Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Ο χρόνος σταματάει για λίγο...


Ο χρόνος σταματάει για λίγο 
και τα μάτια σου να λένε πως
«Ό,τι μας έμεινε είναι αυτή η σιωπή».

Η σιωπή που ξέρουμε 
πως δεν είναι δική μας στα σίγουρα
και σέρνεται στο σκοτάδι.

Το σκοτάδι που σα να ακούει
τον ήλιο έξω να ανεβαίνει
και τότε κρύβεται μαζί μας.

Εμάς που κάτω από τις κουβέρτες
βλέπουμε και το νερό να ανεβαίνει
να κάνει κύκλο και να σταματάει τον χρόνο.
Γιώργος Γιώτης (24/4/2015)

Κυριακή 16 Απριλίου 2017

Ωραίες παρέες και μερακλήδικες φάσεις...

 
  Από τις πιο αγαπημένες στιγμές των παιδικών μου χρόνων ήταν οι μαζώξεις της παρέας των γονιών μου. Τις θυμάμαι πολύ έντονα, μάλλον γιατί όλοι περνάγαμε πολύ ωραία. Οι μεγάλοι συζητούσαν, γελούσαν, έκαναν πλάκες και η ευχάριστη ατμόσφαιρα γλίστραγε από τα μισάνοιχτα παράθυρα και απλωνόταν σε όλη την γειτονιά. Και 'μεις τα παιδιά παίζαμε, ώρες ατελείωτες, μέχρι τελικής πτώσεως, μέχρι που τα μάτια μας με δυσκολία μένανε ανοιχτά... 
   Έχεις βιώσει ποτέ αυτό που λένε deja vu ή αλλιώς προμνησία; Ο όρος προμνησία 
περιγράφει την αίσθηση ότι κάποιος έχει δει ή βιώσει ξανά στο παρελθόν μία κατάσταση. Στην περίπτωση μου, βέβαια, δεν ήταν απλά μια αίσθηση. Έχω βιώσει πολλάκις στο παρελθόν μια τέτοια κατάσταση με μόνη διαφορά ότι τώρα δεν ήμουν στα παιδιά, αλλά στους μεγάλους...

  Η παρέα άρχισε να μαζεύεται από νωρίς. Το Πάσχα ήταν απλά η αφορμή για μια ακόμη μάζωξη. Τα φαγητά άρχισαν να ετοιμάζονται, ταψιά, σούβλες, πιατέλες, κατσαρόλες πάνω στα τραπέζια και τους πάγκους. Οι άντρες έξω να ετοιμάσουν την φωτιά για τα ψησίματα, οι γυναίκες μέσα, να ετοιμάσουν ότι δεν ψήνεται στα κάρβουνα. Και τα παιδιά παντού, μέσα, έξω να τρέχουν αναμαλλιασμένα. Και παντού συζητήσεις και γέλια. Από μικρούς και μεγάλους. Και πειράγματα. Κι άλλα γέλια... 
  
  Τα φαγητά κοντεύουν να γίνουν, τα παιδιά συνεχίζουν να παίζουν, οι μεγάλοι κουβεντιάζουν και όλοι γελάνε και όλα είναι τόσο αρμονικά, όπως ακριβώς πρέπει να είναι. Και οι ώρες παιρνούν και η παρέα δεν λέει να το διαλύσει, λες και κανείς δεν τολμάει να τα βάλει με τις απόλυτες ισορροπίες του σύμπαντος. 
  
  Πιάτα γεμίζουν και αδειάζουν, ποτήρια τσουγκρίζουν, όλη η παρέα γύρω από το τραπέζι, "μπράβο στους ψήστες", "συγχαρητήρια στις μαγείρισσες", η ευχάριστη διάθεση πολλαπλασιάζεται, τα στομάχια αρχίζουν να πονάνε, όχι μόνο από το φαί αλλά και τα γέλια. Τα γλυκά κάνουν την εμφάνισή τους, όλοι τρώνε και πίνουν με όρεξη. Σε όλα τα πρόσωπα διακρίνεις μια γλύκα, μια ευχαρίστηση ίδια με αυτή που νιώθεις στην πρώτη μπουκιά ραβανί με παγωτό. 
    
  Και ύστερα αρχίζουν οι μουσικές. Οι συζητήσεις των μεγάλων και οι φωνές των παιδιών μπλέκονται και γίνονται ένα με τις μελωδίες του πιάνου και τις κιθάρας. Και όλα είναι τόσο μαγικά, λες και ο χρόνος έχει σταματήσει, λες και το μυαλό έχει αδειάσει από όλα και όλους και είναι αφιερωμένο μόνο στη στιγμή. 

  Έχει πια νυχτώσει, τα παιδιά έχουν πέσει όλα μαζί στον καναπέ, κατάκοπα με δυσκολία μένουν ξύπνια, οι μεγάλοι πίνουν τις τελευταίες γουλιές από το κρασί τους. "Τι ωραία που περάσαμε, να 'μαστε καλά, και του χρόνου". Και 'κανεις δεν το εννοεί αυτό το "και του χρόνου", γιατί το επόμενο Πάσχα είναι πολύ μακριά και ενδιάμεσα θα υπάρξουν δεκάδες αφορμές, ώστε η παρέα να ξαναβρεθεί. 
  
Στην επιστροφή σκέφτομαι Πάσχα των παιδικών μου χρόνων, νιώθω μια ζεστασιά στην καρδιά. Σαν deja vu η σημερινή μέρα.
Ωραίες παρέες και μερακλήδικες φάσεις...      

Μαρίνα Γιάννου
(17/4/2017)   

Σάββατο 15 Απριλίου 2017

Οι μπότηδες


Περπατάς στην άκρη του δρόμου και προσγειώνεται μπροστά σου φαρδύ πλατύ κανάτι που σπάει. Περνούν βασανιστικά αργά τα κλάσματα του δευτερολέπτου που μόνο κοιτάς τα κομμάτια και αναρωτιέσαι, πριν προλάβεις να κοιτάξεις ψηλά και να ανακαλύψεις τελικά από πού σου ήρθε η βολή και ποιος σε έχει βάλει στο μάτι…
Τι φαντάζεσαι;
1. 33,33% με σημαδεύει ένοικος του τρίτου, φανατικός του Βασίλη Καρρά κι έχω μια περιέργεια ποιο τραγούδι προκάλεσε τόση ταραχή  
2. 66,66% παίζω (χωρίς να το ξέρω) κομπάρσος στο ριμέικ της ταινίας «Η θεία απ’ το Σικάγο» κι έχω μια περιέργεια ποια θα παίξει τη Γεωργία Βασιλειάδου
2. 0,01% είμαι στην Κέρκυρα Μεγάλο Σάββατο μετά την πρώτη Ανάσταση και βρέχει μπότηδες, τα πήλινα κανάτια με το στενό στόμιο και τα δυο χερούλια στο πλάι για να τα μεταφέρεις πιο εύκολα. Απαραίτητη και η κόκκινη κορδέλα, αφού το κόκκινο είναι το χρώμα του νησιού. Τα μπαλκόνια όλα είναι στολισμένα και κόσμος πολύς τραβάει φωτογραφίες, φωνάζει, γελάει, πηγαίνει, έρχεται… Και έχω μια περιέργεια πώς και προέκυψε αυτό το έθιμο.
Ο φαν του Βασίλη Καρρά δεν ήξερε τι έκανε, η Βασιλειάδου σημάδευε γαμπρούς για τις ανιψιές της, αλλά οι Κερκυραίοι γιατί; 
Απαντήσεις
1. Ναι, σωστά μαντέψατε: ο φανατικός του Βασίλη Καρρά "έχει μόνο ένα ελάττωμα, ν' αγαπάει τα λάθος άτομα και πονάει η καρδιά του η ριμάδα σαν την πληγωμένη του Ελλάδα"
2. Τη θεία απ' το Σικάγο θα παίξει η ... μάλλον ο Νίκος Δένδιας που θεωρεί τη Βασιλειάδου ανώτερη της Σκάρλετ Γιόχανσον.
3. Σπάνε κανάτια στην Κέρκυρα κι έτσι ξορκίζουν το κακό, λέει η παράδοση. Σα να το βροντοφωνάζουν πως φεύγει ο χειμώνας και η φύση ξαναγεννιέται, γεμίζει λουλουδάκια ο τόπος, τα πουλάκια κελαηδούν, ανεβάζεις τα μάλλινα και πάει λέγοντας…

Το έθιμο των μπότηδων ενώνει με μια διάφανη κλωστή από τη μια τους αρχαίους Έλληνες που γιόρταζαν την αρχή της γεωργικής περιόδου πετώντας τα παλιά τους κανάτια για να γεμίσουν τα νέα με τους νέους καρπούς κι από την άλλη τους Καθολικούς της Ενετοκρατίας στο νησί που την Πρωτοχρονιά πετώντας τα παλιά τους πράγματα, πίστευαν πως ο νέος χρόνος θα τους φέρει καινούρια και καλύτερα.
Γιώργος Γιώτης (15/4/2017)

Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Αναμονή



Μόλις άρχιζε η Μεγάλη Εβδομάδα, μ' έπιανε μια ανεξήγητη θλίψη.
Μόνο τα κόκκινα λουστρίνια της νονάς μπορούσαν να τη διώξουν. 
Το στόμα, μια καμπύλη γραμμή προς τα κάτω.Η τηλεόραση στο σιγανό, μουσική καθόλου - για το μεγάλο Πένθος- ούτε γέλια, ούτε φωνές.Η μάνα μας μάλωνε. Τα βάγια δίπλα στο καντήλι σιωπούσαν κι αυτά, η νηστεία μας μεγάλωνε και τα φαναράκια για τον Επιτάφιο έπαιρναν θέσεις πάνω στην ξύλινη συρταριέρα. Το σπίτι μύριζε μαστίχα κι η βανίλια θαρρώ πως έμπαινε για τα καλά μέσα σ' ένα συρτάρι του νου. Από τότε. Τα κόκκινα αυγά την Μ. Τετάρτη περίμεναν να τα γυαλίσω, τα τσουρέκια να τους βάλω φιλεδένια αμύγδαλα κι η ζύμη για τα κουλούρια, να πλέξω αέρινες κοτσιδούλες κι ένα σχήμα σαλιγκαράκι που μ' άρεσε, σαν τον αριθμό δύο. ''Όχι, πολύ μεγάλα, θα φουσκώσουν!'' με διόρθωνε η μάνα που σηκωνόταν χαράματα για να 'ναι όλα έτοιμα. Άντε να προσπαθώ κι εγώ, λες και θα 'ρχόταν πιο γρήγορα η Ανάσταση. Να φτιάχνω σχήματα και να κολλάω αυτοκόλλητα με χαρούμενα κλωσσόπουλα μπας κι άλλαζε η φορά σ' εκείνη την καμπύλη στο στόμα. Mου άρεσε πολύ η Ανάσταση επειδή όλοι γελούσαν. Κι είναι αλήθεια πως μου άρεσε πολύ να χάνομαι στις αγκαλιές και στα φιλιά της Αγάπης. Μου άρεσε να βουρκώνουν τα μάτια από χαρά, σαν πασχαλιές που αντικρίζουν το πρώτο φως.Ένα βούρκωμα αρχέγονο και συντροφικό. Κι είναι επίσης αλήθεια πως και τώρα που γράφω αυτά,για να μη χαθούν οι εικόνες,η μαστίχα και η βανίλια, συνειδητοποιώ πως ακόμα την περιμένω.Την Ανάσταση. Αυτή που όλοι γελάνε. Σαν κόκκινα λουστρίνια. Κι ας μην είναι και της νονάς.



Γιώτα Καραγιάννη

Κάτω στα Κατσικάδικα...


Ήταν ένας βοσκότοπος κάτω από τον Λυκαβηττό κι επειδή κυρίως κατσίκια ήταν αυτά που έκοβαν βόλτες στην περιοχή μασουλώντας χορταράκι και ψάχνοντας για νεράκι, την είπαν Κατσικάδικα. 
Οι τσοπάνηδες μάλιστα είχαν κι ένα συνήθειο: για να μην πέσει επιδημία και αφανίσει τα κοπάδια τους, έσφαζαν δύο δίδυμα μοσχάρια ή άλλα ζώα (πάντως δίδυμα), αφού πιο πριν τα περιέφεραν εν πομπή στην περιοχή. 
Πήγαιναν μετά και τα έθαβαν τα σφαγμένα δίδυμα κοντά σε μια δεξαμενή (μνημείο από τη ρωμαϊκή εποχή) κι έβαζαν για σημάδι ένα κολωνάκι.
Την εποχή του Μεσοπολέμου όμως έφυγαν τα κατσίκια να βοσκήσουν σε άλλη γη και σε άλλα μέρη και ήρθαν άνθρωποι καθώς πρέπει που είχαν και το κατιτίς τους και ήθελαν να είναι γείτονες με το παλάτι, οπότε άρχισαν να ψάχνουν για καινούριο όνομα.
Είδαν τη δεξαμενή και πολύ τους άρεσε, τη γέμισαν θαλασσινό νερό κι έβαζαν τα παιδάκια τους να τσαλαβουτάνε κι εκείνοι έκλειναν τα μάτια τους κι απολάμβαναν τον ήλιο λες και ήταν στο Φάληρο.
Έβλεπαν επίσης και τα κολωνάκια και πολύ τους παραξένευαν τι ήταν και για ποιο λόγο είχαν φτιαχτεί και σκέφτηκαν να δώσουν ένα πρωτότυπο όνομα στην περιοχή τους.
Πώς να εμφανιστούν μπροστά στον Μεγαλειότατο και να του συστηθούν ως Κατσικαδικιώτες;
Ενώ Κολωνακιώτες…
Γ.Γ. (13/4/2017)

Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Η μαϊμού του Κωλέττη



Είχε την αθεράπευτη νόσο των πολιτικών. Ό,τι του ζητούσαν ποτέ δεν έλεγε όχι. Πολλές φορές μάλιστα υποσχόταν και περισσότερα. Οι ψηφοφόροι του έρχονταν για ρουσφέτι κι έκαναν μία ουρά που ξεκινούσε από τη βίλα του στην οδό Πολυγνώτου 13 στην Πλάκα, έκανε έναν κύκλο γύρω από τη Ρωμαϊκή Αγορά και από τους Αέρηδες έφτανε στην Τριπόδων έστριβε στη Λυσικράτους για να φτάσει εκεί που σήμερα η Αμαλίας συναντά τη Συγγρού, η οποία τότε δε λεγόταν ακόμη Συγγρού κι η Βασίλισσα Αμαλία δεν είχε ακόμη γίνει λεωφόρος. Υπήρχαν απλά χωματόδρομοι και λιβάδια από την Πύλη του Αδριανού ως τη θάλασσα.
Είχε προσλάβει υπηρέτες να βάζουν στην ουρά όσους έψαχναν με πονηριές να κλέψουν τη σειρά των άλλων. Ήθελε όμως κι ένα κατοικίδιο να ασχολείται μαζί του όσο άκουγε τις παράλογες απαιτήσεις των ψηφοφόρων. Του πρότειναν σκύλο, γάτα, χάμστερ και αηδονάκια, αλλά αυτός απαντούσε με μάγκικη βαριά φωνή σαν τον Φέρμα "κάτι πιο εκλεκτόν" και να μην τα πολυλογούμε του πασάρανε μία μαϊμού. Με ένα κουσούρι όμως... Μη δει άνθρωπο, αμέσως να τον πειράξει, να τον χαϊδέψει, να τον τσιμπήσει, να του τραβήξει τα μαλλιά, να τον καρπαζώσει, ακόμη και να του κλέψει το πορτοφόλι ή να του σκίσει το παντελόνι. Έπαιρνε τα γάντια, τα καπέλα και τα μπαστούνια των επισκεπτών και τα εξαφάνιζε, ενώ μια φορά είχε καταχωνιάσει δύο τσιμπούκια σε ένα καπέλο και ένα παλτό ενός επισκέπτη.... 
Ήταν σίγουρος πως οι ψηφοφόροι του θα δυσανασχετούσαν, θα ξεσηκώνονταν εναντίον του, θα σταματούσαν να έρχονται για ρουσφέτι και δε θα τον ξαναψήφιζαν ποτέ. Όταν τον ρώτησε το παιδί από το petshop γιατί επέστρεφε τη μαϊμού, κοίταξε μία τους ψηφοφόρους στην ουρά και δύο το pet και δεν ήξερε τι να πει. Οι ψηφοφόροι δεν είχαν πρόβλημα κι η μαϊμού χαμογελούσε.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα… Για την ακρίβεια, η ιστορία συνεχίστηκε ίδια και τους επόμενους αιώνες, ο κόσμος συνέχιζε να ζητάει ρουσφέτια, οι πολιτικοί συνέχισαν να τάζουν και οι μαϊμούδες των πολιτικών να πειράζουν και να κλέβουν τον κοσμάκη.
Α, κι επειδή ο ιδιοκτήτης της μαϊμούς λεγόταν Ιωάννης Κωλέττης και ο λαός ως γνωστόν είναι σοφός, ονομάζει από τότε κάθε κατεργάρη, κάθε πειραχτήρι "μαϊμού του Κωλέττη".
(Μικρή διόρθωση: Η μαϊμού δεν ήταν αγορά στο petshop της γειτονιάς. Την είχε φέρει δώρο από το εξωτερικό φίλος του Κωλέττη)

 Γιώργος Γιώτης (12/4/2017)

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Στερεότυπα


Τα μαύρα σκυλιά και οι μαύρες γάτες συχνά...αγνοούνται απ όσους θέλουν να υιοθετήσουν ένα ζώο, λόγω του χρώματός τους. Οι εθελοντές το λένε Black Dog Syndrome ή Σύνδρομο Μαύρου Σκύλου! Σχεδόν 40% των ζώων που είναι προς υιοθεσία, είναι μαύρα. Όμως όλα τους πέφτουν στην ίδια μοίρα, αφού τα προσπερνούν για να διαλέξουν ένα όμορφο μπεζ ή άσπρο, ακόμα και αν ο χαρακτήρας τους είναι πολύ καλός!
Ακόμα και τα μικρόσωμα σκυλιά ή οι γάτες, φαίνεται να πέφτουν θύματα ρατσισμού, αφού η πλειοψηφία τους παραμένει στα αζήτητα.

Μερικοί εθελοντές το εξηγούν βάσει των προκαταλήψεων. Όποιος φοβάται τις μαύρες γάτες ή πιστεύει πως "φέρνουν γρουσουζια"  ή συνδέει τους μαύρους σκύλους με επιθετικότητα ή ακόμα και με τον ''κακό λύκο'' σίγουρα δεν θα διαλέξει να υιοθετήσει μαύρο ζώο. Μόνο αν είναι πραγματικά πολύ όμορφο έχει ελπίδες να υιοθετηθεί.

Στο δικό μου σπίτι βέβαια ίσχυε το ανάποδο. Πάντα υιοθετούσαμε μαύρα ζώα. Για τα σκυλιά μας, απλά τύχαινε. Ή μάλλον απλά έρχονταν στο δρόμο μας: ο Αποστόλης, το μαύρο λουκάνικο που ακολούθησε την θεία μου, η Κάντυ, η μικρή γκριφονίτσα την οποία βρήκαμε στρίβοντας λάθος σε ένα αδιέξοδο, η Φατμέ, το ημίαιμο λαμπραντοράκι που κάποιος εγκατέλειψε στην πιλοτή της διπλανής πολυκατοικίας, η Ζουζούνα, το κανισάκι μας, που προσπαθούσε να περάσει απέναντι δρόμο ταχείας κυκλοφορίας.

Τις γάτες όμως τις επιλέγαμε (ή καλύτερα αυτές μας επέλεγαν). Η γιαγιά Κανέλλα, που είναι από τη Μάνη και εκεί το μαύρο είναι χρώμα συνηθισμένο, λέει πως η μαύρες γάτες φέρνουν τύχη και όχι ατυχία. Έτσι στο σπίτι μας μόνο μαύρες γάτες έμπαιναν, οι οποίες μάλιστα είχαν διπλό όνομα, ένα που διάλεγα εγώ και το στάνταρ της γιαγιάς: Κλυνν -Τυχερούλης, Κατερίνα - Τυχερούλα, Ριρίκα - Τυχερούλα, Φούσκα - Τυχερούλα, Τζιτζιφρίγκω - Τυχερούλα - Αύθαρτη, (είχε εξαντλήσει καμιά 20αριά ζωές αυτή και είχε και 3ο όνομα).

Τι σου είναι τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις...

Μαρίνα Γιάννου