη κουκίδα στο μπλε φόντο του ουρανού και της θάλασσας, στα άσπρα του παπούτσια αστράφτουν κόκκοι άμμου. Θέλει να χαμογελάσει, σφίγγει τα χείλη, πρέπει να επιβάλλει την "τάξη", πρέπει να είναι αυστηρός, είναι όργανο της τάξης... Αχ αυτά τα πρέπει... Και να πάλι ο Αγγελάκας: "Βάλε φωτιά σε ό,τι σε καίει, σε ο,τι σου τρώει την ψυχή. Έξω οι δρόμοι αναπνεόυν διψασμένοι, ανοιχτοί..." Θέλω να του τραγουδήσω, να του ανακατέψω τα καλοχτενισμένα του μαλλια, να του πιτσιλίσω το σιδερωμένο πουκάμισο, να του θάψω τα παπούτσια στην άμμο... Πρέπει να είναι σοβαρός, να διαφυλάσσει την εύρυθμη λειτουργία του λιμανιού. Αυτήν που μόλις διαταράξαμε, με την σκηνή μας που απ'εξω είναι πεταμένες οι σαγιονάρες μας, επειδή κατεβήκαμε σε λάθος νησί που δεν έχει κάμπινγκ...  

Ένας χείμαρρος ξεκινά, να του εξηγήσουμε πως βρεθήκαμε εκεί, μιλάμε και οι δύο ταυτόχρονα, συμπληρώνουμε η μία την άλλη, λες και είχαμε κάνει 100 πρόβες αυτήν τη στιγμή, ενθουσιασμένες, κουνώντας χέρια, πόδια και κεφάλι. Για καλή του τύχη κάποια στιγμή σταματάμε να πάρουμε ανάσα και προλαβαίνει να μιλήσει.

-Ξέρετε, φαντάζομαι, ότι απαγορεύεται η κατασκήνωση στην παραλία.

Δεύτερος γύρος ακαταπαυστου μπλα-μπλα. "Δεν έχουμε αρκετά χρήματα, φταίει η κυρία που πήγαινε Ανάφη, πήγαινε μας εσύ Φολέγανδρο με το σκάφος του λιμενικού, εμείς να φύγουμε αλλά πως, δυο κορίτσια μόνα και απροστάτευτα, που ήθελες να μείνουμε, φιλοξένησε μας σπίτι σου, δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση στην παραλία, η διημέρευση επιτρέπεται μπλα μπλα μπλα...

- Και τι σπουδάζετε βρε κορίτσια;
-Δεν σπουδάζουμε, είμαστε δασκάλες! πετάγομαι και λέω γρήγορα. 
-Μάλιστα, λεει εντυπωσιασμένος. Ακόμα πνίγει το χαμόγελό του. Έχω λοιπόν δύο δασκάλες που κατέβηκαν σε λάθος νησί, δεν έχουν που να μείνουν και μου στήσανε σκηνή στην παραλία. 
Μας κοιτάει καλά-καλά... Χαμογελάει... Επιτέλους... Είναι πολύ όμορφος. Το βλέμμα του ζεσταίνει, το πρόσωπό του φωτίζει, οι πρωινές ακτίνες περνούν ανάμεσα από τα φύλλα του δέντρου. "Αλλιώτικη μέρα, ανάβω φωτιά, σου λέω καλημέρα, σε παίρνω αγκαλιά" Πάλι θέλω να του τραγουδήσω...

- Τι να σας κάνω τώρα εσας τις δυο, μου λέτε; Πάλι χαμογελάει...
- Άσε μας εδώ δυο μέρες και μόλις έρθει καράβι θα φύγουμε. Δεν θα ενοχλήσουμε κάνεναν, ούτε θα σου δημιουργήσουμε κάποιο πρόβλημα.
Σοβαρεύει και πάλι, ξαναγίνεται το όργανο, ο λιμενικός του νησιού, πρέπει να χειριστεί την κρίση, να λύσει το πρόβλημα...
"Μέτρησα τον κόσμο δυο φορές, μέσα στα απλά ειν’ τα ωραία
όπως όταν είμαστε παρέα, τι καλό που κάνει ένας καφές". Θέλω ξανά να του τραγουδήσω...

- Μην φέρετε και παρέα όμως, μας λέει αυστηρά.
- Έλεγα να μας κάνεις εσύ παρέα, να σε κεράσουμε έναν καφέ... 
- Δεν μπορώ...

Θέλω να του πετάξω άμμο στα μαλλιά και να του λερώσω τα παπούτσια, να τον σπρώξω να πέσει μέσα στη θάλασσα... Θα νευριάσει άραγε ή θα γελάσει; Θα με περάσει για τρελή ή θα ανταποδώσει;
Δεν κάνω τίποτα, κοιτάω μονάχα την άσπρη κουκίδα να απομακρύνεται, σφιγμένος, σοβαρός, όπως άλλωστε αρμόζει στον λιμενικό του νησιού. Πώς αρμόζει άραγε να συμπεριφέρεται μια δασκάλα; Και ποιος αποφάσισε ποια συμπεριφορά είναι η ενδεδειγμένη για τον καθένα μας; Με σκέφτομαι την τελευταία μέρα στο σχολείο που έπαιζα μπουγέλο με τα παιδιά... Ή την άλλη που είχαμε ανέβει πάνω στα θρανία και χορεύαμε... Και τότε που είχαμε ξαπλώσει στο προαύλιο και κάναμε "συννεφολογία"... Σίγουρα δεν είμαι "καθώς πρέπει" δασκάλα σκέφτομαι... Και γιατί όχι όμως; Χαμογελάω, νιώθω τις ακτίνες του ήλιου να μου ζεσταίνουν το πρόσωπο ... και την καρδιά... 

Το βράδυ αποφασίζουμε να πάμε σε ένα ταβερνάκι να φάμε. Κάτι παππούδες κάθονται σε ένα τραπέζι. Μπαίνουμε, καθόμαστε. Για κάποιο λόγο όλοι μας κοιτάνε και ψιθυρίζουν στον διπλανό τους.
- Ε κορίτσια! Εσείς είστε οι δασκάλες που κατεβήκατε σε λάθος νησί; ρωτάει ο ένας από τους παππούδες
-Ναι εμείς! Χαμογελάω, σκέφτομαι την κυρία στο πλοίο που μας είπε οτι φτάσαμε στην Φολέγανδρο ενώ ήμασταν στη Σίκινο. Πώς ένιωσε άραγε, όταν διαπίστωσε το λάθος της; Γέλασε, στεναχωρήθηκε, αδιαφόρησε;
-Ε άντε να σας κεράσουμε ένα κρασάκι, τέτοια ταλαιπωρία...
Οι παππούδες γελάνε, ο σερβιτόρος πηγαινοέρχεται σαν να χορεύει, ο λιμενικός, με τζιν, ρωτάει αν μπορεί να κάτσει μαζί μας, ποτήρια τσουγκρίζουν, το κρασί γλυκαίνει το λαιμό μου, το δροσερό θαλασσινο αεράκι μας τυλίγει, ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια, το ραδιόφωνο παίζει μουσική, ένας ψάράς ράβει τα δίχτυα του, ένα παιδάκι κυνηγάει μια μπάλα, ο προβολέας φωτίζει το λιμάνι, το νυχτολούλουδο μυρίζει πάλι... Μυσταγωγία, μέθη, μέθεξη και καθαρή ενέργεια...

Μαρίνα Γιάννου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου