Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Αποταμίευση


Είναι κι αυτή η μέρα αποταμίευσης που με ταράζει λιγάκι. Θυμάμαι είχαμε ένα στρογγυλό κουμπαρά και ρίχναμε εκεί μέσα δραχμές. Κάθε Χριστούγεννα τον σπάγαμε κι αγόραζα τότε τα αγαπημένα μου κόκκινα λουστρίνια ή εκείνη την κούκλα της βιτρίνας με τις μπούκλες και τις γυριστές βλεφαρίδες. Μετά μαζεύαμε δραχμές σ' ένα ξύλινο κουτί με σχέδια χρωματιστά πάνω, σαν φτερά παγωνιού ένα πράμα. 'Πάντα να 'χεις κουμπαρά!' μου 'λεγε η μάνα. Κι όλο μάζευα. Ό,τι μπορούσα. Κι οι παροιμίες όλο χόρευαν στο μυαλό μου κυκλωτικό χορό. Σταλαγματιά σταλαγματιά γεμίζει η στάμνα η βαθιά. Μάζευε κι ας είν' και ρώγες. Ή το επικό, φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι. Έτσι χαίρονταν κι άνοιγαν διάπλατα τα φτερά του παγωνιού στο κουτί. Την πρώτη εγκυκλοπαίδεια θυμάμαι με δόσεις την πήραμε. Και με κουμπαρά. Αυτός ο 'από μηχανής θεός' είχε γεμίσει τη βιβλιοθήκη μας ξαφνικά με κόκκινα, αριστοκρατικά βιβλία. Κι όλο ανυπομονούσα να τη δω μια μέρα να ασφυκτιά. Να μην υπάρχει στο ενδιάμεσο ούτε μια χαραμάδα. Να μη χωράει η σκόνη. Πέρασαν τα χρόνια κι ένας κουμπαράς τεράστιος, ριγέ, σε σχήμα γουρουνιού με μεταλλική ουρά, έγινε θρύψαλα μια μέρα. Καταλάθος. Μια μέρα μνημονιακή σαν πολλές άλλες. Άχρηστος ήταν, έτσι κι αλλιώς. Μα τώρα που ήρθε πάλι η παγκόσμια γιορτή, μου λείπει πολύ. Όχι για να βάλω μέσα ευρώ, αλλά συναισθήματα. Μια αλλιώτικη αποταμίευση, πολύ ιδιαίτερη κι επιτακτική των καιρών. Γιατί είναι προτιμότερο να πονέσω σκέφτομαι, παρά να μην νιώθω καθόλου. Και γιατί τα συναισθήματα είναι τα πιο απαραίτητα και τα πιο πολύτιμα. Για να μπορεί μ' αυτόν τον τρόπο να ντύνει η κάθε εποχή τη γύμνια της. Και για το πλεόνασμα της ψυχής. Κάθε φορά που η ίδια ατενίζει τον μελλοντικό της εαυτό.


Γιώτα Καραγιάννη
31/10/2018

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Αρμάθες




Η λέξη 'γιούρτ' μου θύμιζε πάντα γιαούρτι. Κι εκείνη η προφορά της γιαγιάς ακόμα μες στο μυαλό μου είναι. Μ' άρεσε όμως να πηγαίνω σ' εκείνη την άπλα. Πίσω απ' το σπίτι στο χωριό. Να βλέπω πέρα μέχρι το Σκαλόχωμα, μέχρι να πάμε για φρέσκια ρίγανη. Ή να κρύβομαι όποτε η μάνα με κυνηγούσε να φάω. Κι όταν ερχόταν η ώρα της 'αρμάθας' ένιωθα πολύ σπουδαία. Καθόμασταν όλοι γύρω απ' τον πλάτανο, θείοι, θείες, ξαδέρφια, παιδιά να δεις, και βελονιάζαμε τα φύλλα του καπνού. Μαύρα τα χέρια ολονών, κατράμι. Κι εκείνα τα φύλλα, σαν θεόρατα μαρουλόφυλλα ήταν. Η γιαγιά τα ξετσίμπλιαζε πρώτα και μετά τα περνούσε στο σκοινί. 'Να έτσι!' μου έλεγε και νόμιζα τότε πως όλη μου τη ζωή θα την περνούσα κάτω από ένα πλάτανο. Ν' αρμαθιάζω.Τα κρέμαγε ύστερα ο παππούς μου στις λιάστρες. Πήγαινε κοντά, τα κοιτούσε, τα πρόσεχε, νομίζω τα χάιδευε κιόλας -άμα δεν κοιτούσε κανείς- κι ώρες ώρες γυρνούσε το βλέμμα του στον ουρανό. Πώς μυριζόταν τη βροχή, ούτε που ξέρω. Έπιανε ένα μεγάλο νάυλον με τη γιαγιά και σκέπαζε τα πολύτιμα φυλλαράκια. Και το βελόνιασμα μιας ολόκληρης ζωής. Με τις πίκρες, τις χαρές, τους συγγενείς από την Αμαλώτα, τα εγγόνια, το γιούρτ. Να προσέχουν να μη βραχεί. Οι δυο τους. 'Να έτσι!' σαν να ακούω τη γιαγιά να λέει στα όνειρά μου. Ακόμα και τώρα.



Γιώτα Καραγιάννη
10/10/2018

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

ΠΑΡ(ΑΚΜΗ)





Η αλήθεια είναι ότι ξενερώνω πολύ με την παρακμή. Αυτή που γυρνάει την πλάτη σε όποιον έχει ανάγκη. Που στολίζεται και παρφουμαρίζεται κι ύστερα βγαίνει σινάμενη κουνάμενη να διδάξει ήθος στην πλατεία. Με τα μπικουτί στο κεφάλι και τις πέρλες ναφθαλίνης στο λαιμό. Που σκάβει λάκκους κι ύστερα ατάραχη πλένει τα χέρια της απ' το χώμα. Που μιλάει συνέχεια με την κτητική αντωνυμία ''μου''. Που για να λάμψει η ίδια πρέπει να ρίξει λάσπη σε άλλους. Που τραγουδάει συνέχεια το ''Ήταν ένα μικρό καράβι'' και γελάει σαρκαστικά με το στίχο ''να δούμε ποιος, ποιος θα φαγωθεί''. Που διαβάζει αχόρταγα πρωί βράδυ το εγχειρίδιο του καλού ατομιστή. Μόνη της σε μια ανθρώπινη λεωφόρο. Που λέει ψέματα ότι το διαβάζει και σου αραδιάζει απέξω παραγράφους σπουδαίων βιβλίων. Για το ξεκάρφωμα. Που τεντώνει το στόμα της για να 'ρθει στη θέση του χαμόγελου. Που δεν κάνει πιο κει μισό εκατοστό, για να χωρέσεις κι εσύ. Που θέλει όλο το χώρο δικό της. Που σβήνει με μπλάνκο το 'παρ' για να μοστράρεται ως ακμή. Σκέτη. Κι ύστερα ανάβει τα φώτα πορείας σαν τα τεράστια δόντια ενός γίγαντα που κέρδισε τη μάχη μ' ένα μικρό νάνο. Στο δάσος. Εκεί που πήγαμε όλοι με το μικρό καράβι, όταν τελειώσαν όλες οι τροφές. Για να φαγωθούμε μεταξύ μας.Με τα μπλάνκο στα χέρια. Και με την απορία του ηλίθιου στο βλέμμα ''Ο δρόμος αυτός για πού πάει, βρε παιδιά?''


21/9/2017
Γιώτα Καραγιάννη