Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Μια απλή μέρα



Μια απλή μέρα του Ιουνίου καυτή, 28 γράφει το ημερολόγιο και είμαστε εγκλωβισμένοι στην Αθήνα. Γύρω μας τόνοι σκουπιδιών. Ζέστη αφόρητη, καύσωνας πρόωρος, τα τζιτζίκια στη χορωδία τους κι ένας καφές πάνω στο γραφείο, να λιώνει τα παγάκια του σε χρόνο μηδέν. Ο ανεμιστήρας βάζει τα δυνατά του, κυρίαρχος ο ήχος κι ένα καλοκαίρι, πρόσφυγας στην πόρτα μας, περιμένει λίγη στοργή. Ακούω Παπαστεφάνου από αρχείο, να φέρω τη μνήμη στα συγκαλά της και το δωμάτιο χορεύει σε ρυθμούς νοσταλγικούς. Η Νέλλη ξαπλώνει στο πάτωμα, βαριέται τους καύσωνες, ψάχνει την κόκκινη μπάλα της και μ’ έχει συγχωρέσει ήδη, που χθες βράδυ, την έκλεισα καταλάθος στο μπαλκόνι. Μια γεωμετρία αλλόκοτη φέρνει βόλτα το χώρο, ξενόφερτη και συνάμα μαγική. Οι παππούδες λέει παλιά, όταν γεννιόταν ένα εγγόνι, του χάριζαν ελιές για το λάδι, κυπαρίσσι για στέγη, βελανίδια για να ‘χουν τροφή τα ζώα και φύλλα λεμονιάς για φάρμακο. Εμείς τι θα δώσουμε στα δικά μας, σκέφτομαι.Ο Χατζηδάκης δεν είναι εδώ, τα σύννεφα δεν φέρνουν πια βροχή, μόνο εκείνος ο στίχος ‘’σπίτι, ουρανός κι όπου σταθείς’’ κυβερνά με επίκαιρο τρόπο τη ζωή .‘’Είναι τρελαμένος ο κόσμος!’’ είπε μια κυρία χθες στις ειδήσεις. Μόλις το άκουσα, έψαχνα για νερό, έψαχνα να στίψω ένα σύννεφο, έψαχνα τον Γκάτσο και την Αμοργό. Πάνε χρόνια που λείπουν , ευτυχώς όμως υπάρχουν τα αρχεία. Γιατί αυτός ο καινούριος άνθρωπος, ο τρελαμένος, ο αβοήθητος και μόνος, με τις σκιές στο πρόσωπο, που στρέφεται όλο και πιο πολύ μέσα στον εαυτό του, είναι μια ύπαρξη πρωτόγνωρη. Θέλω χρόνο για να τον μάθω και φοβάμαι μην γίνω έτσι κι εγώ. Τον συναντάω συνεχώς, όλο και πιο συχνά, όποτε συμβαίνει να περπατάω στους δρόμους. Ψάχνω τα άγνωστα χαρακτηριστικά, το μυαλό επεξεργάζεται συντεταγμένες μιας νέας ζωής, δεν βγάζω άκρη και δεν μπορεί να βοηθήσει κανείς. Ούτε κι ο Λόρκα. Ο καινούριος άνθρωπος, μοιάζει με πέλαγο βαθύ, σαν να μην θέλει καμιά αγκαλιά και σαν να αποζητά κι ο ίδιος μια μνήμη. Έστω και αρχείου. Δεν έχει όμως τον χρόνο, ούτε την όρεξη για να τη βρει. Κι αναρωτιέμαι γιατί, αφού ‘’ο κάθε χτύπος της καρδιάς μας , είναι έτσι κι αλλιώς, ακόμα μια πηγή’’ κι ένα τραγούδι μπορεί να είναι ‘’η συντομότερη απόσταση ανάμεσα σε χιλιάδες απομακρυσμένους ανθρώπους’’.
Και τρελαμένους, όπως θα συμπλήρωνε η κυρία απ' τις ειδήσεις.


Γιώτα Καραγιάννη

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Η κυρά Καλή, η κυρά Κακή και οι 12 μήνες


  Ειναι φορές που θέλω να κλάψω. Εκείνες τις φορές που με πιάνω να κάνω κακές σκέψεις. Έχει τύχει να με τυφλωσουν, να νιωθω πως μου φταίνε οι άλλοι, να τους μισώ, να τους ζηλεύω... 
   Και ξαφνικά ξυπνάω σαν σε όνειρο και τσουπ τρυπώνουν στο μυαλό μου οι στίχοι του ποιητή "Ενα στιλέτο έχω μικρό στην ζώνη μου σφιγμένο, που η ιδιοτροπία μ' έκανε και το 'κανα δικό μου. Μα αφού κανέναν δεν μισώ στον κόσμο να σκοτώσω, φοβάμαι μην καμία φορά το στρέψω στον εαυτό μου"... Και αρχίζω και ψάχνω απεγνωσμένα κάποιον να μισώ... Δεν μπορεί, κάποιος θα υπάρχει... Πάντα συγχωρώ ή απλά προσπερνω... "Το καλό πάντα νικάει" σκέφτομαι και σφίγγω το "στιλέτο" μου στο χέρι...
    Η αιώνια μάχη του καλού με το κακό. Μία μάχη που υπάρχει παντού και κυρίως μέσα σε κάθε άνθρωπο. Κάθε άνθρωπος, όμως, έχει κάτι καλό να προσφέρει. Αυτή η εσωτερική σύγκρουση για το σωστό και το λάθος, για το πρέπον και το μη πρέπον. "Το καλό νικάει πάντα" σκέφτομαι ξανά και μου 'ρχονται τουλάχιστον 15 παραδείγματα που αναμφισβήτητα νίκησε το κακό και αυτόματα ξενερώνω. Και πάντα σε αυτό το σημείο σκέφτομαι τον Αλχημιστή του Coehlo και τις συνωμοσίες του σύμπαντος για την πραγματοποίηση των βαθύτερων επιθυμιών μας και σκέφτομαι πόσο πολύ θα ήθελα μια οικιακή βοηθό και αμέσως γελάω και φαντάζομαι μία ουρανοκατέβατη οικιακή βοηθό να προσγειώνεται στο σαλόνι και να τρέχει γύρω γύρω μαζεύοντας όλο χαρά παιχνίδια, ρούχα και παπούτσια. "Ατιμε Coehlo, πάλι δίκιο είχες", μουρμουράω χαμογελώντας. "Στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Αν δεν πάνε καλά, δεν είναι το τέλος."
   Πάντα όταν κάνω τέτοιες σκέψεις, διαβάζω στους μαθητές μου το παραμύθι με την κυρά Καλή, την κυρά Κακη και τους 12 μήνες. Και επειδή δεν έχω μαθητές τώρα, τα γράφω εδώ. Η καλοσύνη εμπνέεται, ριζώνει στις καρδιές, στις ψυχές των ανθρώπων, φωλιάζει μέσα σε αγκαλιές και τρυφερές κουβέντες, καλλιεργείται σε ενδόμυχες σκέψεις, συγκλίνει και τελικά εκτοξεύεται στα μήκη και στα πλάτη της σφαίρας επιρροής του καθενός μας πλημμυρίζοντας θετική ενέργεια την ύπαρξη τη δικη μας και τις γυρω μας. Το καλό άλλωστε νικάει πάντα!

Μαρίνα Γιάννου
27/06/2017

Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

Ο καιρός των τσιγγάνων



Θυμάμαι , τότε που δούλευε μια καλή μου φίλη στους τσιγγάνους με τα γνωστά επιμορφωτικά προγράμματα του '85 νομίζω, είχε να διηγηθεί κάθε μέρα κι από μια ιστορία. Απειλές, ξύλο, καδρόνια και βρισιές στο ημερήσιο πρόγραμμα, επειδή έκλεινε η δασκάλα τα παιδιά στο τροχόσπιτο να μάθουν γράμματα. Το Ederlezi με είχε αγγίξει τόσο πολύ εκείνη την περίοδο που άκουγα τις ιστορίες σιωπηλά και κλείναμε σχεδόν πάντα την αφήγηση με την κουβέντα ''είναι θέμα παιδείας''. Έτσι λέγαμε. Σκεφτόμουν λοιπόν, τσιγγάνους να χορεύουν γύρω απ' τη φωτιά, να γιορτάζουν το φεγγάρι και να γελάνε. ''Είναι θέμα παιδείας!Είναι θέμα παιδείας!'' Όταν πολύ αργότερα ήρθαν οι Ολυμπιακοί αγώνες, θυμάμαι τη 'σκούπα' των αρχών στην Εθνική Οδό, για να μην βλέπουν οι τουρίστες την άσχημη εικόνα. Σ' ένα σακί ριγμένοι, πολύχρωμοι άνθρωποι σαν το ουράνιο τόξο. Θυμάμαι, είχα πονέσει πολύ τότε. Μια μέρα, μια όμορφη τσιγγάνα με πλησίασε, μου έπιασε το χέρι και με το γνωστό ''Ασήμωσε'' άρχισε να διαβάζει τη μοίρα μου.Δεν θυμάμαι τι μου είχε πει τότε, θαύμαζα μόνο τα μακριά σκουλαρίκια της και τα μαύρα, χυτά της μαλλιά. Σε αντίθεση με την έκπληξη που ένιωσα, μερικά χρόνια αργότερα, κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Ξαφνικά μια ηλικιωμένη τσιγγάνα πετάχτηκε μπροστά μου απ' το πουθενά και προσπάθησε να κερδίσει πενήντα ολόκληρα ευρώ με τερτίπια και δεισιδαιμονίες.Σ' ένα ταξίδι για Ρόδο ή Κω δεν θυμάμαι καλά, μια οικογένεια τσιγγάνων είχε απλωθεί στο κατάστρωμα, ενώ καμιά δεκαριά κουτσούβελα με μαύρα μουτράκια και πατούσες, χοροπηδούσαν τριγύρω ζητώντας επίμονα απ' τη μάνα τους, τη δική τους σειρά στο γάλα. 
Εκεί κατάλαβα ότι τσιγγάνος σημαίνει ελευθερία.
Μπορεί να μην είδα ξανά τις σκηνές τους στην Εθνική, μπορεί να μην ήρθε καμιά τσιγγάνα να μου πει τη μοίρα μου, όμως αυτό το ''θέμα παιδείας'' παρέμεινε μες στα χρόνια. Ανάμεσα στα δόντια. Οι τσιγγάνοι παρέμειναν κι εκείνοι στην ίδια γη με τα ήθη, τα έθιμα, τον τρόπο ζωής τους και τις ''προβληματικές'' για μας τους ''εκπαιδευμένους'' συμπεριφορές τους. Στενοχωριέμαι πολύ μόνο, επειδή τους θυμόμαστε, όποτε συμβαίνει ένα τραγικό γεγονός και στήνουμε όλοι μαζί ξανά τις σκηνές τους μία μία.
Στην Εθνική. Μέρα μεσημέρι. Με παιδεία το κάνουμε, δεν αντιλέγω.
Γιατί και τώρα που γράφω αυτά, δεν τους ρώτησα.
''Είναι θέμα παιδείας'' μου ψιθυρίζει ένα τσιγγανάκι στ' αυτί κι αναρωτιέμαι ακόμα για ποιον.


Γιώτα Καραγιάννη

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Μπάστερ Κίτον


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας υπέροχος ηθοποιός και σκηνοθέτης. Το επώνυμό του ήταν Κίτον.
Μπάστερ ήταν ένα παρατσούκλι που του κόλλησε ο πατέρας του, επειδή βρέφος 6 μηνών έπεσε από μια μεγάλη σκάλα χωρίς να τραυματιστεί (Στα τέλη του 19ου αιώνα η λέξη buster σήμαινε πτώση που πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε τραύμα).
Αστέρας του "βωβού" κινηματογράφου με σήμα κατατεθέν την κωμωδία με κινήσεις του σώματος.
Με τη στωική αγέλαστη έκφρασή του κέρδισε το παρατσούκλι "Το μεγάλο πέτρινο πρόσωπο".
Το 1917 τέλειωνε ουσιαστικά ο Μεγάλος Πόλεμος (πρώτο παγκόσμιο τον λέμε σήμερα) και ο 22χρονος Μπάστερ ετοιμάζεται για την πρώτη του ταινία, αν και διατηρεί πολλές επιφυλάξεις για αυτό το καινούριο μέσο. Μία δεκαετία αργότερα ο ομιλών κινηματογράφος έφερε τα πάνω κάτω και στη ζωή του.
Άστατη προσωπική ζωή, επαγγελματική ανασφάλεια, αλκοολισμός και πάρα πολλές ταινίες ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας.
31 Ιανουαρίου 1966 έπαιζε χαρτιά με τους φίλους του σε ένα νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν όπως του είχαν πει για βρογχίτιδα. Δεν του είχαν πει όμως την αλήθεια. Βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο μιας πολύ πιο σοβαρής ασθένειας. Την επομένη πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα σε ηλικία 71 ετών.
Και ζήσαν οι υπόλοιποι καλά κι εμείς καλύτερα, έλεγε η γιαγιά μου, Γιαννούλα Γιώτη το όνομά της, το 1898 είχε γεννηθεί και ούτε ακουστά δεν είχε τον Μπάστερ Κίτον και ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς εννοούσε, αλλά και ποτέ δεν τη ρώτησα...
Γιώργος Γιώτης (5/6/2017)
Πηγές: wikipedia, filmsite, imdb.