Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Έχουμε τηλέφωνο... έχουμε ίντερνετ... έχουμε Πάπα



Κάτι χτυπούσε το παράθυρο. Σαν να είχε ζωντανέψει η τελευταία παράγραφος από τον «Φτωχούλη του Θεού». Ήταν μεγαλύτερο από το σπουργιτάκι που φανταζόταν ο Καζαντζάκης: «Ολόβρεχα ήταν τα φτερά του, κρύωνε, σηκώθηκα να του ανοίξω».
Νόμιζα πως ήμουν στο γραφείο μου, αλλά κοίταξα καλύτερα, ήμουν στην τάξη. Ο Κροίσος και ο Σόλων έψαχναν τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο. Η ερώτηση ακούστηκε σαν σφοδρή σύγκρουση αυτοκινήτων. Έψαξα γύρω μου να δω ποιος ρωτούσε.
«Γιατί στο Χόγκουαρτς έχουν τις ημερήσιες κουκουβάγιες;»
Νόμιζα πως ήμουν στην τάξη, αλλά κοίταξα καλύτερα, ήμουν στο γραφείο μου και ξανά ο ίδιος χτύπος στο παράθυρο.
Η Χέντβιχ, η θηλυκή χιονόλευκη κουκουβάγια του Χάρι Πότερ με κοιτούσε πίσω από το τζάμι. Τα μάτια της μιλούσαν:
«Έχω συνηθίσει να μεταφέρω εξάψαλμους, εφημερίδες, περιοδικά και μικρά δέματα. Αν θέλεις μεγαλύτερα δέματα, θα πρέπει να φύγω παρέα με άλλες δυο κουκουβάγιες. Τουλάχιστον».
Βγήκα στο προαύλιο. Όλα βρεγμένα και ο ουρανός θολός.  
Ο Έρολ, η ηλικιωμένη Μεγάλη Γκρίζα κουκουβάγια των Ουέσλι, διαγράφοντας την ελλειπτική τροχιά όλμου, προσγειώθηκε άτσαλα μπροστά στα πόδια μου χωρίς έκρηξη μόνο με αναστεναγμούς από τους πόνους μέσα σε ένα σύννεφο πουπουλένιο.
Κοίταξα ψηλά. Μια δεκαοχτούρα πετούσε χαμηλά σαν το περιστέρι του Νώε με ένα κλαδάκι στο ράμφος.
Δεν μπορούσα να δω κάτι άλλο. Ένας πόνος ανάγκαζε τα μάτια μου να κλείνουν. Κανείς δε χτυπούσε το παράθυρο και ο ήχος γινόταν διαπεραστικός, ρυθμικός, ενοχλητικός… Οδήγησα μέχρι το σχολείο μηχανικά. Μιλούσα με τα παιδιά, τους δασκάλους και τους γονείς, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο παράθυρο του γραφείου. Έβγαινα στο προαύλιο και κοιτούσα ψηλά στον ουρανό. Ούτε οι ημερήσιες κουκουβάγιες του Χόγκουαρτς ούτε το περιστεράκι του Νώε ούτε οι δεκαοχτούρες του Υμηττού.
Λίγο πριν το σχόλασμα άκουσα τον θόρυβο έξω από το παράθυρο και τρόμαξα. Θυμήθηκα το όνειρο. Τον είδα σκαρφαλωμένο σε μια τεράστια σκάλα να ανακατεύει με τα κατσαβίδια του τα καλώδια. Η σκάλα έμοιαζε με αυτή στο όνειρο του Ιακώβ. Στηριγμένη στη γη έφτανε ως τον ουρανό.
«Ρώτησέ τον πού αγόρασε αυτή τη σκάλα», μου χαμογελούσε η γιαγιά του Βασίλη και της Κατερίνας.
Έψαχνα σημάδια γύρω μου να βεβαιωθώ πως βγήκα από το όνειρο.
«Ψάχνω για τη βλάβη στο τηλέφωνο και στο ίντερνετ», ξεκαθάρισε από κει ψηλά ο τεχνικός κόβοντας την απορία όλων ακριβώς στη μέση.
«Ίσως να είναι και φάρσα», σκέφτηκα. «Αλλά χτες μου υποσχέθηκαν από την εταιρία πως θα το φτιάξουν. Όμως δύο βδομάδες το αίτημα προωθείται ως επείγον».
Έψαχνα στις κινήσεις του τεχνικού κάτι ψεύτικο. Έβλεπα τα φωτάκια του ρούτερ να αναβοσβήνουν σαν λαμπάκια σε χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δυο βδομάδες σβησμένα αλλά τώρα…
«Φλώρα, εγώ φεύγω, αν συμβεί κάτι…»
Με έκοψε με μια γκριμάτσα που ξεκαθάριζε πως τίποτα δε θα συμβεί όπως τίποτα δεν είχε συμβεί για δυο βδομάδες. Οδήγησα μέχρι το σπίτι με κουκουβάγιες και δεκαοχτούρες να πετάνε μες στο μυαλό μου, τεχνίτες να σκαρφαλώνουν ως τον ουρανό, να περνάνε οι γιορτινές μέρες και ο Άι Βασίλης να μη φέρνει στο σχολείο τηλέφωνο και ίντερνετ. Άκουγα το «Friday I m in love» στο τέρμα και τίποτα άλλο.
Ένιωσα το τρέμουλο του κινητού. Στην οθόνη αναπάντητη από το σχολείο. Έλεγξα μήπως ήταν κάποια ξεχασμένη από τον Νοέμβριο. Κάλεσα πίσω.
«Έχουμε και τηλέφωνο και ίντερνετ», πανηγύριζε η Φλώρα με τον ενθουσιασμό καρδινάλιου στην πλατεία του Αγίου Πέτρου που δείχνει τον λευκό καπνό και φωνάζει «Έχουμε Πάπα».
Κοίταξα ψηλά, επειδή μου φάνηκε πως άκουσα πουλιά να χτυπάνε τα φτερά τους.
Γιώργος Γιώτης, 14/12/2018

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Αν η ζωή είναι ηχώ...


Η ιστορία που θα σας διηγηθώ δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Πρόσωπα και γεγονότα είναι φανταστικά, γιατί δε συμβαίνουν τέτοια πράγματα... ποτέ...
Υπάρχουν βάσιμες υποψίες πως η ζωή είναι μια ηχώ. Ό,τι στέλνεις εκεί έξω έρχεται, με χρονοκαθυστέρηση μεν, αλλά έρχεται πίσω. Μέχρι και το τέλος του καλοκαιριού εμείς οι δάσκαλοι και οι γονείς του 6ου και του 7ου τρέχαμε για την κεραία λίγα μέτρα μακριά ή μάλλον πιο σωστά κοντά στο σχολείο μας. Φθινόπωρο πια, λίαν συντόμως χειμώνας και μια ακόμη κεραία φυτρώνει πολύ κοντά σε όμορο σχολείο (πιο όμορο δε γίνεται). Στο 8ο. Ένα πράγμα δεν μπορούμε να τους κατηγορήσουμε. Πως δεν έχουν σύστημα. 6, 7 και μετά 8 και έλα να πέσουν τα στοιχήματα πού θα μπει η επόμενη κεραία... ίσως στο 9... και διαβάζω σχόλια πως η τεχνολογία είναι απαραίτητη. Λες και ισχυρίζεται κανείς το αντίθετο. Αλλά κάποιος πολύ πιο δυνατός κάπου πιο ψηλά από μας μάλλον διαθέτει το χιούμορ που λείπει από όλες και όλους μας.
Δευτέρα ξεκίνησαν όλα. Λοιπόν... εδώ και μια βδομάδα στο σχολείο μας δεν έχουμε τηλέφωνο. Το 6ο για να εξηγούμαστε... είπαμε υπάρχει σύστημα και σειρά... Χρειάστηκε η σύμπραξη δύο εταιρειών και τρεις μέρες για να λυθεί το πρόβλημα. Οι ίδιες εταιρείες που προλαβαίνουν να στήσουν μια κεραία μπροστά στη μύτη σου ακριβώς στο δευτερόλεπτο που εσύ κοιτάς λοξά τον γείτονα για τους δικούς σου λόγους. Οι ίδιες εταιρείες που προλαβαίνουν σε χρόνο dt που λένε και οι ασκήσεις μηχανικής στην πρώτη λυκείου να σου πάρουν μια κεραία και να στη μεταμορφώσουν σε καμινάδα, ταμπέλα για υγιεινή διατροφή, ζαρζαβατικά και φρούτα, κουνέλι μέσα από καπέλο, άσο στο μανίκι και ό,τι άλλο θέλουν. Αυτές οι ίδιες εταιρείες τα χρειάστηκαν με τη βλάβη, αλλά τελικά και με τα πολλά κατάφεραν να λύσουν το πρόβλημα. Να λύσουν;
Πέμπτη ήταν, όταν θεώρησαν πως διόρθωσαν το πρόβλημα, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να μεταφέρουν την τηλεφωνική γραμμή από το 6ο Δημοτικό Σχολείο Βύρωνα στο 3ο Δημοτικό Σχολείο Βύρωνα. Πέτυχαν όμως τον λήγοντα κι αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί κάτι. Ένα πρώτο βήμα. Ένας μικρός θρίαμβος στη συνοικία των κεραιών και της νανοτεχνολογίας.
Πέμπτη ήταν, όταν τους ενημερώσαμε για το μικρό λαθάκι τους. Το ζήτημα προωθήθηκε ως υπερεπείγον.
Και πέρασαν κι άλλες μέρες. Χωρίς τηλέφωνο και πλέον χωρίς ίντερνετ. Και ξημέρωσε πάλι Δευτέρα. Και ξανά τηλέφωνα σε υπεύθυνους. Και ξανά η λέξη "υπερεπείγον". Αλλά η βλάβη βλάβη. Στην τάξη κλίναμε ξανά και ξανά το επίθετο "ο επείγων, η επείγουσα, το επείγον", έτσι για γούρι, αλλά και πάλι τίποτα. Όταν ζητήσαμε από τους τεχνικούς της εταιρίας κάτι λιγότερο αφηρημένο, έψαξαν στις λίστες τους και είδαν ότι σύμφωνα με αυτούς η γραμμή είχε αποκατασταθεί. Για μια στιγμή κοιταχτήκαμε όλοι. Επιμείναμε πως θέλουμε να μετακομίσουμε από την εικονική πραγματικότητα στην καθημερινότητα επειγόντως. Το μόνο που καταφέραμε βέβαια ήταν να ξαναδηλώσουμε τη βλάβη.
Και περιμένουμε...
Μία φίλη που έμαθε μέσες άκρες τι έγινε σκέφτηκε να τρολάρει και μου έστειλε μήνυμα:
"Η κινητή τηλεφωνία σε εκδικείται. Για τον πόλεμο της κεραίας"
Βιάστηκε να συμπληρώσει πολλά γέλια να μην το πάρω σοβαρά, αλλά εγώ θυμήθηκα αυτό με τη ζωή και την ηχώ.
Γιατί αν τελικά αποδειχτούν βάσιμες οι υποψίες και η ζωή είναι ηχώ, αλίμονό μου...
Γιώργος Γιώτης, 10/12/2018

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Black Friday


Τώρα για να πω τη black αλήθεια, στο χωριό μου Βlack Friday δεν είχαμε.
Ένα μικρό μαγαζάκι είχαμε μόνο σαν παντοπωλείο, που μ' έστελνε η γιαγιά ν' αγοράσω πράγματα. Φεύγοντας, είχα για κέρασμα κι ένα καραμελάκι - τη λιχουδιά της ημέρας- που έτρωγα κάτω απ' τον πλάτανο. Και στο σπίτι που μέναμε στη μεγάλη ανηφόρα, είχαμε ένα παντοπωλείο που μύριζε λακέρδα και σαρδέλα παστή μέχρι το δρόμο. Πήγαινα κι εκεί να ψωνίσω, λέγαμε τις απαραίτητες καλημέρες, μάθαινα τα νέα της γειτονιάς κι όταν έπεσε η μάνα μου θυμάμαι και χτύπησε το κεφάλι της, έτρεξαν όλοι για βοήθεια, ακόμα κι ο γελαστός παντοπώλης. Κι όταν ύστερα από πολλά χρόνια πήγα ένα καλοκαίρι στην Ικαρία, μπήκα στο μάρκετ να πάρω τυρί κι ο ιδιοκτήτης μου είπε: 'Έχε το νου σου για λίγο, δεν θ΄αργήσω!'. Kι ύστερα έφυγε.
'Τι παράξενο!' σκέφτηκα, μέχρι που μπήκε μέσα μια νεαρή γυναίκα. Το γέλιο της κι η ηρεμία που είχε πάνω της έδιωξαν απαλά κάθε σκέψη μου. Είπαμε ιστορίες, γελάσαμε και ειδωθήκαμε ξανά το απόγευμα, κουνώντας τα χέρια στην παραλία. Από Black Friday λοιπόν δεν έχω καθόλου εικόνες. Δεν έχω άρωμα, ούτε αναμνήσεις. Και μπορεί να φαίνομαι λιγάκι οπισθοδρομική επειδή δεν αγαπώ τα σπρωξίδια και τις φωνές, αλλά τα χρόνια μου έμαθαν πως οι άνθρωποι που γνωρίσαμε κι όλα όσα κάνουμε σ' αυτή τη ζωή, είναι λεπτές αποχρώσεις κι αρώματα. Ακόμα κι όταν οι άνθρωποι που αγαπήσαμε λείπουν. Ακόμα κι αν δεν μπορώ να ξετυλίγω καραμελάκια κάτω απ' τον ίδιο πλάτανο.

Γιώτα Καραγιάννη

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Αποταμίευση


Είναι κι αυτή η μέρα αποταμίευσης που με ταράζει λιγάκι. Θυμάμαι είχαμε ένα στρογγυλό κουμπαρά και ρίχναμε εκεί μέσα δραχμές. Κάθε Χριστούγεννα τον σπάγαμε κι αγόραζα τότε τα αγαπημένα μου κόκκινα λουστρίνια ή εκείνη την κούκλα της βιτρίνας με τις μπούκλες και τις γυριστές βλεφαρίδες. Μετά μαζεύαμε δραχμές σ' ένα ξύλινο κουτί με σχέδια χρωματιστά πάνω, σαν φτερά παγωνιού ένα πράμα. 'Πάντα να 'χεις κουμπαρά!' μου 'λεγε η μάνα. Κι όλο μάζευα. Ό,τι μπορούσα. Κι οι παροιμίες όλο χόρευαν στο μυαλό μου κυκλωτικό χορό. Σταλαγματιά σταλαγματιά γεμίζει η στάμνα η βαθιά. Μάζευε κι ας είν' και ρώγες. Ή το επικό, φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι. Έτσι χαίρονταν κι άνοιγαν διάπλατα τα φτερά του παγωνιού στο κουτί. Την πρώτη εγκυκλοπαίδεια θυμάμαι με δόσεις την πήραμε. Και με κουμπαρά. Αυτός ο 'από μηχανής θεός' είχε γεμίσει τη βιβλιοθήκη μας ξαφνικά με κόκκινα, αριστοκρατικά βιβλία. Κι όλο ανυπομονούσα να τη δω μια μέρα να ασφυκτιά. Να μην υπάρχει στο ενδιάμεσο ούτε μια χαραμάδα. Να μη χωράει η σκόνη. Πέρασαν τα χρόνια κι ένας κουμπαράς τεράστιος, ριγέ, σε σχήμα γουρουνιού με μεταλλική ουρά, έγινε θρύψαλα μια μέρα. Καταλάθος. Μια μέρα μνημονιακή σαν πολλές άλλες. Άχρηστος ήταν, έτσι κι αλλιώς. Μα τώρα που ήρθε πάλι η παγκόσμια γιορτή, μου λείπει πολύ. Όχι για να βάλω μέσα ευρώ, αλλά συναισθήματα. Μια αλλιώτικη αποταμίευση, πολύ ιδιαίτερη κι επιτακτική των καιρών. Γιατί είναι προτιμότερο να πονέσω σκέφτομαι, παρά να μην νιώθω καθόλου. Και γιατί τα συναισθήματα είναι τα πιο απαραίτητα και τα πιο πολύτιμα. Για να μπορεί μ' αυτόν τον τρόπο να ντύνει η κάθε εποχή τη γύμνια της. Και για το πλεόνασμα της ψυχής. Κάθε φορά που η ίδια ατενίζει τον μελλοντικό της εαυτό.


Γιώτα Καραγιάννη
31/10/2018

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Αρμάθες




Η λέξη 'γιούρτ' μου θύμιζε πάντα γιαούρτι. Κι εκείνη η προφορά της γιαγιάς ακόμα μες στο μυαλό μου είναι. Μ' άρεσε όμως να πηγαίνω σ' εκείνη την άπλα. Πίσω απ' το σπίτι στο χωριό. Να βλέπω πέρα μέχρι το Σκαλόχωμα, μέχρι να πάμε για φρέσκια ρίγανη. Ή να κρύβομαι όποτε η μάνα με κυνηγούσε να φάω. Κι όταν ερχόταν η ώρα της 'αρμάθας' ένιωθα πολύ σπουδαία. Καθόμασταν όλοι γύρω απ' τον πλάτανο, θείοι, θείες, ξαδέρφια, παιδιά να δεις, και βελονιάζαμε τα φύλλα του καπνού. Μαύρα τα χέρια ολονών, κατράμι. Κι εκείνα τα φύλλα, σαν θεόρατα μαρουλόφυλλα ήταν. Η γιαγιά τα ξετσίμπλιαζε πρώτα και μετά τα περνούσε στο σκοινί. 'Να έτσι!' μου έλεγε και νόμιζα τότε πως όλη μου τη ζωή θα την περνούσα κάτω από ένα πλάτανο. Ν' αρμαθιάζω.Τα κρέμαγε ύστερα ο παππούς μου στις λιάστρες. Πήγαινε κοντά, τα κοιτούσε, τα πρόσεχε, νομίζω τα χάιδευε κιόλας -άμα δεν κοιτούσε κανείς- κι ώρες ώρες γυρνούσε το βλέμμα του στον ουρανό. Πώς μυριζόταν τη βροχή, ούτε που ξέρω. Έπιανε ένα μεγάλο νάυλον με τη γιαγιά και σκέπαζε τα πολύτιμα φυλλαράκια. Και το βελόνιασμα μιας ολόκληρης ζωής. Με τις πίκρες, τις χαρές, τους συγγενείς από την Αμαλώτα, τα εγγόνια, το γιούρτ. Να προσέχουν να μη βραχεί. Οι δυο τους. 'Να έτσι!' σαν να ακούω τη γιαγιά να λέει στα όνειρά μου. Ακόμα και τώρα.



Γιώτα Καραγιάννη
10/10/2018

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

ΠΑΡ(ΑΚΜΗ)





Η αλήθεια είναι ότι ξενερώνω πολύ με την παρακμή. Αυτή που γυρνάει την πλάτη σε όποιον έχει ανάγκη. Που στολίζεται και παρφουμαρίζεται κι ύστερα βγαίνει σινάμενη κουνάμενη να διδάξει ήθος στην πλατεία. Με τα μπικουτί στο κεφάλι και τις πέρλες ναφθαλίνης στο λαιμό. Που σκάβει λάκκους κι ύστερα ατάραχη πλένει τα χέρια της απ' το χώμα. Που μιλάει συνέχεια με την κτητική αντωνυμία ''μου''. Που για να λάμψει η ίδια πρέπει να ρίξει λάσπη σε άλλους. Που τραγουδάει συνέχεια το ''Ήταν ένα μικρό καράβι'' και γελάει σαρκαστικά με το στίχο ''να δούμε ποιος, ποιος θα φαγωθεί''. Που διαβάζει αχόρταγα πρωί βράδυ το εγχειρίδιο του καλού ατομιστή. Μόνη της σε μια ανθρώπινη λεωφόρο. Που λέει ψέματα ότι το διαβάζει και σου αραδιάζει απέξω παραγράφους σπουδαίων βιβλίων. Για το ξεκάρφωμα. Που τεντώνει το στόμα της για να 'ρθει στη θέση του χαμόγελου. Που δεν κάνει πιο κει μισό εκατοστό, για να χωρέσεις κι εσύ. Που θέλει όλο το χώρο δικό της. Που σβήνει με μπλάνκο το 'παρ' για να μοστράρεται ως ακμή. Σκέτη. Κι ύστερα ανάβει τα φώτα πορείας σαν τα τεράστια δόντια ενός γίγαντα που κέρδισε τη μάχη μ' ένα μικρό νάνο. Στο δάσος. Εκεί που πήγαμε όλοι με το μικρό καράβι, όταν τελειώσαν όλες οι τροφές. Για να φαγωθούμε μεταξύ μας.Με τα μπλάνκο στα χέρια. Και με την απορία του ηλίθιου στο βλέμμα ''Ο δρόμος αυτός για πού πάει, βρε παιδιά?''


21/9/2017
Γιώτα Καραγιάννη

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Νύχτα και ομίχλη



Το πιο δύσκολο ήταν να κοιτάς, αλλά όχι… είχε συνηθίσει να προσπερνά την αθλιότητα, μόνο εστίαζε στο κενό.
Δεν άντεχε τα πτώματα που είχαν στοιβαχτεί έξω από τους λάκκους, αλλά δεν τα έβλεπε. Μόνο την πρώτη φορά τα είδε, άρχισε να σκέφτεται κι αυτό από μόνο του τράβηξε όλη τη δύναμη που είχε μείνει στα χέρια.  Τον έκανε ορατό στους δεσμοφύλακες.
«Νύχτα και ομίχλη». Έτσι τους έλεγαν τους κρατούμενους σαν αυτόν. Η επιχείρηση ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1941 με διαταγή του Χίτλερ. Με το κεφάλι έτοιμο να εκραγεί φυγαδεύτηκε νύχτα από τα κρατητήρια για άγνωστο προορισμό. Τους είπαν πως προορισμός τους ήταν η Γερμανία. Μια κομψή λέξη, για να μην πεις «θάνατος». Του ήταν αδιάφορο. Ίσως αυτό το τέλος να ήταν η λύτρωση.
Το σχέδιο του Χίτλερ; Όλοι οι κρατούμενοι «Νύχτα και ομίχλη» να εξαφανιστούν και να μην μπορεί να τους βρει κανείς. Ούτε δίκες ούτε εκτελεστικό απόσπασμα ούτε χαρτιά… απλά να χαθούν μια νύχτα στην ομίχλη.
Σκέψεις και συναισθήματα πετούσαν γύρω τους μέσα στο βαγόνι που τους μετέφερε από το άγνωστο κρατητήριο στο άγνωστο στρατόπεδο.
Το πιο δύσκολο ήταν να ακούς τους άλλους κρατούμενους να σωριάζονται στο έδαφος και η τελευταία διαμαρτυρία τους μια πνιχτή προσπάθεια να ανασάνουν, αλλά όχι… είχε συνηθίσει να απομονώνει τη φρίκη, μόνο ησυχία υπήρχε.
Το σχέδιο στα γερμανικά είχε δύο αρχικά Νι «Nacht und Nebel» και στο στρατόπεδο οι κρατούμενοι κουβαλούσαν στην πλάτη ένα κόκκινο Νι, για να ξεχωρίζουν από τους ποινικούς με τα πράσινα σύμβολα, αλλά αυτοί θύμιζαν τον Χριστό όπως κουβαλούσε τον σταυρό του.
Το πιο δύσκολο από όλα ήταν να σκέφτεσαι και να αισθάνεσαι, επειδή σκέψεις και συναισθήματα, τα είχε αφαιρέσει όλα ο πόλεμος.
Γιώργος Γιώτης, 29/9/2018

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

Σταθμός



'Ετοιμάζουμε κάτι πολύ ωραίο και θέλουμε να συμμετέχεις!’ είπε η φωνή στο τηλέφωνο κι έμεινα ν' ακούω σαν χαμένη. Ιούλιος ήτανε, στην αρχή του κι η φωνή του Νίκου του συναδέλφου μου, δάσκαλου του χορού και γυμναστή δεν άφηνε κανένα περιθώριο για αντιρρήσεις. ‘Ελπίζω να μπορώ!’ είπα μόνο κι έτσι άρχισαν όλα. Κοινές συναντήσεις με τη γυναίκα του την Αρετή κι ύστερα με τον Αλέξανδρο τον σκηνοθέτη. Βραδιές ξεχωριστές στο φιλόξενο σπίτι τους με τις απίστευτες μαγειρικές της Αρετής, με άρωμα από τις παιδικές της μνήμες, με το τζιτζίκι να διακόπτει απότομα τις σκέψεις μας στη βεράντα και τη δροσιά από παγωτίνια του καλοκαιριού. Μας έβρισκε το χάραμα, φεύγαμε κουρασμένοι αλλά γεμάτοι ενέργεια, σαν έτοιμοι από καιρό να συνεχίσουμε ως το άλλο πρωί. Κάθε φορά γύριζα σπίτι μαγεμένη από τα όνειρά τους, τα έβλεπα εμπρός μου να αποκτούν ένα οικείο σχήμα και δομή και να φωτίζονται από χρώματα μιας ανεξίτηλης ζωής. Σαν τα παλιά κεντίδια από αργαλειό. Στο δρόμο για το σπίτι έψαχνα πάντα να βρω το λόγο που είμαι χαρούμενη για την παράσταση ‘Σταθμός’. Μέχρι τη στιγμή που κατάλαβα πως όταν οι άνθρωποι σε καλούν να πας ταξίδι μαζί τους, πάντα χαίρεσαι. Κι όταν αυτό το ταξίδι το κάνεις με την ψυχή, η χαρά είναι διπλή. Γιατί στην εποχή που ζούμε, θέλουν μερικοί να πιστέψουμε πως όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί. Δεν είναι αλήθεια. Ο Νίκος, η Αρετή, ο Αλέξανδρος και κάμποσοι άλλοι άνθρωποι που ξέρω, έχουν το εισιτήριο για τη μεγάλη διαδρομή. Για τόπους που ζουν μέσα μας, φιλόξενοι κι αληθινοί. Για την κοινή μας μνήμη. Και για τα βράδια που όταν γίνονται ανάμνηση συλλογική, ξέρουν να μας κρατάνε στα δύσκολα.



Γιώτα Καραγιάννη
22/9/2018

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Συμπτώσεις και τυχαία συμβάντα;


Κάποιοι λένε πως τα γεγονότα είναι κρίκοι από μια αλυσίδα και το ένα φέρνει το άλλο.
17 Σεπτεμβρίου 1920 (με το παλιό ημερολόγιο)
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος έβγαινε από το θερινό του ανάκτορο και έκανε την πρωινή βολτίτσα του στο δάσος του Τατοΐου. Όχι ο αρχαίος Αλέξανδρος, που ρωτούσαν οι ναυτικοί τη γοργόνα «ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος», όχι αυτός, ο άλλος, ο νεώτερος. Γιος του Κωνσταντίνου κι εγγονός του Γεωργίου.
Ο σκύλος του βασιλιά, ένας Γερμανικός ποιμενικός που άκουγε στο όνομα Φριτζ καυγάδιζε με έναν από τους δύο πιθήκους – κατοικίδια του Γερμανού γεωπόνου του βασιλικού κτήματος, όταν ο Αλέξανδρος μπήκε στη μέση να τους χωρίσει.
«Επιπόλαιο το τραύμα», είπε ο Κωνσταντίνος Μέρμηγκας, μεγάλος και τρανός Καθηγητής της χειρουργικής εκείνη την εποχή.
«Μήπως θα πρέπει να το καυτηριάσετε, γιατρέ μου;» ρώτησε ανήσυχη η Ασπασία Μάνου, που δεν άντεχε να βλέπει τον βασιλέα σύζυγό της να υποφέρει.
«Μα τι λέτε; Έπλυνα τα τραύματα με οινόπνευμα και βενζίνη, συμμάζεψα τις πολτοποιημένες μάζες με γάζες εμποτισμένες στο ιώδιο και το μόνο που έχουμε πλέον να κάνουμε είναι να περιμένουμε. Ξέρετε, ο Θεός είναι μεγάλος».
«Τι εννοείτε, γιατρέ μου;» πετάχτηκε έντρομη η Ασπασία και προσπάθησε να μην καταλάβει τίποτα ο γαλαζοαίματος σύντροφός της.
«Συγγνώμη… θέλω να πω… δε χρειάζεται καυτηριασμός. Όλα θα πάνε καλά. Μην ανησυχείτε».
Οι πληγές όμως μολύνθηκαν, ο βασιλιάς ανέβασε πυρετό και στα ανάκτορα έκαναν ιατρικό συμβούλιο με επτά από τους πιο σημαντικούς γιατρούς της εποχής. Πάει ο Μέρμηγκας, τον έδιωξαν κακήν κακώς. Ανακαλύπτεται το βακτήριο του στρεπτόκοκκου στις βασιλικές πληγές, κάποιος γιατρός προτείνει ως έσχατη λύση τον ακρωτηριασμό, αλλά είναι πια αργά…
12 Οκτωβρίου 1920 (με το παλιό ημερολόγιο πάλι)
Μετά από εφτά εγχειρίσεις ένας βασιλιάς που διακρινόταν για τον ατίθασο χαρακτήρα του, τις επιτυχίες στις γυναίκες και την αγάπη του για τα γρήγορα αυτοκίνητα φεύγει από τη ζωή.
Κάποιοι λένε πως τα γεγονότα είναι κρίκοι από μια αλυσίδα και το ένα φέρνει το άλλο. Αν σπάσει ένας κρίκος, όλα αλλάζουν.
Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος ως Ηνωμένη Αντιπολίτευση θα σταθεί απέναντι στο Κόμμα των Φιλελευθέρων και εκμεταλλευόμενος το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα (49,36% έναντι 50,36%) θα κατακτήσει τις υπερδιπλάσιες έδρες (260 έναντι 110) Η απώλεια δεν είναι απλώς μία ήττα ενός πολιτικού κόμματος και τα γεγονότα των επόμενων ετών το απέδειξαν με τον πιο τραγικό τρόπο.
 Όταν ένας μεγάλος ιστορικός του προηγούμενου αιώνα έλεγε πως η ιστορία είναι μια «συρροή συμπτώσεων και τυχαίων συμβάντων», διάλεξε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τον θάνατο του Αλέξανδρου. Το ότι ο βασιλιάς της Ελλάδας πέθανε το φθινόπωρο του 1920 από το δάγκωμα μιας μαϊμούς είχε, κατά τον Έντουαρντ Καρ, τόσες συνέπειες για τη χώρα του, ώστε ο Ούινστον Τσώρτσιλ πολύ αργότερα παρατηρούσε πως «διακόσιες πενήντα χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από αυτό το δάγκωμα».
Όλα έχουν την αιτία τους ή μήπως το παρελθόν είναι μια θάλασσα από τυχαία συμβάντα; Η αλήθεια ίσως να βρίσκεται στα σύνορα των δύο απόψεων. Το σίγουρο είναι πως καμιά από τις δύο απόψεις δεν είναι αθώα.
Η λέξη «αναπόφευκτο» δε χωράει στο λεξιλόγιο ενός ιστορικού. Μπορεί η ζωή να γίνει πιο βαρετή, μουντή, συννεφιασμένη και πολύ συνηθισμένη. Δεν πειράζει. Τέτοιες λέξεις μια χαρά ταιριάζουν μόνο σε ποιήματα.

 Υ.Γ. Για όσους λατρεύουν τις προσθέσεις και τις αφαιρέσεις. To 1923 η Ελλάδα υιοθέτησε το Γρηγοριανό Ημερολόγιο και η διαφορά μεταξύ των δύο ημερολογίων μετά το 1900 ήταν 13 ημέρες.

 Γιώργος Γιώτης, 17/9/2018.

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

Φθινόπωρο το πρώτο


Πρώτο φθινόπωρο που έχω χρόνο. Τέλειωσαν εκείνα τ' ατέλειωτα τριήμερα με τα κεφάλαια ιστορίας που θέλουν να πουν και την τελεία απέξω, τέλειωσε εκείνη η αγωνία της προετοιμασίας για τη μάχη των εξετάσεων. 'Έφαγες παιδάκι μου?' 'Πέσε κοιμήσου, είναι αργά'. Τέλειωσαν εκείνα τα 'άσε με' και τα 'ξύπνα με νωρίς αύριο, έχω μάθημα'. Κι εκείνη η προσπάθεια να τρέχουμε κατοστάρι πίσω απ' το πρόγραμμα που ζητούσε δείκτες ρολογιού, ρυθμούς πειθαρχίας κι ασκήσεις ετοιμότητας. Μες στο κρύο. Ξαφνικά όλα άλλαξαν. Σαν να γράφαμε από καιρό ένα ποίημα για το φθινόπωρο και τέλειωσε με άνοιξη. Με τις ρυτίδες να χαμογελάνε στο μέτωπο και το φως ν' απλώνεται γύρω, χωρίς σκιά. Με την καταλυτική δύναμη της κουβέντας 'Άντε παιδάκι μου να δώσεις, να κάνουμε και τίποτ' άλλο σ' αυτή τη ζωή!' και με τη ζωγραφιά του δικού της χαμόγελου στην πόρτα, τη μέρα που βγήκαν τ' αποτελέσματα. Δυο χρόνια ονειρευόμουν αυτή τη ζωγραφιά. Για κείνη. Για να 'χει την ευκαιρία να βρεθεί με άλλους ανθρώπους. Να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί. Να βρει τον δικό της τρόπο. Να συνυπάρχουν τα όνειρα με την πραγματική ζωή. Και να μπορώ με τη σειρά μου να σχεδιάζω καλοκαίρια. Στο χαρτί. Κι όλα αυτά που πέρασαν στο χθες, όποτε αρχίζουν να μου λείπουν, να γίνονται ένα χαμόγελο ζωγραφιστό. Στην πόρτα. Επειδή τώρα έχω το χρόνο. Ας μπήκε κιόλας φθινόπωρο. Το πρώτο.



Γιώτα Καραγιάννη
3/9/2018

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Αύγουστος


Ο Αύγουστος ήταν πάντα εκεί. Να μου θυμίζει τη σιωπή που μιλάει, τις επιγραφές 'Κλειστόν' και τους άδειους δρόμους. Να ψιθυρίζει στίχους του Παπάζογλου, να περιμένει το καράβι στα λιμάνια χαράματα και να μετρά φωτάκια τις νύχτες. Να κουβαλά εικόνες βουτηγμένες στο μπλε κι ανθρώπους πολύχρωμους. Με παγωτό καιμάκι στο χέρι. Και με τη βεβαιότητα πως όλα είναι ταξίδι. Για να γνωρίσουμε, να μοιραστούμε, μετά να θυμηθούμε κι ύστερα να κατέβουμε ανάλαφροι τα σκαλιά του Αυγούστου. Γελώντας και παίζοντας. Κάθε μέρα κι από μια ανάσα βαθιά. Για τα κρύα του χειμώνα. Λες κι ο Αύγουστος στεκόταν πάντα στο χολ. Μόνο που φέτος καμιά υποδοχή. Οι μέρες κυλάνε αργά, νωχελικά κι έχω να μάθω κάμποσα για έναν καινούριο Αύγουστο.Έναν μονόχρωμο διαχειριστή του πόνου. Για ανθρώπους που έφυγαν πρόωρα, χωρίς καράβι, αλύτρωτες ψυχές. Και για άλλους που σφράγισαν τις κουβέντες τους στη γη με το παράπονο. Για τη ζωή που δεν έζησαν. Για κείνους που ψάχνουν ένα μέτρο ξενοιασιάς στην αμμουδιά, ξένοι σε ξένη θάλασσα που θα γεννήσει κι άλλη θάλασσα. Για κείνους που δεν μπόρεσαν -κι ας προσπάθησαν- να βρουν ένα ασφαλές καταφύγιο. Ή έναν Αύγουστο κανονικό. Με την ψυχή ανοιχτή και με την αίσθηση πως όπου κι αν ταξιδέψουμε, όπου κι αν ρίξουμε άγκυρες, θα βρεθούμε ξανά, ίδιοι. Άνθρωποι ασύνοροι με αλήθειες προσωπικές, χωνάκι παγωτό στο χέρι κι εκείνη την ανάλαφρη σιωπή που μιλάει.


Γιώτα Καραγιάννη

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Νομοτέλεια



Οι ναυτικοί λένε πως άμα δουν κορμοράνους, τότε η στεριά είναι πολύ κοντά. Έτσι κι εμείς. Μετά από τόσα χρόνια στη θάλασσα τη μνημονιακή, φτάσαμε επιτέλους σε αραξοβόλι. Έβαλα τα καλά μου, τις πέρλες στ' αυτιά, εκείνη τη ροζ μπλούζα που βρήκα σε τιμή ευκαιρίας κι άναψα όλα τα φώτα στο σαλόνι. Τσιγκουνιές θα κάνουμε τώρα? Ήρθαν κι οι γείτονες, που όλο το καλοκαίρι τους κατάπιε αμάσητους το μπαλκόνι τους, μ' ένα καινούριο χαμόγελο σαν διαφήμιση οδοντόκρεμας, για να γιορτάσουν μαζί μας. Η στεριά είναι κοντά, το είπαν στις ειδήσεις. Μην κοιτάς που οχτώ χρόνια τώρα, κάναμε οκτώ φορές την απόσταση Γης - Σελήνης μετ' επιστροφής. Να τρώμε και να κοιμόμαστε εν πτήση.Σαν τα πετροχελίδονα. Πάνε αυτά. Τελειώσανε. Αγγίζουμε το έδαφος πια - ό,τι απέμεινε δηλαδή- και φτιάχνουμε τσαγάκι ζεστό. Να ζεσταθεί η ψυχή μας. Χωρίς πλανάρισμα στον ουρανό. Νισάφι. Όλα τα δώσαμε. Δεν έμεινε και τίποτα. Τι να μας πάρουν πια? Τα σπουργίτια άλλωστε δεν έχουν τσέπες. Όσο για τους κορμοράνους μας κάνουν σινιάλο αρχέγονο, σαν συνεννόηση μυστική. Να συναντήσουμε εκείνη την άλλη τη στεριά. Εκεί που βλέπουμε πρώτα τον διπλανό. Και μετά στεγνώνουμε τα ρούχα στον ήλιο. Τα δικά του. Κι ύστερα θυμόμαστε αυτά που μας σημάδεψαν, τα μοιραζόμαστε σαν προζυμένιο ψωμί και λυτρωνόμαστε με την απλότητα που έχουν τα κύματα, κάθε φορά που σκάνε στην ακτή. Πουλιά, άνθρωποι και θάλασσα σε μια νομοτέλεια των αιθέρων. Κοινοτική.


Γιώτα Καραγιάννη
21/8/2018

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

Η Κατερίνα γράφει ποιήματα



Η Κατερίνα κοιτάζει πάλι την εικόνα. Το νεανικό πρόσωπο με τα γέρικα μάτια σε έκφραση εγκαρτέρησης στον πόνο. Συνδυάζει όλα τα προσόντα να χαρακτηρισθεί Θεός για τους έξω. Ακάνθινο στεφάνι κι ένα βλέμμα που στοχεύει τον Ύψιστο πώς να μην αναδείξουν τη φιγούρα της εικόνας του Μεσσία; Με μόνο μια βδομάδα Παθών.
Προσποιείται την απορροφημένη από το ανοιχτό βιβλίο. Ο τύπος του Ήρωνα. Η Κατερίνα δείχνει πως δυσκολεύεται. Ο καθηγητής όμως παραμένει σκυμμένος στο πλευρό των άλλων παιδιών με γυρισμένη σ' αυτήν την πλάτη του. Αφημένη να πλήττει δίπλα από το παράθυρο και τη συννεφιά της μονοτονίας.
Περνάνε όλα ξανά από το μυαλό της Κατερίνας. Τρένο οι αναμνήσεις. Τα πρώτα γεγονότα θα τα γεννήσει η φαντασία της βασισμένη στις διηγήσεις. Οι βίαιες και άτσαλες κινήσεις της μαμής στο χωριό της πριν δεκαεννιά χρόνια. Έφτασε δύο χρονών, δεν είχε ακόμα περπατήσει και οι γονείς της δεν ανησυχούσαν. Την άφηναν όλη μέρα στο πάτωμα να κυλιέται, να κλαίει και δεκάρα δεν έδιναν, αφού έτσι κι αλλιώς τους βόλευε αυτή η αδυναμία της.
Σάρωσε με το βλέμμα της τον χώρο της τάξης. Τέσσερα καρότσια, με το δικό της πέντε. Κι ο καθηγητής να μην την πλησιάζει. Ευτυχώς που κρύωσε για τα καλά τότε. Βήχας δαιμονισμένος να την πνίξει και ο πυρετός να μη λέει να πέσει από το 39. Την πήραν στο Αίγιο κι ο γιατρός που την εξέτασε, πετάχτηκε ως το ταβάνι ουρλιάζοντας:
«Δεν το βλέπατε το παιδί... τόσο καιρό... τα ποδαράκια του».
Τους έδιωξε για την Αθήνα. Μόνο εκεί θα συναντούσαν τους κατάλληλους γιατρούς. Αυτοί θα τους έλεγαν.
Μετά στο ίδρυμα. Οι γονείς την ξέχασαν. Είχαν στο μεταξύ άλλα παιδιά, ήταν και μεγάλη η διαδρομή χωριό – Αθήνα, πώς να πηγαινοέρχονταν; Μόνο τις γιορτές.
Η Κατερίνα είχε γίνει πέντε χρονών, ήταν Πάσχα και η μάνα της υπέγραφε να την πάρει για λίγες μέρες σπίτι. Ήρθε η μέρα κι επέστρεψαν. Ο φύλακας όμως τους έδιωξε.
«Τι λες, κυρά μου; Αυτό που μου δείχνεις δεν είναι απλό εξιτήριο. Εδώ λέει πως δέχεσαι από δω και πέρα να έχεις το παιδί στο σπίτι σου. Για πάντα. Τι δεν καταλαβαίνεις;»
Έτσι έχασε την ευκαιρία της η Κατερίνα να πάει σχολείο, επειδή απλά έξω από το ίδρυμα, το ένιωθε κι η ίδια, ήταν βάρος για όλους. Πέντε χρόνια βολόδερνε μες στα δωμάτια του πατρικού της. Ούτε τα αδέρφια της δεν την έκαναν παρέα.
Το κεφάλι της πονάει. Νιώθει τη μικρή αίθουσα να φλέγεται. Θέλει να ζητήσει άδεια. Να αποσυρθεί στο δωμάτιό της. Θα εκληφθεί όμως ως δειλία και δεν το θέλει.
Ευτυχώς εμφάνισε πρόβλημα με τα δόντια της. Ευλογία για αυτό το κορίτσι τα προβλήματα υγείας. Τα προσωρινά. Απολάμβανε κάτι διαφορετικό μακριά από τους ίδιους τοίχους. Τον τροχό να τρίβει τα χαλασμένα τμήματα αδαμαντίνης στους τομείς και στους γομφίους. Η οδοντίατρος έσκυψε φιλικά πάνω της να βγάλει νόημα από τα γρυλίσματα. Την έμαθε να μη νιώθει άσχημα που δεν περπατούσε σαν τους άλλους. Αυτή το κυνήγησε και με δικές της ενέργειες βρέθηκε η Κατερίνα πάλι σε ίδρυμα και ξεκίνησε σχολείο.
Το κράτος της έκοψε επίδομα. Εκατό χιλιάδες δραχμές τον μήνα. Τα κανόνισε ο πατέρας της κι έρχονταν τα χρήματα σπίτι του στο χωριό.
«Μη σε νοιάζει, θα στα στέλνω εγώ», της έλεγε κάθε φορά και της έστελνε πότε δεκαπέντε πότε είκοσι χιλιάδες στους δύο μήνες. Σε μια από τις επισκέψεις στο χωριό η Κατερίνα ρώτησε για τα χρήματα.
«Αυτόν τον μήνα ο ταχυδρόμος δεν τα έφερε. Τα έκλεψαν», απάντησε ο πατέρας, φροντίζοντας να καταχωνιάσει τα πειστήρια.
«Και η σύνταξη της μαμάς;»
«Ούτε αυτή ήρθε».
Χαράματα είχαν φύγει οι γονείς της για το χωράφι και η Κατερίνα με αργά βήματα, αφού έβαλε το φαγητό στη φωτιά, έπιασε να συγυρίζει. Ανοίγοντας το τελευταίο συρτάρι της ντουλάπας στην κρεβατοκάμαρα των γονιών της και προσπαθώντας να στριμώξει τα σιδερωμένα σεντόνια, κάνει μια και βγάζει τη σύνταξη που είχε «χαθεί». Δεν τους είπε τίποτα.
Ο καθηγητής την κοιτάζει. Τώρα θα της χαμογελάσει κι εκείνη θα ξεχάσει την άρνησή του για βοήθεια. Του είχε ζητήσει να την αναλάβει στα Μαθηματικά. Έστω, αν δεν μπορούσε, ας της έβρισκε κάποιον συνάδελφό του να της κάνει ιδιαίτερα μαθήματα, προκειμένου να δώσει Πανελλαδικές. Μάταια. Στρέφει πάλι το βλέμμα προς τ' άλλα παιδιά, τους αναλύει τι πρέπει να προσέχουν, πώς πρέπει να δουλεύουν. Δεν απευθύνεται σ' εκείνη. Άλλωστε οι συμμαθητές της δε μένουν όπως η Κατερίνα στο ίδρυμα, ζουν με τις οικογένειές τους. Εκείνη στα μάτια του καθηγητή είναι μόνη.
Μόνο στη δασκάλα της μίλησε για τα λεφτά. Κι αυτή πέτυχε να έρχονται κατευθείαν στην Κατερίνα. Από τότε έχει να δει τους γονείς της. Δεν την πειράζει πολύ. Έχει ζήσει κι άλλα χειρότερα. Τα λέει όμως στην οδοντίατρο και τη δασκάλα. Δεν είναι δυστυχισμένη. Έχει τουλάχιστον αυτές. Υπάρχουν άραγε στον κόσμο αυτό πολλοί που μπορούν να καυχηθούν πως έχουν δυο ανθρώπους να τους νοιάζονται;
Περιμένει να φύγουν όλοι. Τελευταία φορά. Θα πλησιάσει τον κύριο Δημήτρη έτοιμη για την ίδια ερώτηση. Θα μπει η άνοιξη, οι εξετάσεις πλησιάζουν. Δεν τον προλαβαίνει.
Θυμάται τον πονοκέφαλο. Αποφεύγει τον συνωστισμό στο μεγάλο σαλόνι. Πιάνει μια νοσοκόμα στον διάδρομο. «Σας παρακαλώ», κομπιάζει. Εμφανίζει μια μικρή δυσκολία στις λεπτές εξειδικευμένες κινήσεις των δαχτύλων, επομένως και στο γράψιμο.
«Με βοηθάτε για μια αγγελία στην εφημερίδα;»
Υπαγορεύει στην ευγενική γραφέα.
«Ζητείται Καθηγητής Μαθηματικών
να βοηθήσει “ειδικό” παιδί
στην προετοιμασία του για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις».
Ένα γλυκό χαμόγελο ομορφαίνει το κοριτσίστικο πρόσωπο που συνεχίζει:
«Το παιδί δε δαγκώνει».

Γιώργος Γιώτης


Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Φάρσες (Από τις διηγήσεις του πατέρα μου)


Ο μπαρμπα-Χαράλαμπος ο Ματσούκης, ο αδερφός της μάνας μου, ήταν ο μέγας πλακατζής κι όλοι στο χωριό τον υπολόγιζαν στις φάρσες τους. Είχε χτυπηθεί σε μια ενέδρα και είχε χάσει το αριστερό μάτι. Ως ανάπηρος πολέμου που ήταν, του είχαν δώσει περίπτερο, στο καφενείο απέναντι.
Φτάνει μια φορά ένας έμπορος και ρωτάει:
«Έχει εδώ πουθενά να ξυριστώ;»
Τον κοιτάζουν οι χωριανοί περίεργα.
«Ολόκληρο κεφαλοχώρι και δεν έχετε μπαρμπέρη;» τους ρωτάει με ύφος ανθρώπου που πρέπει σώνει και καλά να συνεννοηθεί με εξωγήινους.
«Στον περιπτερά να πας. Αυτός μας ξυρίζει όλους», πετάγεται ένας έξυπνος, δήθεν για να τον σώσει.
Μόλις ακούει ο μπαρμπα-Χαράλαμπος τι του ζητάει ο ξένος, αμέσως μπαίνει στο νόημα. Τον γεμίζει σαπουνάδες και μετά προφασίζεται πως το φως δεν τον βοηθάει καθόλου.
«Πάμε στο καφενείο, για να γίνει σωστά η δουλειά», του λέει και μπαίνουν στο καφενείο απέναντι που είναι μαζεμένοι όλοι, έτοιμοι να σκάσουν στα γέλια. Μπροστά ο έμπορος μες στις σαπουνάδες και τις πετσέτες κι από πίσω ο μπάρμπας μου με ένα ξυράφι μεγάλο σαν μικρό σπαθί που δεν έλεγε να βγει όμως από τη θήκη του τόσο σκουριασμένο που ήταν. Κλείνει το μοναδικό του μάτι κι αμέσως πονηρεύονται οι άλλοι, μπαίνουν στο κόλπο και μαζεύονται γύρω τους.
Με την πρώτη που του χάραξε το δέρμα, ίσα – ίσα που τράβηξε τις σαπουνάδες. Καταλαβαίνει ο έμπορος πως το ξυράφι δεν κόβει ούτε βούτυρο, πιάνει και τα χάχανα των άλλων πίσω και μαζεύεται.
«Άσε, δεν πειράζει», λέει στον μπάρμπα μου και φεύγει.
Παίρνει την κατηφόρα τρέχοντας. Έξω από την εκκλησία χώνεται κάτω από τη βρύση. Αυτή στην αρχή δεν κατεβάζει νερό, μέχρι να μαζέψει πίεση, αλλά μετά το πετάει με ορμή και τον κάνει χάλια.
Τον είδαν να τα μαζεύει και να εξαφανίζεται. Κάποιος τον άκουσε να μονολογεί βρισιές για το χωριό και τους ανθρώπους του.
«Ακόμη και οι βρύσες σε αυτό το χωριό σε δουλεύουν».


Μια άλλη φορά αφορμή για τη φάρσα ήταν η κακοκεφιά του χωροφύλακα. Γινόταν πανηγύρι στο Αμπελοχώρι και χρειάζονταν αστυνομική προστασία. Έστειλαν λοιπόν στο χωριό μας, την Παναγία, κάποιον με δυο μουλάρια να συνοδέψει τον χωροφύλακα μέχρι εκεί.
«Χαράλαμπε, εσύ τα καταφέρνεις, σκέψου κάτι να γλιτώσω την αγγαρεία. Πού να τρέχω τώρα», λέει ο χωροφύλακας στον θείο μου κι αυτός πήγε και παραφύλαξε εκεί που περίμενε ο συνοδός. Μόλις τον είδε να απομακρύνεται από το μέρος που είχε δέσει τα ζώα, γρήγορα – γρήγορα τα λύνει και τα δένει πιο κάτω, πίσω από τη μεγάλη βρύση. Πηγαίνει μετά και περιμένει.
Τα έχασε ο συνοδός, δεν είδε τα μουλάρια του και κόντεψε να τρελαθεί.
«Τι τρέχει, πατριώτη; Έπαθες τίποτα», του κάνει ο μπαρμπα-Χαράλαμπος.
«Τίποτα... τίποτα... να εδώ... είχα δέσει δυο μουλάρια και τώρα χάθηκαν... μήπως τα είδες;»
«Γι' αυτό κάθεσαι και μου σκας, πατριώτη; Να, πάρε αυτή την ανηφόρα που βλέπεις μπροστά σου. Μόνο τρέξε μην πάρουν άλλο δρόμο».
Ξεφύσηξε ο συνοδός ανακουφισμένος που κάποιος είχε δει κατά πού πήγαν τα μουλάρια του και βάλθηκε να τρέχει να τα προλάβει.
«Στάσου», του ξαναλέει ο μπάρμπας μου. Τον έκανε ό,τι ήθελε πια. Τον έφερε πίσω και αργά και βασανιστικά άρχισε να του ξεφουρνίζει άλλο παραμύθι.
«Μάλλον λάθεψα, πατριώτη. Συγχώρα με, αλλά με ζάλισε ο ήλιος. Είδα δυο μουλάρια αλλά ώρα πριν. Πότε τ' άφησες εσύ;»
«Ούτε δέκα λέπτα».
«Περίμενε τότε. Είδα εγώ δυο μουλάρια, αλλά για κάτσε να θυμηθώ... ήταν πριν καμιά ώρα... ναι... ναι... και τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, τα μουλάρια που είδα ήταν από τα δικά μας. Τα έχω ξαναδεί στο χωριό. Εσύ όμως δε δείχνεις να είσαι από δω».
«Από το Αμπελοχώρι ήρθα, για να πάρω μαζί μου τον χωροφύλακα», του απάντησε άκεφα.
Πώς κατάφερνε και ζύγιζε στο ένα χείλι το αστείο και στ' άλλο το σοβαρό χωρίς να σκάει ούτε χαμόγελο;
«Το βρήκα! Τα μουλάρια τραβάνε για τ' Αμπελοχώρι, αφού αυτόν τον δρόμο ξέρουν».
Στον δρόμο συνάντησε ίσαμε πενήντα άτομα που δούλευαν στα χωράφια κι όλους τους ρώτησε αν είδαν τα μουλάρια του.
«Όχι, άνθρωπέ μου, ούτε που είδαμε ούτε που ακούσαμε τα μουλάρια σου».
Είχε σχεδόν φτάσει περπατώντας λίγο έξω από το Αμπελοχώρι, όταν τον πλησιάζει ένας πιτσιρίκος.
«Θα σε πάω εγώ», του λέει λαχανιασμένος, αφού είδε κι έπαθε να τρέχει ξοπίσω του να τον προφτάσει δασκαλεμένος από τον μπαρμπα-Χαράλαμπο.
Παίρνει ο κακόμοιρος ο Αμπελοχωρίτης πάλι τον δρόμο για πίσω, ξαναγυρνάει στην Παναγία, βρίσκει τα ζώα του εκεί που τα είχε κρύψει ο μπαρμπα-Χαράλαμπος και επιτέλους πηγαίνει στον χωροφύλακα.
«Είσαι έτοιμος να φύγουμε;»
«Τώρα; Άργησες. Πήγαινε μόνος σου. Δεν το προφταίνουμε το πανηγύρι». 


(Συνεχίζεται...)
Γιώργος Γιώτης, Από τις διηγήσεις του πατέρα μου, 11/8/2018

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Τύχη



Η πλατεία ήταν άδεια. Οι θαμώνες λιγοστοί.Ένα σπουργιτάκι πετούσε αγχωμένο ανάμεσα στα τραπέζια για αναζήτηση τροφής. Δυο ηλικιωμένοι απολάμβαναν τον πρωινό καφέ τους.Κάτι παιδιά στριφογύριζαν μια μπάλα στα πόδια τους κι εύχονταν να μην τελειώσει το παιχνίδι ποτέ. Ένας λαχειοπώλης πλησίασε τους ηλικιωμένους και πρότεινε το δελεαστικό του εμπόρευμα. Αυτό της τύχης. Είχε κι ένα διαπεραστικό βλέμμα που προσκαλούσε ν' αγοράσουν. Το σπουργιτάκι κάθισε δίπλα τους. Οι δυο συνταξιούχοι, αστειευόμενοι, έσπρωξαν απαλά τα ποτήρια τους στο τραπέζι κι άρχισαν την αναζήτηση. Του τυχερού αριθμού. Σκυμμένοι πάνω από ένα λαχείο ξυστό. Πείραζαν ο ένας τον άλλον και μοίραζαν καλημέρες στους περαστικούς. Ο τυχερός αριθμός δεν βρέθηκε, μα είχαν κερδίσει το γέλιο,που ανήκε και στους δυο.Το σπουργιτάκι βρήκε επιτέλους τα ψίχουλα που γύρευε και τα παιδιά συνέχισαν να χαίρονται το παιχνίδι τους. Η μπάλα τους περιχαρής έβρισκε δρόμο για το τέρμα.Όλοι σ' αυτή την πλατεία έψαχναν το δικό τους μερίδιο στην τύχη. Κι εγώ που παρακολουθούσα αθόρυβα τη σκηνή, ένιωσα με τη σειρά μου πολύ τυχερή. Επειδή μπορώ να γράφω τώρα αυτές τις γραμμές.


Γιώτα Καραγιάννη

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Σπιτάκι




Ένα μικρό σπιτάκι κι η θάλασσα. Άσπρο, με κάτι μεγάλα παράθυρα που ανοιγόκλειναν στο μπλε. Μέσα μια επίπλωση λιτή. Ένα διπλό ξύλινο κρεβάτι με ανοιχτόχρωμο ξύλο κι ένα δεύτερο μονό στο χωλ. Τα πορτοκαλένια στρωσίδια τους θύμιζαν ηλιοβασίλεμα κι οι πετσέτες με το ξεφτισμένο μπεζ, τα χρόνια που πέρασαν. Σαν τις παλιές φωτογραφίες που ξεθώριασαν. Μια κουζινούλα με λευκό νεροχύτη και μια βρύση που έσταζε πού και πού, έδιναν το δικό τους σύνθημα στο χρόνο. Να ξεκινήσει. Ένα ξύλινο τραπεζάκι πάνω στην άμμο, ήταν η αυλή του σπιτιού. Με τραπεζομάντιλο σε χοντρό καρό και με το ένα πόδι πιο κοντό, που βούλιαζε συχνά στο ξανθό πάτωμα. Δίπλα ακριβώς, εκεί που τέλειωνε ο τοίχος του σπιτιού, ήταν παραταγμένα κρινάκια της θάλασσας. Με στόματα σαν χωνιά, πότε κοιτούσαν το πέλαγο και πότε πλησίαζαν κοντά το ένα στο άλλο. Ν' αφουγκραστούν τον ψίθυρο των ανθρώπων. Ή το πρωινό ξύπνημα που ήθελε μόνο πέντ' έξι βήματα για μια βουτιά στη δροσιά. Ένα ολόγιομο φεγγάρι, αυγουστιάτικο, είχε σημαδέψει με γέλια αυτό το σπιτάκι. Κι όταν ξαναπήγα μετά από χρόνια να το βρω, τα κρινάκια είχαν ξεραθεί και το λευκό στους τοίχους είχε εξαφανιστεί. Όλα είχαν βαφτεί με το χρώμα της εγκατάλειψης κι εμένα μ' έπιασε τότε μια αλλόκοτη βιασύνη να φύγω. Ίσως γιατί ήξερα καλά, πως θα το κουβαλώ για πάντα μέσα μου. Έτσι όπως κουβαλάμε οι άνθρωποι τα ανεξήγητα του κόσμου.


Γιώτα Καραγιάννη
18/7/2018