Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Αρμάθες




Η λέξη 'γιούρτ' μου θύμιζε πάντα γιαούρτι. Κι εκείνη η προφορά της γιαγιάς ακόμα μες στο μυαλό μου είναι. Μ' άρεσε όμως να πηγαίνω σ' εκείνη την άπλα. Πίσω απ' το σπίτι στο χωριό. Να βλέπω πέρα μέχρι το Σκαλόχωμα, μέχρι να πάμε για φρέσκια ρίγανη. Ή να κρύβομαι όποτε η μάνα με κυνηγούσε να φάω. Κι όταν ερχόταν η ώρα της 'αρμάθας' ένιωθα πολύ σπουδαία. Καθόμασταν όλοι γύρω απ' τον πλάτανο, θείοι, θείες, ξαδέρφια, παιδιά να δεις, και βελονιάζαμε τα φύλλα του καπνού. Μαύρα τα χέρια ολονών, κατράμι. Κι εκείνα τα φύλλα, σαν θεόρατα μαρουλόφυλλα ήταν. Η γιαγιά τα ξετσίμπλιαζε πρώτα και μετά τα περνούσε στο σκοινί. 'Να έτσι!' μου έλεγε και νόμιζα τότε πως όλη μου τη ζωή θα την περνούσα κάτω από ένα πλάτανο. Ν' αρμαθιάζω.Τα κρέμαγε ύστερα ο παππούς μου στις λιάστρες. Πήγαινε κοντά, τα κοιτούσε, τα πρόσεχε, νομίζω τα χάιδευε κιόλας -άμα δεν κοιτούσε κανείς- κι ώρες ώρες γυρνούσε το βλέμμα του στον ουρανό. Πώς μυριζόταν τη βροχή, ούτε που ξέρω. Έπιανε ένα μεγάλο νάυλον με τη γιαγιά και σκέπαζε τα πολύτιμα φυλλαράκια. Και το βελόνιασμα μιας ολόκληρης ζωής. Με τις πίκρες, τις χαρές, τους συγγενείς από την Αμαλώτα, τα εγγόνια, το γιούρτ. Να προσέχουν να μη βραχεί. Οι δυο τους. 'Να έτσι!' σαν να ακούω τη γιαγιά να λέει στα όνειρά μου. Ακόμα και τώρα.



Γιώτα Καραγιάννη
10/10/2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου