Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Τ' Άη Γιωργιού

























Πάντα είχα μια αδυναμία στη σημερινή μέρα, χωρίς να ξέρω ακριβώς το γιατί. Στο σπίτι βλέπεις είχαμε πάντα χαρά. Γιόρταζε κι ακόμα γιορτάζει δηλαδή, ο μικρός αδερφός της μητέρας μου. Ψηλός, όμορφος, αδύνατος και χαμογελαστός. Μ' ένα πλατύ χαμόγελο που ταίριαζε απόλυτα σε απριλιάτικη άνοιξη και σε πουλιά που κελαηδάνε. Πάνω σε δέντρα. Μπορεί να ευθυνόταν κι εκείνη η φωτογραφία που έχω μαζί του. Πολύ μικρή, να γελάω δυνατά, ασφαλής, σε μια ζεστή αγκαλιά. Όσες φορές την ξαναβλέπω είναι σαν να ακούω πάλι τα γέλια. Μέσα απ' αυτήν. Ύστερα ήταν κι εκείνο το τραγούδι με τους στίχους της Νικολακοπούλου και τη μουσική του Bregovic που έμοιαζε με γιορτή. Ας ήταν λυπητερό.Μπορεί τελικά ο λόγος να ήταν κι ο πατέρας του άντρα μου. Δεν στάθηκα τυχερή να τον γνωρίσω, ήξερα όμως πως είχε κι αυτός ένα πλατύ χαμόγελο και μια αγκαλιά. Για όλους.Τ' αστεία του είχαν σημαδέψει μια ολόκληρη οικογενειακή εποχή. Μαζεύονταν οι συγγενείς σ' ένα τραπέζι και μιλούσαν για τη μεγάλη καρδιά και την καλοσύνη του. Μπορεί να ήταν κι οι εικόνες του Άη Γιώργη, εκεί που σκοτώνει το δράκο. Νικητής. Ή οι αγαπημένοι άνθρωποι που γνώρισα μέσα στα χρόνια και μ' έκαναν να νιώθω το ίδιο ασφαλής και χαμογελαστή. Όπως στην παλιά φωτογραφία. Επειδή είναι άνθρωποι της προσφοράς. Και της γιορτής. Κι επειδή μ' ένα χαμόγελο, αυτό του νικητή, σκοτώνουν εύκολα τους δράκους της ζωής μας.





23/4/2018
Γιώτα Καραγιάννη



























Τρίτη 17 Απριλίου 2018

Μάθημα




Με την κρίση έμαθα να μένω, να επιμένω και να περιμένω. Έμαθα να ακροβατώ σε τεντωμένο σκοινί, κοιτώντας το κενό. Από κάτω. Να κλείνω τα μάτια για να μη φοβάμαι. Έμαθα να προχωρώ, με πιο αργά μα σταθερά βήματα. Με σκοινιά. Αυτά που με κρατάνε δεμένη με ανθρώπους. Έμαθα να κάνω καινούρια όνειρα πιο απλά και να εκτιμώ τα μικροπράγματα. Αυτά που άμα τα βάλεις όλα μαζί, συνθέτουν στο παζλ τα μεγάλα. Να βρίσκω την ουσία και ν' αποκτώ καινούρια περιουσία. Για την ψυχή. Να φτιάχνω αντίδοτα για το φαρμάκι που λέει ένας αγαπημένος φίλος και να στήνω καλύβες. Αυτοσχέδιες για το κρύο. Να προσπερνάω εμπόδια, ν' ανακαλύπτω σπηλιές και να μοιράζω τις καλημέρες νωρίς το πρωί. Για να 'χει διάρκεια ο ήλιος.Έμαθα ν' αντέχω, να πεισμώνω και να δυναμώνω. Να προσδοκώ τα βλέμματα και να μιλάω με τη σιωπή. Να κρύβω ποιήματα στην τσέπη κι αποξηραμένες κουβέντες. Για να προστατευτούν απ' τη βροχή. Να χτίζω μ' αυτά που έχω και να μην παραπονιέμαι γι' αυτά που δεν έχω. Να κατανοώ, να παραδέχομαι και να συγχωρώ. Κι όποτε το σκοτάδι ζυγώνει, ν' ανάβω κεριά. Για κείνους που έφυγαν και μιλάνε τις νύχτες στ' αστέρια. Για μας. Και μετά ν' απλώνω πάλι τους χάρτες. Γι' άγνωστες πολιτείες. Να σημειώνω μήκη και πλάτη μιας ζωής. Για να ΄χω να λέω πως όσο η κρίση παίζει άσχημο παιχνίδι στις πλάτες μας, εμείς θα αγκαλιαζόμαστε ακόμα πιο σφιχτά. Δεμένοι με τα σκοινιά της ανθρωπιάς. Και με νοήματα που διακρίνονται ακόμα και στο πιο βαθύ και στο πιο σκοτεινό σκοτάδι.

Γιώτα Καραγιάννη


Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Την ώρα που βγαίνει απ' τ' όνειρο...

 Δεν αποφάσισε αυτός
πώς θα έρθουν τα πράγματα στη ζωή του.
Στις παρέες χαμηλώνει τη φωνή
και μιλάει για εκείνη την ψευδαίσθηση
πως έχει ακόμη επιλογές.

Σε μια παλιά γραφομηχανή
χτυπάει ξανά και ξανά
πως νιώθει προδομένος
και δε φοβάται τη μοναξιά.
Μπορεί και ταξιδεύει
μες στη μέρα αόρατος.

Μόνο …
Μόνο την ώρα που βγαίνει απ’ τ’ όνειρο
βλέπει με τεράστια γράμματα τη λέξη
«ΤΕΛΟΣ»
και δεν μπορεί να το παλέψει.
Και είναι νωρίς,
πολύ νωρίς και πρωί.
 
Γιώργος Γιώτης

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Η νονά




Μικρή σιχαινόμουν το Πάσχα. Όχι την ημέρα της Λαμπρής, αλλά όλες τις προηγούμενες. Ο λόγος ήταν ότι δεν είχα νονά. Είχα δηλαδή, απλά με είχε ξεχάσει. Η μόνη εικόνα που έχω από τη νονά μου είναι όταν ήμουν τεσσάρων που με είχε πετύχει στο μαγαζί της μαμάς μου. Είχα ζητήσει δώρο ένα δαχτυλίδι και μου το είχε φέρει. Αυτό ήταν και το τελευταίο δώρο που πήρα. Από εκεί και ύστερα εξαφανίστηκε. Ούτε λαμπάδα, ούτε παιχνίδια, ούτε παπούτσια αλλά κυρίως ούτε νονά. Πόσο ζήλευα τα παιδιά της γειτονιάς όταν ερχόταν η νονά τους. Όχι μόνο το Πάσχα, γενικά. "Εγώ δεν έχω νονά" έλεγα και αισθανόμουν σαν να έχω 6 χέρια ή πράσινες βούλες στο πρόσωπο. Και όταν τα παιδιά με ρωτούσαν γιατί, δεν ήξερα τι να απαντήσω. "Με ξέχασε" έλεγα και ευχόμουν να εμφανιστεί ξαφνικά γεμάτη δώρα, χαμογελαστή και να φωνάξει "Είναι δυνατόν να σε ξεχάσω;". Δεν συνέβη βέβαια ποτέ κάτι τέτοιο. Οι γονείς μου έλεγαν ότι απλά βαρέθηκε, η γιαγιά μου ότι ήταν ψηλομύτα και δεν καταδεχόταν τους γονείς μου που είναι άνθρωποι ανοιχτοί και έξω καρδιά. "Τι στεναχωριέσαι, θα σου πάρω εγώ λαμπάδα" μου έλεγε η μαμά μου, αλλά εγώ δεν ήθελα τις λαμπάδες που διάλεγε η μαμά. Ήθελα να παραγγείλω στη νονά μια λαμπάδα Barbie και να την περιμένω κάποιο απόγευμα της Μεγάλης Βδομάδας και να πω στα παιδιά της γειτονιάς οτι δεν μπορώ να κατέβω για παιχνίδι, γιατί περιμένω τη νονά μου που την λένε Άννα και είναι όμορφη και μου φέρνει τα καλύτερα δώρα. Αντί όμως για όλα αυτά έπαιρνα τηλέφωνο το Μεγάλο Σάββατο τη μητέρα μου στο μαγαζί να της θυμήσω πως κανείς δεν μου έχει πάρει λαμπάδα και τι θα κρατάω στην Ανάσταση και συνήθως έβαζα τα κλάματα και η μαμά μου θύμωνε γιατί την απασχολούσα στη δουλειά και μου έκλεινε το τηλέφωνο, αφού πρώτα με κατσάδιαζε. Άλλες φορές πάλι με πήγαινε η γιαγιά Κανέλλα για λαμπάδα και μου έπαιρνε πάντα τη φτηνότερη γιατί οι άλλες, οι ακριβές, ήταν πεταμένα λεφτά και να δω την εγγονή της κυρά Ελένης που θα κρατήσει την περσινή και φέτος, ενώ εγώ είμαι αχάριστη και ζητάω συνέχεια και δεν ευχαριστιέμαι με τίποτα και να μην μιλάω γιατί και φέτος θα έχω καινούρια...
Και ερχόταν η ώρα της Ανάστασης. Και κοίταζα τις λαμπάδες των άλλων κοριτσιών και βούρκωνα. Η γιαγιά μου νόμιζε οτι με έπιανε συγκίνηση από την λειτουργία και χαιρόταν που ήμουν ένα παιδί του Θεού αλλά εγώ ούτε που άκουγα τον παπά. Έβλεπα μόνο κορδέλες, χρώματα και διακοσμητικά και φανταζόμουν πως θα ήταν η λαμπάδα που θα μου είχε φέρει η δική μου νονά αν δεν βαριόταν και αν δεν ήταν ψηλομύτα. 
Και κάπως έτσι μεγάλωσα και ποτέ δεν ξεπέρασα το κενό που μου άφησε η νονά. Και ακόμα αναρωτιέμαι γιατί στεναχωριέμαι τόσο για κάποια που δεν γνώριζα, για κάποια που πίστευε ότι οι υπέροχοι γονείς μου δεν ήταν αρκετά high για τα δεδομένα της, για κάποια που με βαρέθηκε. 
Και έτσι προσπαθούμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο κοντά στα βαφτιστήρια μας, για να μην νιώσουν ποτέ όπως εγώ, αν και κάποιες φορές οι περιστάσεις μας δυσκολεύουν. 
Και όταν έπρεπε να διαλέξω νονούς για τα παιδιά μου διάλεξα αυτούς που ξέρω πως θα τα αγαπάνε σαν δικά τους, που θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στην υποχρέωση όχι γιατί είναι υποχρέωση αλλά γιατί είναι ευχαρίστηση, που θα μας αγαπάνε όσο βαρετοί ή ξενέρωτοι κι αν είμαστε και θα έρχονται σπίτι μας με χαρά να δουν τα πνευματικά τους παιδιά. Κι όταν έρχονται δίνουν, πέρα από τα άπειρα δώρα, την αγάπη τους και την προσοχή τους στα παιδιά. Και μόλις κάνουν να φύγουν αυτά στέκονται μπροστά στην πόρτα και κλαίνε "μην φύγεις νονά, νονέ μείνε κι άλλο". Και κάπως έτσι καλύπτεται σιγά σιγά και το δικό μου κενό.

Μαρίνα Γιάννου
04/04/2018