Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Η γιορτή


  Ευτυχία είναι να κάθομαι ξάπλα στον καναπέ, να ακούω τα παιδιά μου να παίζουν χαρούμενα και να χαϊδεύω την γάτα μου που γουργουριζει δίπλα μου...
  Ο καθένας ορίζει την ευτυχία του. Άλλοι την μετρούν με υλικά αγαθά, με χρήματα,  με στιγμές. Για κάποιους είναι δεδομένη, ενώ κάποιοι άλλοι ακόμα την ψάχνουν. Η ευτυχία είναι υποκειμενική και συνηθισμένο θέμα φιλοσοφικών συζητήσεων.
  Φέρνω στο νου μου το 2017. Δεν μπορώ να χαρακτηρίσω αν ήταν καλή ή κακή χρονιά, σχετικό θα ήταν. Κύλησε ευχάριστα, χωρίς πολλές αγωνίες και άγχη. Δεν συνέβησαν συνταρακτικά γεγονότα, ουτε κάναμε αξιοσημείωτα πράγματα. Είχαμε κάμποσες ατυχίες και άλλες τόσες αναποδιές που αντιμετωπίσαμε λέγοντας πάντα "κάθε εμπόδιο για καλό".
  Παρόλα αυτά ήταν μια χρονιά πλούσια, όχι σε χρήματα αλλά σε συναισθήματα και στιγμές. Αντιμετωπίσαμε όλες τις δυσκολίες και τις προκλήσεις, δημιουργήσαμε, πετύχαμε. Το 2017 ήταν πολύ γενναιόδωρο μαζί μας. Είμαστε καταρχήν υγιείς που κατά την γνώμη μου είναι ο πρωταρχικός παράγοντας ευτυχίας. Και επίσης είμαστε περιτριγυρισμένοι, πνιγμένοι θα έλεγα, από υπέροχους ανθρώπους, λατρεμένους συγγενείς και φίλους που είναι πραγματική ευλογία να μπορούμε να περνάμε χρόνο μαζί τους. Είμαι ευγνώμων και συνάμα νιώθω απίθανα τυχερή για αυτούς αλλά και πολύ ευχαριστημένη για όλους τους καταπληκτικούς καινούριους φίλους που ήρθαν στη ζωή της οικογένειάς μας αυτή τη χρονιά.
Βάζοντας λοιπόν τα θετικά και τα αρνητικά στη ζυγαριά, θα πω πως το 2017 ήταν μια θαυμάσια χρονιά, γεμάτη αισιοδοξία και ευτυχία, γεμάτη ωραίες παρέες και μερακλήδικες φάσεις. Μία χρονιά ζεστή και δημιουργική, που παραμειναμε ειλικρινείς και  αληθινοί, που γιναμε πιο υπομονετικοί,  πιο ανεκτικοί, πιο τρυφεροί και δοτικοί, που μας εμαθε πολλα και αναμφίβολα μας έκανε καλύτερους ανθρώπους...
  Και καθώς γράφω αυτά μου έρχεται στο μυαλό ο μοναδικός Αγγελάκας "Βάλε φωτιά σ' ό,τι σου καίει, σ' ό,τι σου τρώει την ψυχή, έξω οι δρόμοι αναπνέουν διψασμενοι, ανοιχτοί, είν' η αγάπη ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή".
  Έτσι, βάζοντας φωτιά σε όλα τα άσχημα, γεμίζοντας την ψυχή αισιοδοξία και πλημμυρίζοντας κάθε κύτταρο μας με αγάπη, αναμένουμε με ανυπομονησία το 2018 για να ζήσουμε με πάθος και  ένταση αυτή  τη γιορτή κανοντας μια και μοναδική ευχή να είναι η καλύτερη χρονιά της ζωής μας.

Μαρίνα Γιάννου

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Πρωτοχρονιές


Θυμάμαι τις παιδικές πρωτοχρονιές, τα βαρετά τραπέζια με τους μεγάλους, τις ατέλειωτες συζητήσεις που κατέληγαν σ' ένα γλυκό ψίθυρο και τις εγκάρδιες ευχές που έστρωναν ένα κόκκινο χαλί μέσα μου. Η σπιτική βασιλόπιτα με γεύση πορτοκαλιού μοίραζε απλόχερα το αυτονόητο. Αυτό που σε θέλει να βουτάς τα δάχτυλά σου στη ζύμη και να εκλιπαρείς για λίγο ακόμα, μέχρι τη στιγμή που θα έρθουν εκείνες οι άλλες πρωτοχρονιές με φίλους και δεν θα σε νοιάζει. Θυμάμαι ακόμα κάτι παγωμένες πρωινές επιστροφές στο σπίτι, με το τακούνι να ισορροπεί τη νεανική μου φιλαρέσκεια και την προσδοκία να βάφεται με χρώματα ρόδινα, της ανατολής. Ύστερα ήρθε η πιο σημαντική πρωτοχρονιά μ' ένα μωρό ολόδικό μου κάτω απ' το χριστουγεννιάτικο δέντρο, την αυπνία και την εξερεύνηση ενός καινούριου, πανέμορφου πλανήτη. Ήρθε η σειρά μου να οργανώνω γιορτές, να φτιάχνω βασιλόπιτες, να δίνω κουτάλια με ωμή ζύμη και να κρύβω τα γράμματα του Άη Βασίλη σ' ένα ξύλινο κουτί με παιδικές ζωγραφιές. Και τώρα που έρχεται πάλι πρωτοχρονιά, εκείνη τελειώνει το σχολείο ζωγραφίζοντας τις δικές της γιορτές μες στο δωμάτιο. Το εφηβικό. Με τα βιβλία γύρω της σκόρπια, σαστισμένα απ' το έντονο κραγιόν, να της γνέφουν 'Μάθε μας κι εμείς θα σε πάμε σε φοιτητικές πρωτοχρονιές!'. Η φετινή γιορτή λοιπόν ζητάει ησυχία, βασιλόπιτα απ' το κοντινό ζαχαροπλαστείο και μια πιο σχολαστική βαφή για το γκρίζο που κάθεται επιβλητικό στα αλλοτινά μου μαύρα μαλλιά. Ας είναι όμως. Δεν με πειράζει καθόλου. Νιώθω μέσα μου πως τα χρόνια τρέχουν χύμα- έτσι κι αλλιώς- κι εμείς απλά τους δίνουμε ένα σχήμα. Σχήμα βαθύ, διάφανο κι ανεξίτηλο.


Γιώτα Καραγιάννη

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

Προστακτική


''Αν μπορείς, δώσε μου να πάρω κάτι να φάω, είμαι άστεγος! '' είπε ο άνθρωπος με το απλωμένο χέρι. Έδωσα. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο δίπλα άρχισε να μουρμουρίζει τον μικρό τυμπανιστή , σα να δυνάμωσε ξαφνικά το κρύο , παντού μύριζε καφές κι ο άνθρωπος εξαφανίστηκε πριν προλάβω να πω κίμινο. Είδα μόνο εκείνο το βλέμμα , με τα μάτια σαν κάρβουνα να σκορπάνε μια δύναμη και μια αλλόκοτη ζέστη μέχρι έξω, στο δρόμο με τους βιαστικούς περαστικούς. Έψαχνα τα κλειδιά του αυτοκινήτου, τα Χριστούγεννα είναι εδώ, σκέφτηκα. Ήρθαν νωρίτερα. Μαζί με τη χαμένη μας αθωότητα, τ' απλωμένα χέρια και τα βλέμματα που καίνε σαν κάρβουνα. Μπήκα στο σπίτι και σα να μην υπήρχε οροφή, οι τοίχοι είχαν ξεβάψει και το πάτωμα είχε αποκτήσει κάτι μεγάλες τρύπες που έδειχναν ένα αβυσσαλέο κενό. ' Μπα , δεν είναι αλήθεια!...'' σκέφτηκα. ''Εγώ είμαι η άστεγη!'' ψιθύρισα και ξαφνικά σα να γέλασε τρανταχτά ο άγνωστος με τα αχτένιστα μαλλιά , το λεπτό πανωφόρι και τη χριστουγεννιάτικη προφορά στις λέξεις ''Δώσε μου!...'' Δεν ήξερε πως έχει κι αυτός εμπλακεί σε μια τεράστια συνωμοσία αγάπης και πως κι ο ίδιος χτίζει τις γέφυρες για να περάσουμε όλοι απέναντι. Εκεί που ξεχνάμε για λίγο τον εαυτό μας, τίτλους , πτυχία, περγαμηνές, λογίδρια και κόρδωμα γαλαζοαίματου. Εκεί που συναντιόμαστε όλοι μόνο με τις καρδιές. Και με τις λέξεις ''Δώσε μου!''. Σε μια έκκληση προστακτική των καιρών.




Γιώτα Καραγιάννη
2/12/2016





Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Μαύρη Παρασκευή


Χρόνια πολλά, αδέρφια!!!
Επιτέλους μαύρισε και μια Παρασκευή!
Πώς έγινε αυτό;
Λοιπόν, Πέμπτη πέφτει στις Ηνωμένες Πολιτείες η Ημέρα των Ευχαριστιών, που όλοι ευχαριστούν τον Ύψιστο για τα αγαθά που τους έδωσε.
Και για την ακρίβεια τέταρτη Πέμπτη του Νοέμβρη.
Κι εδώ ξεκινούν τα δύσκολα.
Τον νου σας!!!
Πέμπτη αργία και μετά Παρασκευή;
Ε όχι, ρε φίλε, και μετά Σαββατοκύριακο;
Μαύρη Παρασκευή είναι αυτή αδέρφια, οπότε τι κάνουμε; Αυτή την τέταρτη Παρασκευή του Νοέμβρη ας τη γιορτάζουμε κάθε χρόνο με χάπενινγκς τρελά, όπως μποτιλιάρισμα στους δρόμους, κορναρίσματα, σπρωξίματα μέσα στα καταστήματα, λαβές ελληνορωμαϊκής, βρισίδι αλά γαλλικά, το σωστό κροσέ στη μούρη του αντιπάλου για ένα μπλε βαμβακερό κροσέ και το σωστό Μουάι Τάι με χέρια, αγκώνες, γόνατα, πόδια να μετράνε τα παΐδια του αντιπάλου για μια δαντέλα κιπούρ Ιταλίας ή ένα ζευγάρι ακουστικά.

Γιώργος Γιώτης (24/11/2017)

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Φθινόπωρο


Το παράθυρο της κουζίνας "βλέπει" τον καταπράσινο κήπο, συγκεκριμένα τη μία από τις δύο λεμονιές. "Είναι διφορες οι λεμονιές μας" έλεγε η γιαγιά και η αλήθεια είναι πως της πήρε χρόνια να μάθει τι σημαίνει η λέξη διφορες. Σημαίνει, λοιπόν, πως δίνουν καρπούς δύο φορές τον χρόνο.
  Καθώς έπλενε τα πιάτα, μηχανικά όπως πάντα, η σκέψη της χάθηκε. Επανήλθε για λίγο, όταν αναρωτηθηκε, αν αυτό το έντονο άρωμα λεμονιού έρχεται από το απορρυπαντικό ή από το φορτωμένο καρπούς δέντρο. Κοίταξε το μπουκάλι του απορρυπαντικού, με υπέροχο άρωμα βατόμουρο, έγραφε πάνω με μαύρα καλλιγραφικά γράμματα. Σαν να ευχαριστήθηκε, χαμογέλασε και το βλέμμα της επέστρεψε στο παράθυρο και τον κήπο.
  Μαζί με τη μυρωδιά των λεμονιών μπορούσε να αισθανθεί και τη μυρωδιά της επερχόμενης βροχής. Αχ, αυτές οι φθινοπωρινές μπόρες πόσο πολύ της άρεσαν. "Ταιριάζουν με τη γενική μελαγχολία του φθινοπώρου" έλεγε. Από μικρή μελαγχολουσε με το φθινόπωρο. Η έλευση του σήμαινε την αναχώρηση της από την εξοχή, όπου περνούσε τα καλοκαίρια της. Η έναρξη του σχολείου ήταν ένα ακόμα στοιχείο που την έκανε να αντιπαθεί το φθινόπωρο. Κι ύστερα η φύση ήταν σαν μαζεύεται. Παρατηρούσε τη φιστικια να ρίχνει τα φύλλα της που είχαν πάρει μια μουντή καφέ απόχρωση, από μικρή ήταν δική της δουλειά να μαζεύει τα πεσμένα φύλλα του δέντρου...
  Η βροχή ήρθε. Απότομη, δυνατή, αναζωογονητική. Η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος μπλέχτηκε με αυτην των λεμονιών. Τα φύλλα του δέντρου γυαλιζαν καθώς μεγάλες σταγόνες έπεφταν πάνω τους. "Ξέπλυνε τα, καθάρισε τα" μουρμουρισε.
  Η βροχή δυνάμωσε σχεδόν αμέσως, άκουγε την ορμή της στην σκεπή. "Σαν ορχήστρα κρουστων" σκέφτηκε και χαμογέλασε.
  Καθώς το βλέμμα της αναζήτησε και πάλι το μυρωδάτο δέντρο παρατήρησε τα φύλλα του. Αστραφταν. Πολλά είχαν πάνω τους δεκάδες  σταλες βροχής που σε κάποιες περιπτώσεις σχημάτιζαν ουράνια τόξα. Και έτσι όπως τα κοίταζε σαν κάτι να αναθαρραψε μέσα της.
  Ακόμα και η χτεσινή στεναχώρια είχε ξεπλυθεί και είχε κυλήσει προς τη θάλασσα .
  Τα πρώτα φθινοπωρινά χαμόγελα ήταν εκεί, "αυτή η εποχή ισως δεν είναι τοσο μελαγχολική" σκέφτηκε. Κοίταξε ξανά το δέντρο, τα πράσινα φυλλα με τα μικρά ουράνια τόξα, τα γεμάτα καρπούς κλαδιά. Πήρε βαθιά ανάσα, οι μυρωδιές πλημμύρισαν τα πνευμόνια της. "Όλα είναι εδώ, εγώ είμαι εδώ, ακέραιη, πλήρης, με τις αισθήσεις σε εγρήγορση, πνεύμα και ψυχή καθάρια, μια καρδιά γεμάτη αγάπη και μια διάθεση γλυκά μελαγχολική, αλλά άκρως δημιουργική. Είμαι εδώ, για όλους, με όλους, χωρίς αστερίσκους και παρενθέσεις, χωρις ερωτηματικά και υποθέσεις, σαν ανοιχτό βιβλίο, λιτή, απέριττη και άκρως ειλικρινής". Άφησε τα πιάτα και βγήκε στη βροχή...

Μαρίνα Γιάννου





Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Συμπαντικές (αν) ισορροπίες.

 
 
  Η ζωή είναι άδικη, λένε, αλλά ο θάνατος είναι σίγουρα ακόμα πιο άδικος...
43, 50, 37. Τρεις αριθμοί, τρεις ηλικίες, τρεις φίλοι που έφυγαν...
 
Το σύμπαν πάντα προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες του. Τι ανισόρροπες καταστάσεις διαδραματίζονται, όπου χρειάζεται να φύγουν νέοι άνθρωποι, καλοί άνθρωποι, όπου μικρά παιδιά πρέπει να μεγαλώσουν χωρίς τους γονείς τους, όπου γονείς πρέπει να αποχαιρετήσουν τα παιδιά τους, ώστε αυτες να αποκατασταθούν;

  Η ζωή είναι άδικη και ο θάνατος δεν κάνει διακρίσεις. Υπάρχει γύρω μας, μας παρακολουθεί, ψάχνει την ευκαιρία.
 
Η ζωή είναι μικρή, για να την χαραμιζουμε σε ανούσια πράγματα.

  Η ζωή είναι πολύ ωραία και πρέπει να ρουφάμε κάθε στιγμή που τόσο απλόχερα μας χαρίζεται.

  Τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από την υγεία μας, ψυχολογική και σωματική.

  Νιώθω τυχερή, γιατί είμαι εδώ, έχω την οικογένεια μου, έχω ανθρώπους που με αγαπούν και τους αγαπώ, καλους φίλους που νιώθω σαν δεύτερη οικογένεια, έχω όλα όσα χρειάζομαι για να ζω καλά.
 
  Δεν παρεξηγώ κανέναν, δεν θυμώνω με κανέναν, δεν κρατώ κακία σε κανέναν και το ίδιο θα επιθυμούσα και από τους άλλους προς εμένα, γιατί όλα είναι θέμα τύχης. Κι αν σήμερα ήμασταν τυχεροί, δεν μπορούμε να ξέρουμε το αύριο.

Υ.Γ. Οι άνθρωποι φεύγουν πραγματικά όταν σβήνουν από την μνήμη μας, από την σκέψη μας.

Μαρίνα Γιάννου

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Έλλειμμα




Μιλήσαμε για όλα πια. Δεν έχουμε αφήσει τίποτα ανεξήγητο. Τίποτα ασυζήτητο. Αφού και μεταξύ μας συνεννοούμαστε πια μ' ένα κούνημα του κεφαλιού. Συγκαταβατικό. Χωρίς λέξεις. Θέλουμε να μείνουμε μόνοι. Πάμε για καφέ και διαλέγουμε το πιο απομακρυσμένο τραπέζι. Στο σινεμά τα ίδια. Μια θέση θέλουμε μακριά απ' τους άλλους. Γύρω μας να παίζει η ζωή κι εμείς να την παρατηρούμε. Με ησυχία. Να τη βιντεοσκοπούμε.Σαν σκηνοθέτες παλαιάς κοπής. Κι έτσι σιγά σιγά, αθόρυβα, αλλάζει φόρεμα η επικοινωνία. Στο παραβάν της νέας εποχής. Αλλάζει έκφραση. Γίνεται λιτή, φτωχή κι αδύναμη, με κώδικες σιωπής. Μόλις βεβαιωθούμε ότι κάποιος είναι καλά, γυρίζουμε το κεφάλι αλλού. Πού χρόνος και όρεξη για κουβέντα τώρα. Μα και τι να πούμε. Τα έχουμε πει όλα. Τότε που ονειρευόμασταν πως θα τ' αλλάξουμε όλα. Προς το καλύτερο. Γι' αυτό και φεύγουμε πάντα με έλλειμμα. Αυτό που θέλαμε να πούμε, δεν το είπαμε. Το κουβαλάμε μαζί μας. Το παίρνουμε στο σπίτι, το τυλίγουμε σε μια διάφανη σακούλα τροφής και το αφήνουμε να μπαγιατέψει. Για μια ώρα ανάγκης. Σαν να έβαλε κάποιος τον ήχο στο mute. Ακόμα και στις λαικές, δεν ακούγεται τίποτα. Και σαν να μεταφέρθηκε ο ήχος αυτός στις τηλεοράσεις. ''Διαλέχτε! Εδώ το καλό πρόγραμμα!'' Καμμιά φορά περνώ επίτηδες από παιδική χαρά για ν' ακούσω έναν καθαρό ήχο. Ζωηρό κι αυθεντικό. Στη γειτονιά νομίζω πως όλοι έφυγαν για άλλη χώρα. Μετανάστες. Κι ας τραγουδούσε κάποτε ο Χατζής ''Μα εγώ έχω εσένα, κι εσύ εμένα''. Έμεινε μόνο ο αντίλαλος. Κι αυτός μέσα μας. Γιατί ούτε που τραγουδάμε πια. Σαν να πότισε κάποιος κακός μάγος με ένα φίλτρο σιωπής, όλη την πόλη.



Γιώτα Καραγιάννη



Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Λαβύρινθος





Λαβύρινθος
Τον μίτο της Αριάδνης
προσπάθησα
απ' το πρωί
να βρω
Με δυσκόλεψε
το σαρκαστικό ύφος
της μέρας
η μετέωρη σκέψη
που θρονιάστηκε
στο φωτιστικό
κι οι φράχτες του μυαλού
που ορθώνουν εντός  μου
μια πρωτόγνωρη
αειθαλή
κι επώδυνη ερημιά
Αύριο πρωί πρωί
θα ξεκινήσω
τις διαπραγματεύσεις
με τον Θησέα
Το μαύρο πανί
για τις θυσίες των μωρών
κρέμεται κιόλας
μεσίστιο
Στο μπαλκόνι  μας
Πρέπει
-αν μη τι άλλο-
να το ξέρει


Οκτώβριος 2016
Γιώτα  Καραγιάννη





Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

Μοίρασμα



Πήρα τον ανήφορο μαζί με τα χρυσάνθεμα και το σιτάρι στα χέρια. Για τη μητέρα μου. Για τους δυο αιώνες. Της απουσίας.
'' Μήπως έχετε λίγο λάδι?'' με ρώτησε ο κύριος με τη ριγέ μπλούζα και το μπεζ πανωφόρι. '' Ναι , βέβαια!!!Έχω!!!'' του απάντησα ζωηρά. Ήρθε κοντά με το γυάλινο δοχείο κι όσο το γέμιζα, έλεγε '' Έχασα το στήριγμά μου!...Τη γυναίκα μου!'' Το λάδι είχε φτάσει ως απάνω μαζί με τον κόμπο του ανθρώπου.
''Σας χρωστάω κάμποσο!...Την άλλη φορά!'' 
''Δεν μου χρωστάτε τίποτα! Το λάδι είναι ευλογία!'' απάντησα με σιγουριά. ''Πίναμε καφέ στη βεράντα, είχε έρθει και μια γειτόνισσα, Ιούνιος ήταν και μιλάγαμε...Ξαφνικά , εκείνη έγειρε στο πλάι σαν να κοιμάται. Τι έγινε κυρα-Μαρία? Σε πήρε ο ύπνος?...Δεν απάντησε ποτέ! '' είπε και τα μάτια του έγιναν δυο σταγόνες βροχής. Έκλεισα με την παλάμη το στόμα μου, μη τυχόν και βγει καμιά περίεργη φωνή. Όταν ήρθε η ώρα να φύγω, είχα ήδη πάρει μαζί μου ένα κομμάτι απ' τον δικό του σταυρό κι εκείνος λίγο απ' τον δικό μου. Έτσι πρέπει να γίνεται , σκέφτηκα. Να μοιραζόμαστε κάπως το βάρος. Με τον διπλανό. ''Ο Θεός να τους συγχωρεί, όλους εκείνους που έφυγαν!'' είπε ο άνθρωπος με το βροχερό πρόσωπο. Να συγχωρεί και τους ζωντανούς, σκέφτηκα για όλα τα λάθη μας πάνω στη γη. Ο όποιος Θεός. Γύρισα πίσω μου να δω αν ήταν κανείς, μα το μόνο που αντίκρισα ήταν δυο καντηλάκια που έκαιγαν. Η φλόγα τους χοροπηδούσε ανάλαφρη και ζωηρή. Ξαλαφρωμένες κι οι δυο απ' το βάρος.


5/11/2017


Γιώτα   Καραγιάννη




Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Τι κι αν δεν είναι ο κόσμος ό,τι ονειρεύτηκες;


Περιμένω στην ουρά σε μια τράπεζα.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο μέσα μου στριφογυρνάει ένας στίχος
«Τι κι αν δεν είναι ο κόσμος ό,τι ονειρεύτηκες»
Η πόρτα ανοίγει. Αυτός που μπαίνει χαμογελάει σε όλους μας.
Μας προσπερνάει και σταματά μπροστά σε ένα γραφείο. 
Κανείς δε διαμαρτύρεται.
Ο στίχος έχει χαθεί. Ο κόσμος δεν είναι ό,τι ονειρεύτηκα.
«Δε θα χρειαστώ καρέκλα», αστειεύεται. Κανείς δε γελά. Εγώ χαμογελώ.
Φεύγοντας, χτυπάει το αναπηρικό καρότσι του σε μια καρέκλα.
«Δεν είμαι καλός οδηγός» χαμογελάει μόνο σε μένα και του απαντώ αυθόρμητα
«Έχεις όμως χιούμορ, είσαι φοβερός».
Συνεχίζω να περιμένω στην ουρά στην ίδια τράπεζα αλλά με άλλο στίχο:
«Είναι κάτι στιγμές,
τρυφερές και λεπτές,
σαν κλωστές τυλιγμένες σ’ αδράχτι»

Γιώργος Γιώτης, 11/10/2017

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Μαγικός τρόπος



Μια κουραστική μέρα κι η σημερινή. Κι όμως...Μ' ένα μαγικό τρόπο τα ξεχνάω όλα, όταν μιλάω μπροστά σε εντεκάχρονα παιδιά για δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες κι ο Β. να βουρκώνει σαν να μου λέει ''Εγώ θα το αλλάξω αυτό!'', ο Δ. να με κλείνει σε μια γιγάντια αγκαλιά κι η Α. να με κοιτάζει με απορία, γιατί ένιωσε να ψηλώνει απότομα. Σαν αμυγδαλιά. Κι ύστερα ν' ανοίγω τον υπολογιστή και να πέφτω πάνω στη φράση ''Εδώ και δεκαεπτά χρόνια μεγάλωνα μαζί σας! '' από ένα κορίτσι που είχα μαθήτρια παλιά. Είχα μπει τότε στην τάξη της και την είχα δει να αγωνίζεται , να προσπαθεί και να μη διαμαρτύρεται. Και σαν να είχα γίνει τότε, πάλι η μαθήτρια ξαφνικά. Με τη μπλε ποδιά και τα λευκά σοσόνια.Έφτιαξα ένα ζεστό τσάι, να πάρει κι άλλη γεύση μελιού το απόγευμα, μέτρησα τα χρόνια, μα οι συγκινήσεις πολλές. Αμέτρητες. Κι αυτό το χρωστάω στα παιδιά. Στη ζεστασιά τους, τη φρεσκάδα τους και στην ευλογία που κρύβει η κάθε μέρα για μας. Για μας που μπαίνουμε στις τάξεις ως δάσκαλοι , μεγαλώνουμε μαζί τους, αγωνιούμε κι ύστερα βγαίνουμε από κει μέσα ως ελεύθερα μικρά παιδιά. Έτοιμα να κουβαλήσουν στις πλάτες τους τον κόσμο, να πετάξουν χαρταετούς και να μοιραστούν αθωότητα στις αλάνες της καρδιάς.



Γιώτα Καραγιάννη

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

Κάτι για την Αιώνια Πόλη


Ευκαιρία για ταξιδάκι μπορεί να είναι και το μάθημα που πρέπει να κάνεις στην πέμπτη τάξη και να μιλήσεις για την καθημερινή ζωή στην αρχαία Ρώμη. Ψάχνεις και η μια πληροφορία φέρνει την άλλη. Ξεκινάμε;
Ο Μάρκος Τερέντιος Βάρων ήταν πραίτορας και υποστηρικτής του Πομπηίου. Ο Ιούλιος Καίσαρας όχι μόνο τον συγχώρεσε που ήταν εχθρός του, αλλά τον διόρισε διευθυντή της δημόσιας βιβλιοθήκης της Ρώμης. Όλοι οι ακόλουθοι βέβαια έπεσαν να τον φάνε.
- Άρχοντά μου, δεν κάνουμε έτσι δουλειά. Πώς θα διοικήσουμε σωστά για το μεγαλείο της Ρώμης, αν δε διορίσουμε τα «δικά μας παιδιά»;
Και του έκλειναν συνωμοτικά το μάτι. Όλοι. Ακόμη και ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος. Μάλιστα ο Καίσαρας κοίταξε με νόημα τον Βρούτο, ήταν έτοιμος να του πει «Κι εσύ τέκνον;» και μάλιστα στα ελληνικά, αλλά δε μίλησε. Ακόμη κι όταν ο Βρούτος τον ρώτησε «ήθελες να μου πεις κάτι αφεντικό;» εκείνος απέφυγε να πει την ιστορική φράση.
- Άσε μια άλλη φορά, είπε ο Καίσαρας, δε θα χαθούμε.
Ο Μάρκος Τερέντιος Βάρων λοιπόν στη βιβλιοθήκη που διορίστηκε το έριξε στο διάβασμα. Έγινε και μεγάλος συγγραφέας. Έγραψε λοιπόν πως η Ρωμη ιδρύθηκε στον Παλατίνο Λόφο δεκαέξι γενιές μετά τον Τρωικό Πόλεμο., περίπου στο 754-753 π.Χ.
Επίσης, σύμφωνα με την παράδοση σε αυτό το λόφο οι δίδυμοι Ρωμύλος και Ρέμος βρέθηκαν στο Σπήλαιο Lupercal από την λύκαινα μητέρα που τους ανέθρεψε.
Μη φανταστείτε μεγαλεία και αψίδες και Κολοσσαία, αυτοκράτορες και ύπατους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Ένα βουρκοχώρι ήταν πάνω σε ένα λόφο με κορυφή σχήματος ρόμβου και η πόλη λεγόταν «τετράγωνη Ρώμη», γιατί ποιος να την πει «ρομβοειδή Ρώμη» χωρίς να στραμπουλήξει τη γλώσσα.
Τέλος, ο λόφος πήρε το όνομα από τη θεότητα Pales που προστάτευε τα κοπάδια και τους βοσκούς.
Α και κάτι ακόμα, ο Παλατίνος είναι ο κεντρικός των επτά λόφων της αιώνιας πόλης και θεωρείται η κατοικία των αυτοκρατόρων.
Γιώργος Γιώτης, 23/9/2017

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Να πω σε κάποιον πώς νιώθω...


Χρειάζομαι μια ωραία μελωδία,
έναν απλό στίχο
απλά κάτι να ακούω
για να μην καταλαβαίνω πως
παραμένω ανυποψίαστος
πόσο πιο μαύρα θα γίνουν όλα...
για να μην καταφέρω ποτέ
να πω σε κάποιον
πώς νιώθω...

Γιώργος Γιώτης (17/9/2017)

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

Αναμνήσεις...

Όταν ήμουν μικρή φανταζομουν τον ανθρώπινο εγκέφαλο σαν βιβλιοθήκη γεμάτη κουτάκια. Σε κάθε κουτάκι υπάρχουν αρχειοθετημενες οι αναμνήσεις. Υπάρχει, λόγου χάρη, κουτάκι με ετικέτα "σχολείο", άλλο με ετικέτα "διακοπές" ή "φίλοι" ή "ευτυχισμένες στιγμές". Όταν μια ανάμνηση μας έρχεται στο νου, σημαίνει ότι έχει ανοίξει το αντίστοιχο κουτάκι και η ανάμνηση τρέχει ξέφρενα στη βιβλιοθήκη, μέχρι να κουραστεί και να ξαναμπεί μέσα.

Από μικρή μου άρεσε να κάθομαι, στο κρεβάτι μου κυρίως, και να σκαλίζω τη βιβλιοθήκη του μυαλού μου. Να ανακατεύω τα κουτιά των αναμνήσεων και να ζω ξανά και ξανά στιγμές που με σημάδεψαν. Ακόμα μου αρέσει να ξυπνάω τις αναμνήσεις μου, δεν το κάνω συχνά όμως, γιατί δεν έχω κενό χρόνο να σπαταλήσω...
Ούτε σήμερα είχα. Ήμουν απορροφημένη στις σκέψεις μου, τι να φορέσω στον αγιασμό, πότε θα φτιάξω τη σπανακόπιτα, τι ώρα έχει η Διώνη μπαλέτο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Η αναγνώριση κλήσεων έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει κ αυτή μαζί. Στη βιβλιοθήκη των αναμνήσεων επικράτησε χάος. Κουτιά και κουτακια ανοιγοκλειναν σαν τρελά, τα περισσότερα από αυτά καταχωνιασμενα στην γωνία των αγαπημένων στιγμών. Παντού αναμνήσεις, δεκάδες, εκατοντάδες πες καλυτερα, αδιαχώρητο...
Υπάρχουν άνθρωποι που είναι απλά περαστικοί, υπάρχουν και αυτοί οι άλλοι όμως που φεύγοντας παιρνούν ένα κομμάτι σου, ένα τόσο δα μικρακι κομματάκι, ένα απειροελάχιστο εσύ. Και όσο μακριά και αν πηγαίνουν, όσος χρόνος κι αν περάσει, όταν η μοιρα, η τύχη ή η επιθυμία τους φέρει πάλι κοντά είναι σαν να μην έχει περάσει ούτε ενα λεπτό από την τελευταία φορά που πίνατε ρακόμελα κάπου στο Θησείο, που στήνατε σκηνή στη Σίφνο, που γυρνάγατε ξημερώματα από μια μπουάτ, που βρισκοσασταν μια νύχτα στο Παγκράτι... 

Μαρίνα Γιάννου

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

Το νανόσπιτο



  Κατεβαίνοντας απο το σπίτι μου προς τη θάλασσα, λίγα μέτρα παρακάτω, στο αριστερό σου χέρι, συναντάς το νανόσπιτο της κυρίας Χαρούλας.
  Η μικρή λευκή πορτούλα βρίσκεται κάτω από μια αψίδα αναρριχητικών φυτών, μπουκαμβίλιες, γιασεμιά και κισσοί μπλεγμένοι σε περίπλοκους σχηματισμούς σε καλοδέχονται με τα αρώματα και τα χρώματά τους. Δεξιά και αριστερά ο φράχτης έχει γύρει απο το βάρος των φυτών, τα οποία στηρίζονται πάνω του. Ένα πελώριο πεύκο διακρίνεται από μακριά καθώς και τα λογής λογής λουλούδια που έχουν τυλιχτεί πάνω του. Για να μπεις πρέπει να βάλεις το χέρι σου από τη μέσα μεριά της πόρτας και να μετακινήσεις τον σύρτη που κρατάει σφαλισμένο αυτόν το μικρό παράδεισο που με τόση αγάπη η ιδιοκτήτριά του έχει δημιουργήσει...
  Ένα μικρό κατάλευκο από τον ασβέστη μονοπατάκι σε καλοδέχεται για να σε οδηγήσει βαθύτερα στον κήπο. Το φως του ήλιου είναι λιγοστό, καθώς η πλούσια βλάστηση δεν αφήνει πολλά περιθώρια στις παιχνιδιάρικες αχτίνες να ξεγλιστρίσουν εδώ κάτω. Κοιτώντας τα παρτέρια, μπορείς να πεις οτι κοιτάς την παλέτα ζωγράφου. Είναι εντυπωσιακό πόσο μεγάλη γκάμα αποχρώσεων καλύπτουν τα άνθη των λουλουδιών. Οι μυρωδιές τους, μπλεγμένες με αυτές του ξυλόφουρνου, σε ζαλίζουν, σε μεθούν. Στα δεξιά είναι το μικρό κοτέτσι με τις όμορφες καμαρωτές πουλάδες, που με τόση περηφάνεια η κυρία Χαρούλα επιδεικνύει σε όποιον την επισκέπτεται. Πέρυσι είχε δέκα κότες, όμως κάποια πεινασμένα σκυλιά μπήκαν και τις έφαγαν. Κατάφερε φέτος να πάρει μόνο έξι και πολύ στεναχωρημένη είναι που δεν μπορεί να δίνει φρέσκα αβγά όχι μόνο για τα παιδάκια της γειτονιάς αλλά και για τους μεγάλους. Γάτες, μικρές και μεγάλες, σουλατσάρουν ή κοιμούνται σε κάθε γωνιά του κήπου Στο τέλος του μονοπατιού είναι το μικρό σπιτάκι, το νανόσπιτο. Ετσι το έλεγα απο μικρή και στο μυαλό μου είχα την κυρία Χαρούλα σαν την Χιονάτη και κάθε φορά που πήγαινα έψαχνα τριγύρω μπας και ξετρυπώσω κανέναν νάνο.
  Το νανόσπιτο, λοιπόν, είναι μικρό, φτωχικό, η σκεπή μπάζει νερά, οι τοίχοι είναι γεμάτοι υγρασία, τα παράθυρα καλύπτονται απο μουσαμάδες και σε πολλά σημεία είναι καρφωμένα κομμάτια από ξύλα που κάποιοι άλλοι πέταξαν. Μια μικρή ξυλόσομπα στην μέση του δωματίου είναι η μόνη πηγή θέρμανσης. Στο βάθος φαίνεται η κουζίνα, ένα πετρογκάζ, ένα παμπάλαιο ψυγείο και κάτι λίγα κατσαρολικά είναι τα μόνα αντικείμενα...

Η κυρία Χαρούλα είναι μια φτωχή γυναίκα, μία πραγματικά πάρα πολύ φτωχή γυναίκα. Ζει με την μικρή σύνταξη που της άφησε ο άντρας της, ο οποίος πέθανε πολύ παλιά, τόσο παλιά που ούτε καν τον θυμάμαι. Ποτίζει και κήπους στη γειτονιά για να βοηθάει όσο μπορεί την κόρη της και τα τέσσερα εγγονάκια της. Η κυρία Χαρούλα όμως είναι πιο πλούσια από όλους μαζί τους πλούσιους ολάκερης της Γης. Η κυρία Χαρούλα είναι ένας άνθρωπος γεμάτος καλοσύνη και αγάπη για κάθε τι ζωντανό αυτής της πλάσης. Κάθε πρωί παίρνει το καροτσάκι της και ανεβαίνει τον δρόμο για τα ψώνια της μέρας. Στο ένα χέρι κρατάει μια σακούλα ξηρά τροφή και σε κάθε γωνία βάζει φαγητό για τις γατούλες της γειτονιάς. Στο άλλο χέρι κρατάει σακουλάκια με αβγά, ένα για κάθε παιδάκι της γειτονιάς και τα κρεμάει στις πόρτες τους. Έτσι κάθε μέρα τρώμε φρέσκα σπιτικά αβγουλάκια. Αφού τελειώσει τα ψώνια της, γυρνάει σπίτι και ασχολείται με τα λουλούδια της. Έχει αυτό το χάρισμα, που λίγοι άνθρωποι κατέχουν. Ότι φυτέψει, ακόμα και ξερό να είναι, ριζώνει, θεριεύει, ανθίζει. "Χρυσά είναι τα χεράκια σου" της έλεγα όταν μάζεψα τους πρώτες ζουμερούς, πεντανόστιμους καρπούς από τις ντοματιές που μου φύτεψε. "Μαρίνα μου, τα αγαπάω πολύ" μου έλεγε και τα μάτια της έλαμπαν.
  Στα πόδια της τρίβονται ακόμα και οι πιο άγριες γάτες της γειτονιάς, μάλλον από ευγνωμοσύνη για την αγάπη της. Δεν είναι μόνο που τις ταΐζει δυο φορές τη μέρα, τους μιλάει, τις αφήνει να ξαπλώσουν στα πεζούλια της αυλής της, τις φροντίζει και οι γάτες σαν να νιώθουν όλη αυτή την αγάπη και την ευχαριστούν με τον δικό τους τρόπο.
  Η κυρία Χαρούλα δεν είναι σχεδόν ποτέ μόνη. Πάντα θα βρεις κάποιον να κάθεται στο μικρό στρογγυλό τραπεζάκι της αυλής της. Όλοι την αγαπούν, όλοι θέλουν να την βοηθήσουν και κυρίως όλοι αυτοί που η ίδια έχει βοηθήσει παλιότερα. Δεν έκλεισε ποτέ την πόρτα της σε κανέναν, δεν κοίταξε θρησκεία, καταγωγή, χρώμα. Όλοι ήταν καλοδεχούμενοι στο μικρό της νανόσπιτο. Πάντα υπήρχε ένα πιάτο φαγητό και μια καλή κουβέντα για κάθε λογής κατατρεγμένο. "'Ανθρωποι είναι όλοι και εγω ανθρώπους πεινασμένους στη γειτονιά μου δεν θέλω" ήταν η απάντηση της σε κάποιον γείτονα που της έκανε παρατήρηση...

  Την κυρία Χαρούλα την ξέρω όλη μου την ζωή, την αγαπώ σαν δικό μου άνθρωπο και όσο μεγαλώνω την θαυμάζω και περισσότερο. Θαυμάζω την ομορφιά της ψυχής της, τη χρυσή της καρδιά, τα αποθέματα αγάπης που έχει. Θαυμάζω το ότι δεν παραπονιέται ποτέ για όλα αυτά που δεν έχει αλλά είναι ευτυχισμένη για όλα αυτά που έχει. Και κάθε λεπτό που περνάω κοντά της με κάνει πιο καλό, πιο όμορφο άνθρωπο...

Μαρίνα Γιάννου    

Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Αρλέτα




Όταν έμαθα το δυσάρεστο νέο, ήμουν στο νησί. Έκλαψα σαν να έφυγε δικός μου άνθρωπος. 
Το ''Μια φορά θυμάμαι '' ήταν ο λόγος για ν' αρχίσω να γρατζουνάω μια κιθάρα. Εφηβεία.Το κασετόφωνο έπαιζε συνέχεια τραγούδια της Αρλέτας και διέλυε κάθε ομίχλη που έμπαινε από παντού στο σπίτι. Άκουγα για το καμάρι της αυγής που πανηγύρια πέρασε στην αγκαλιά των κοριτσιών , για ένα αγόρι που έγινε αναφιλλητό, για τα ηλιοτρόπια και τα όνειρα που γίνονταν δυο σταλαγματιές πικρή δροσιά. Γέλασα πολύ με τη Σερενάτα, δάκρυσα κάτι απογεύματα που κλέψαν την άνοιξη, ονειρεύτηκα με τα μικρά παιδιά που κρατούνε στο χέρι τους σαν το μύλο το χάρτινο τις ελπίδες μας κι ερωτεύτηκα με το ''Φώναξέ με αγάπη, φώναξέ με...'' Η δική μου εφηβεία. Δέκα φίλοι , δέκα στρατιώτες κι ο λοχαγός της Αρλέτας. Όλο μου το βιος. Κι απέναντί μου ο κακός εχθρός. Κι όταν τις άδειες νύχτες όλοι μιλούσαν για τη βροχή, η καρδιά κρατούσε μόνο τη συννεφιά κι έναν καημό. Τον δικό μου καημό. Κάθε φορά που έφτιαχνε η απογοήτευση τα δικά της σχήματα στο τετράδιο. Κι όταν έκανε κρύο κι όταν βράδιαζε, η Αρλέτα ήταν πάντα εκεί. Σαν φίλη παιδική. Αφοσιωμένη. Να τραγουδάει γλυκά την ευαισθησία και να σκεπάζει μέσα μου την ασχήμια του κόσμου. Τότε που ακολουθούσα με ονειροπόλο ύφος, οτιδήποτε μύριζε επανάσταση. Τώρα εκείνη έφυγε μίλια μακριά, τώρα άνοιξε τα δικά της φτερά κι είναι πια η φωνή της ένα σπουργίτι που πετάει για το νοτιά. Κάποιος με ρώτησε κάποτε  '' Σου έχει συμβεί ποτέ, να κλάψεις έτσι απλά, από μεγάλη συγκίνηση, χωρίς να ξέρεις απαραίτητα το λόγο?'' ''Ναι...'' ψιθύρισα τότε σιγά. Για να συμπληρώσω χρόνια αργότερα, πολύ πιο μετά και με απίστευτη σιγουριά πως γι' αυτό ακριβώς αγαπούσα την Αρλέτα. Επειδή εκείνη ήξερε πάντα το λόγο.


Γιώτα Καραγιάννη



Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

Το Λιμανάκι

Το σπίτι μου βρίσκεται στο μεσο της οδού, απόσταση λιγότερη από 300 μέτρα από τη θάλασσα. Χρειάζομαι λιγότερο από πέντε λεπτά για να φτάσω στην παραλία αλλά συνήθως μου παίρνει δεκαπέντε. Κάθε πόρτα και μια καλημέρα, αλλού θα πω λίγες κουβέντες παραπάνω, χαμόγελα, σχόλια για τον καιρό, κανένα φρέσκο κουτσομπολιό και τελικά φτάνω. Απέναντι βλέπω την νότια Εύβοια και πιο δεξιά στο βάθος διακρίνεις Άνδρο και Τζια. "Είμαστε στο ανοιχτό πέλαγος για αυτό είναι καθαρά τα νερά μας" λέγανε από παλιά οι μεγαλύτεροι...
Στο τέλος του δρόμου μου λοιπόν, λιγάκι αριστερά, βρίσκεται το Λιμανάκι. Ένας μικρός κολπίσκος με βότσαλα περιτριγυρισμενος από άγρια βράχια, τα δεξιά και τα αριστερά βραχακια λέγαμε όταν ήμασταν πιτσιρίκια. Το Λιμανάκι δεν έχει καμία σπάνια ομορφιά, ένα μικρό μωλο εχει στη μέση και τίποτα άλλο. Δεν έχει καντίνα, ξαπλώστρες ή ομπρέλες. Όποιος θέλει τέτοιες ανέσεις πρέπει να κουβαλήσει τα δικά του. Αν ανέβεις στον μεγάλο βράχο αριστερά καταλαβαίνεις από που πήρε το όνομα του. Οι δέστρες πάνω στα βράχια και η μικρή γλίστρα μαρτυρούν ότι αυτό το σημείο χρησιμοποιείται για λιμανάκι. Παλιά, όχι τώρα. Τώρα δεν έχει βαρκούλες. Όταν ήμουν μικρή, γιατί εγώ εδώ, στο Λιμανάκι μεγάλωσα, ήταν πάντα η κόκκινη βαρκούλα που λεγόταν Λιάνα και η ασπροπρασινη που λεγόταν Αντζυ-Μαιρη. Σκαρφαλωναμε, μπαίναμε μέσα και παίζαμε τους πειρατές, τους ψαράδες, τους ναυτικούς. Άλλες φορές κουναγαμε τις βάρκες σαν να έχει θαλασσοταραχή και από καπεταναίοι γινόμασταν ναυαγοί...
Εγώ, λοιπόν, άλλη θάλασσα δεν γνώρισα ως παιδί πέρα από το Λιμανάκι. Βρεφακι έκανα το πρώτο μου μπάνιο εδώ. Δεν είχα κλείσει τα τέσσερα όταν ανακάλυψα πως μπορώ να κολυμπάω χωρίς μπρατσακια και αμέσως πήγα να βρω τη γιαγιά που κολυμπούσε στα ανοιχτά. Και ύστερα το Λιμανάκι απέκτησε ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον καθώς άρχισα να κάνω βουτιές από τον μώλο. Και όσο μεγάλωνα εξελισσομουν σε δεινή κολυμβήτρια και άριστη καταδυτρια. Έκανα τις καλύτερες βουτιές, μπόμπες, με το κεφάλι, περιστροφές, τούμπες στον αέρα... Μου άρεσε πολύ να κολυμπάω όμως και τότε ήρθε το δώρο, μάσκα, αναπνευστηρας και βατραχοπεδιλα. Ένας νέος κόσμος ήταν εκεί για μένα. Ατελείωτες ώρες μουλιαζα στο νερό εξερευνώντας το βυθό. Ψάρια, κοχύλια, αχινοί, χελώνες χταπόδια, σφουγγάρια τόσο εντυπωσιακά όλα...
Μεγάλωσα, έκανα πολλά χρόνια να πάω στο Λιμανάκι. Μα όταν πήγα ήταν όλα εκεί, ο μωλος, τα βραχακια, οι παλιοί φίλοι, τόσο γνώριμα όλα, τόσο οικεία, τόσο δικά μου. Ξαναγινα το καταμαυρο αδύνατο κοριτσάκι με τα μπλεγμένα μαλλιά και τα μελανιασμενα χείλη που έτρεμε από το κρύο αλλά δεν έλεγε να βγει. Ένιωσα πραγματικά ο εαυτός μου. Έκατσα στα βότσαλα, κοίταξα τα καβουράκια στο κουβαδάκι της κόρης μου, θυμήθηκα το δικό μου πράσινο κουβαδάκι, θυμήθηκα την μπλε πετσέτα με τους γαλάζιους κύκλους που έστρωνα κάτω και καθόλου δεν με πείραζε τότε, τώρα στρώνω μια πολύχρωμη. Ξέρω κάθε γωνιτσα, κάθε βραχάκι, κάθε βότσαλο, ξέρω τα ρεύματα, τις κρυψώνες των χταπόδιων, που να πατήσεις για να ανέβεις στα βράχια, που να βουτήξεις... Θα μπορούσε να είναι η αυλή του σπιτιού μου....
Και όταν βλέπω τις μεγάλες κυρίες που έρχονται καθημερινά σκέφτομαι πως τις ξέρω από πάντα, εδώ τις βρήκα... "Έτσι θα 'μαστε και εμείς" λέω στη φιλενάδα μου και σκάμε στα γέλια.
Ένα μέρος είναι υπέροχο όχι μόνο λόγω του φυσικού του κάλλους αλλά και λόγω των υπέροχων στιγμών που τόσο απλόχερα σου πρόσφερε.

Μαρίνα Γιάννου

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

Σίκινος


Ο κύριος Παύλος μας περίμενε στο λιμάνι. Ανεβήκαμε μια πέτρινη σκάλα και φτάσαμε στα δωμάτια. Όταν νύχτωσε άνοιξα την μπλε πόρτα κι έπεσα πάνω στα φωτισμένα σπιτάκια και στο φεγγάρι. Μια κίνηση μόνο και το έπιανα. Στο μικρό μπαλκονάκι μια πήλινη γλάστρα με δυόσμο και βασιλικό σκορπούσε αρώματα. Η Αλοπρόνοια έστρωνε την άμμο κάθε μέρα, πρόσεχε τα δεμένα καίκια και ηρεμούσε τη θάλασσα για τις βουτιές των επισκεπτών. Ύστερα κερνούσε καφεδάκι στο Λουκά με τα μπλε καθίσματα. Κέντρο συνάντησης του νησιού, το μάρκετ της κυρίας Φλώρας με το ευγενικό χαμόγελο. Για μικρές λιχουδιές στο Μαρκόνι και για χειροποίητα γλυκά της κυρίας Δήμητρας, το Ανέμελο στη Χώρα. Το καίκι που κάνει συνήθως το γύρο του νησιού, φέτος δεν κουνήθηκε. 'Πάθαμε μεγάλη ζημιά!' έλεγαν οι ντόπιοι. Ένα πρόβλημα με τα χαρτιά στο Λιμεναρχείο, ακινητοποίησε το πλεούμενο και μαζί και τον καπετάνιο του. Φτάσαμε στον Άη- Γιώργη με αυτοκίνητο. Μια παραλία με αρμυρίκια και ταβερνάκι στη θάλασσα. Χόρταινα μπλε κι έβλεπα κάτω το βυθό. Την παραλία του Μάλτα δεν την είδαμε. Τα πολιτιστικά μονοπάτια του νησιού κρατάνε το ενδιαφέρον των περιπατητών. Σε πρώτη θέα οι πέτρινες πεζούλες ή αλλιώς ''τα λουριά '' όπως τα λένε. Μια επίσκεψη στο Οινοποιείο μας άφησε μεγάλο σεβασμό για τη σκληρή δουλειά του αμπελιού και μια γεύση απ' το ροζέ κρασί Μάναλης. Η  Φολέγανδρος απέναντι  άναβε σιγά σιγά τα φώτα της. Το λεωφορείο του νησιού ανεβοκατέβαινε αγκομαχώντας κάθε μία ώρα. Ένα τρακάρισμα στην μπροστινή του πλευρά, σαν τραύμα απ' τις πολλές διαδρομές , το έκανε ακόμα πιο συμπαθητικό. Στη Χώρα ανέβηκα πολλές φορές, έβλεπα θάλασσα από παντού, ασβεστωμένα δρομάκια και ψάθινες καρέκλες κάτω από κληματαριές. Κάποτε το νησί ευημερούσε, το σχολείο είχε εκατόν εξήντα παιδιά και τώρα έχει μόνο τρία. Έφυγαν όλοι. Μόνο διακόσιες ψυχές στέκονται εκεί σαν βράχοι, χειμώνα καλοκαίρι, να κρατάνε στα χέρια τους την ανάσα του τόπου. Σ' αυτές τις ψυχές αφιέρωσε συγκινημένος το πανηγύρι στην Παντάνασα το δεκαπενταύγουστο, ο δήμαρχος του νησιού. Ένας νέος άνθρωπος που τον έβλεπα σχεδόν καθημερινά, παντού. Άφθονο κρασί, ψωμάκια και κίτρινο τυρί μέσα σε καλάθια της προσφοράς. Για τη γιορτή. Ο Οικονομίδης με το βιολί του έπαιζε αγγέλους, και το λαγούτο με το σαντούρι τους γλύκαιναν. Η φωνή της Σπανού μ' έβαζε συνέχεια σ' ένα καράβι για το Αιγαίο. Ταξίδι ατέλειωτο. Όλοι μια αγκαλιά, πολλοί κύκλοι χορευτικοί και χαμογελαστοί, ακόμα και την ώρα που έπαιξε βιολί και τραγούδησε ο παπα - Θόδωρος. Φύγαμε σχετικά νωρίς, δεν θέλαμε, αλλά την επόμενη μέρα είχαμε ταξίδι με αρκετά μποφώρ. Πήρα μαζί μου τις μαγευτικές εικόνες, το μοναστήρι της Αγίας Άννας με τη λιγνή φιγούρα της αεικίνητης μοναχής, την πέτρα πάνω στην πέτρα που είναι χτισμένη η Σίκινος και το εκκλησάκι του Ελύτη. Όταν χαιρέτησα, είπα με σιγουριά ''Θα ξανάρθουμε!'' 'Ένιωσα ένα σφίξιμο στο χέρι και στην καρδιά μ' εκείνο το ''Θα σας περιμένουμε!'' λες και το έλεγαν μακρινοί συγγενείς. Όταν έφυγε το πλοίο, μ' εμάς μέσα, δεν βγήκα καθόλου να δω το λιμάνι. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι αποχαιρετισμοί. Ήθελα ν' ακούω από μακριά τις χαρούμενες φωνές των παιδιών που βουτούσαν στ' απόνερα. Ήθελα να είμαι κι εγώ λιτή κι απέριττη. Όπως ακριβώς είναι και η ψυχή του νησιού αυτού.  

Γιώτα Καραγιάννη

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

Αποξηραμένα συκα

Τα σύκα είναι γνωστά από την αρχαιότητα και φαίνεται ότι πρωτοκαλλιεργήθηκαν στην Αίγυπτο από όπου μεταφέρθηκαν στην Κρήτη και την υπόλοιπη Ελλάδα, γύρω στο 1500 π.Χ. H θρεπτική τους αξία είχε αναγνωριστεί από τους αρχαίους Έλληνες, αιώνες πριν από την επιστημονική κοινότητα, καθώς οι αθλητές των Ολυμπιακών Αγώνων κατανάλωναν πριν τα αγωνίσματα φρέσκα, αλλά και ξηρά σύκα.

Τα σύκα αποτελούν την καλύτερη φυτική πηγή ασβεστίου και φυτικών ινών. O Αμερικανικός Σύλλογος Διατροφής έχει καθορίσει ότι το αποξηραμένο σύκο είναι πλουσιότερο σε φυτικές ίνες, βιταμίνη Κ, χαλκό, μαγγάνιο, κάλιο, μαγνήσιο και ασβέστιο σε σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες.
Περιέχουν φυσικά και πολλά άλλα θρεπτικά συστατικά σε μικρότερες ποσότητες. Από αυτά ξεχωρίζουν τα αντιoξειδωτικά συστατικά, η βιταμίνη C, τα φλαβονοειδή και οι πολυφαινόλες. Συνεπώς τα σύκα είναι πασίγνωστα για τις υπακτικές και τις αντιοξειδωτικές τους ιδιότητες. Τέλος, ο σίδηρος, ο φώσφορος και το φυλλικό οξύ μπορούν να προσληφθούν από τα σύκα σε ικανοποιητικές ποσότητες

Φυσικά όλα αυτά τα αγνοούσα όταν τα καυτά μεσημέρια του Ιουλίου καθόμουν κάτω από τον ίσκιο της συκιάς μας και μίλαγα στους νόστιμους καρπούς. "Άντε συκαλακια μου γλυκά, να σας κάνω μια χαψια". Και όταν η φλούδα τους έπαιρνε αυτό το υπέροχο μοβ χρώμα, τότε καταλάβαινα πως είναι έτοιμα. "Γιαγιά γίνανε τα σύκα" φώναζα όλο χαρά και έδινα το σύνθημα σε όλη τη γειτονιά να ξεκινήσουμε τα μαζεματα. Τα χαμηλά εύκολα τα μαζεύαμε, για τα ψηλότερα όμως η γιαγιά επιστρατευε εμένα. Μικροκαμωμένη, ευλύγιστη και ευκίνητη σκαρφαλωνα καθημερινά με επιδεξιότητα στα κλαδιά του ψηλού δέντρου και γέμιζα σακούλες με τους μελενιους καρπους. "Κοίτα το κάθαρμα πώς ανεβαίνει έλεγε η θεία μου που έμενε δίπλα και με ζητούσε δανεική να μαζέψω και τα δικά της ψηλά. Τελικά πήγαινα σε τουλάχιστον 5-6 σπίτια καθημερινά. "Καθάρισε τα όλα Μαρινακι" και όταν κατέβαζα τις φορτωμένες τσάντες οι ιδιοκτήτες των δέντρων χαμογελούσαν ευχαριστημένοι. "Αύριο πάλι σε περιμένουμε" έλεγαν και με φιλευαν τάπερ και σακουλάκια γεμάτα σύκα. "Αυτά να φας, είναι καλύτερα από της γιαγιάς σου, πιο γλυκά, να πάρεις και κανένα δράμι, φτερό στον άνεμο εισαι". Και εγώ επεστρεφα στη γιαγιά μου με την πληρωμή μου που πολύ την ευχαριστιόταν και με μπουκωνε αυστηρά με τα δικά μας σύκα που φυσικά ήταν τα καλύτερα του γαλαξία γιατί μόνο αυτή περιποιόταν τη συκιά τόσο καλά, ηξερε από το χωριό της, ενώ όλοι οι αλλοι γειτονοι ζούσαν στην άγνοια.
Υποχρεωτικά τρώγαμε τουλαχιστον 6 σύκα τη μέρα, 2 πριν το πρωινό μπάνιο, 2 μετά το μεσημεριανό φαγητό και 2 πριν το απογευματινό μπάνιο, για να έχουμε ενεργεια. "Άνοιγε το μην έχει σκουλήκια" έλεγε και μόλις έβλεπε το ζωηρό κόκκινο χρώμα της σάρκας του φρούτου χαμογελούσε ικανοποιημένη "Σαν διαμάντι, μέλι, μέλι, τα δικά μας τα σύκα είναι τα καλύτερα". Όποιος ήθελε επιπλέον, μπορούσε να φάει ελεύθερα, κάτι που δεν ίσχυε με το καρπούζι ή το πεπόνι, μάλλον επειδή τα αγόραζε.
Στο τέλος της βδομάδας χωρίζαμε τα σύκα σε 3 κατηγορίες. Αυτά που τρώγονταν, τα πιο μεγάλα παραγινωμενα που θα γίνονταν μαρμελάδα και τα πιο μικρά παραγινωμενα που θα τα ξεραιναμε στον ήλιο. "Να βγάλουμε το χειμώνα μας" έλεγε, σαμπως τα σύκα ήταν το μυστικό φάρμακο της μακροζωίας.
Μαρμελάδα όλοι φτιάχνανε, αποξηραμένα σύκα μόνο η γιαγιά μου τα πετύχαινε. "Όλη μου τη ζωή ξεραινω σύκα, τόσα μυστικά που ξέρω που να με φτάσουν αυτές εδώ" έλεγε υποτιμητικά για τις γειτόνισσες που θαύμαζαν τις αρμαθιές με τα σύκα μας.
Πρώτα πρώτα βραζαμε νερό με χυμό λεμονιού και ζεματιζαμε 3 λεπτά τα σύκα. "Άμα δεν τα ζεματισεις δεν αποστειρωνονται και γεμίζουν σκουληκι" έλεγε και αναρωτιέμαι αν ακόμα και τώρα έχει ιδέα τι είναι η αποστείρωση. Στη συνέχεια τα απλώναμε σε δίσκους με απορροφητικά πανιά "να τραβήξουν τα πολλά ζουμια". (Τώρα απλώνω χαρτί κουζίνας, βαριέμαι να πλένω τα πανιά). Μία ώρα κράταγε το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας και εμείς τότε ετοιμάζαμε τα ταψιά. Τα πλεναμε και τα απολυμαιναμε με ξίδι. Τα σκουπιζαμε και στη συνέχεια τα αφήναμε στον ήλιο να σκοτωθούν και τα τελευταία μικρόβια.
Ύστερα απλωναμε μέσα τα σύκα σε κυκλική φορά και σκεπαζαμε τα ταψιά με τούλια, που ευλαβικά φύλαγε η γιαγιά μου από μπομπονιέρες γάμων και βαπτίσεων, τα οποία τεντωναμε καλά και στηρίζαμε με μανταλάκια. Απο εδώ και πέρα αναλάμβανα εγώ δουλειά. Κάθε μέρα, δύο φορες, μία πριν το πρωινό μπάνιο και μια πριν το απογευματινό, γύριζα τα σύκα. Το βράδυ έπρεπε να φέρνω τα ταψιά μέσα στο σπίτι για να μην "υγρασιστουν και πάει τζάμπα η μέρα". Την τρίτη μέρα έπλενα τα ταψιά και ξανατοποθετουσα μέσα τα σύκα που ήδη είχαν αφυδατωθεί αρκετά. Την έβδομη μέρα ήταν έτοιμα, έπλενα τα ταψιά για τα νεα σύκα της εβδομάδας. Η γιαγιά μου τα έκανε αρμαθιές και τα κρεμαγε στο ταβάνι της αποθήκης για μερικές μέρες. Κατόπιν αποστειρωναμε βάζα, τοποθετούσαμε στον πάτο φύλλα δάφνης, που διώχνει τα ζουζούνια, για αυτό και συχνά σφουγγαριζε με δαφνονερο, μια σειρά σύκα, φύλλα δάφνης, σύκα και ούτω καθεξής μέχρι να γεμίσει το βάζο. Πολλά βάζα τα δώριζε στις γειτόνισσες, για να τις ευχαριστήσει ή και για να τους μπει λιγακι στο μάτι. Σαν μωρό η γιαγιά μου τρελαινόταν να την επιβραβεύουν για τα κατορθώματα της.
Δυστυχώς η συκιά μας γερασε και σταμάτησε να δίνει μελενιους καρπούς, μόνο κάτι ρυτιδιασμενα ανοστα σύκα με μαυρισμένη σάρκα που καθόλου δεν έμοιαζε με διαμάντι, πολλα απο αυτα σκουλήκιασμένα. "Παλιογρια, τεμπελιαζεις. Εμένα να κοιτάς που στα 85 μου δεν σταματάω" είπε η γιαγιά και την έκοψε από την ρίζα.

Η γειτόνισσα μου φέρνει καθημερινά σύκα. Τρώω πολλά, 6 κάθε μέρα, λες και δεν θέλω να χαλάσω τις παραδόσεις του σπιτιού. Αυτά που έμειναν αποφάσισα να τα ξερανω. Πάνε 20 χρόνια από την τελευταία φορά... Και όταν ετοιμαστούν τα βάζα, ένα από αυτά θα πάει στην γιαγιά, στα 90 της πια χρόνια σαν να την ακούω. "Τώρα είμαι εγώ η παλιογρια, αλλά σου φυτεψα άλλη συκιά που μεγαλώνει γρήγορα και θα έχεις τα πιο νόστιμα σύκα από όλους" Και όταν δοκιμάσει σίγουρα κάτι θα βρει να μου πει, κάποιο λάθος ή παραλειψη, κι ας ξέρει μέσα της πως είναι ακριβώς ίδια με τα δικά της νόστιμα αποξηραμένα σύκα...

Μαρίνα Γιάννου

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Ιστορίες της Σύρου


Αφορμή ήταν ένα στρώμα θαλάσσης που ο αέρας το τραβούσε μέσα, το κυνηγούσαν παιδιά, αυτό έδειχνε πως αράζει στα βράχια κι όταν το πλησίαζαν πάλι ξεμάκραινε, σαν να τους κορόιδευε. Ένας κύριος γύρω στα 60, κολυμπούσε δίπλα μας και χαμογελούσε. Περίμενα να πει "αν ήμουν πιο νέος, εγώ θα το προλάβαινα". Όπως μας διηγήθηκε, ήταν γεννημένος το 1950 κι όσα καλοκαίρια θυμόταν τον εαυτό του, σε αυτή την παραλία στρώματα έφευγαν στα ξαφνικά και με τον αέρα έφταναν Σίφνο. Κάποια στιγμή αγόρασε βαρκάκι και πηγαινοερχόταν απέναντι, γνωρίστηκε με ψαράδες και του έλεγαν γελώντας πως όταν πιάνει καιρός, όλη η Σίφνος περιμένει να έρθουν με τον αέρα στρώματα από τη Σύρο. "Με έπαιρναν και τηλέφωνο μερικές φορές και μου έλεγαν πως παρέλαβαν την καινούρια παραγγελία και κάναμε πλακα." Περίμενα την ευκαιρία να τελειώσει για να ρωτήσω, αλλά με πρόλαβε η Χαρά. "Αυτός ο πύργος τι είναι;" "Τον είχε ένας εφοπλιστής ο Κοσμάς και αργότερα το πήρε το Νεώριο και ρήμαξε. Ο Γουλανδρής δεν το χρησιμοποίησε πολύ. Δεν ερχόταν. Τώρα μείναν μόνο δύο ανίψια του, δεν είχε παιδιά, ρήμαξε κι η οικογένεια, αλλά όταν το είχε ο Κοσμάς, ήταν πανέμορφο, κάθε δεκαπενταύγουστο καλούσε όλα τα παιδιά της περιοχής στη γιορτή της κόρης του, για δεκαετία 60 σου μιλάω και εκείνο το διώροφο έξω ήταν τότε καφενεδάκι που έπινε τα ουζάκια του ο Κοσμάς και κερνούσε τους πάντες. Ήταν κι αυτό δικό του. Στο τέλος το χάρισε. Κι αυτός ο δρόμος δεν υπήρχε. Ένα μονοπάτι μόνο τότε."
Πήρε μια βαθιά ανάσα, μας ευχήθηκε καλή διαμονή στο νησί και άρχισε να κολυμπά κόντρα στον αέρα. Ακούσαμε μόνο να λέει "Άργησα σήμερα". Σα να μιλούσε μόνος.

Όχι, δεν υπήρξε άλλη αφορμή. Η Χαρά να λέει πως όποτε μπαίνει στη θάλασσα σηκώνεται αέρας εγώ να απαντώ πως στα ανοικτά ο Τζωρτζ Κλούνεϊ προσπαθεί να ανεβάσει το ψαροκάικό του σε ένα τεράστιο κύμα και στην παραλία ένας κυριούλης πενήντα plus είχε ανέβει σε έναν βράχο και μπέρδευε τους πάντες με τις προθέσεις του: ψάχνει κάτι, θέλει να βουτήξει θεαματικά ή θα γκρεμοτσακιστεί χωρίς να το θέλει. 
Άκουσα μια φωνή πολύ κοντά μου, γύρισα, "εσείς είστε που συζητούσαμε προχτές για τα στρώματα θαλάσσης και τον πύργο του Κοσμά;" με ρώτησε και το χαμόγελο κρατούσε το στόμα του στην ίδια θέση και στα φωνήεντα και στα σύμφωνα. "Τι κάνετε;" απάντησα με ερώτηση και μισή ενοχή που είχα ανεβάσει όσα μου είπε στο facebook. "Περνάτε όμορφα στο νησί μας;" μας ρώτησε και χωρίς να περιμένει απάντηση συνεχισε πως το λέει πολύ όμορφα ένας στίχος.
"Βαμβακάρης;" ήθελα να τον προλάβω κι ευτυχώς μια ο αέρας και δύο οι σκέψεις του ούτε που μου έδωσε σημασία: 
"Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική. 
το σπίτι φτωχικὸ στις αμμουδιὲς του Ομήρου..." Όσο τα φωνήεντα και τα σύμφωνα χόρευαν πάνω στο χαμόγελό του, είπα δυνατά "Ελύτης" κι αυτή τη φορά με άκουσε. "Δεκαετία 60 έρχονταν στην περιοχή τουρίστες και με σφυριά έσπαγαν κι έπαιρναν πέτρες από το βουνό εκεί πίσω. Εμείς τότε δεν ξέραμε. Αργότερα μάθαμε πως εκεί ήταν ο αρχαιότερος οικισμός του νησιού, τα Χοντρά της Βάρης, ίσως πιο παλιός κι από του Φοίνικα. Ένας Γάλλος αρχαιολόγος Ααρών μας άνοιξε τα μάτια και καταλάβαμε πως το βουνό ήταν γεμάτο οψιδιανό, ένα πέτρωμα που μοιάζει με γυαλί κι έφτιαχναν εργαλεία και όπλα την εποχή της πέτρας, αν έχετε ακουστά. Υπάρχει πολύ τέτοιο πέτρωμα στη Νίσυρο και στη Μήλο, αλλά στη Σύρο ποιος το ήξερε;" Κοίταξε στην παραλία, το χαμόγελο έσβησε, είχε αργήσει. "Θα πάω περπατώντας για πιο γρήγορα" είπε και μας χαιρέτισε ευγενικά αφήνοντας πίσω χαμογελαστά φωνήεντα και σύμφωνα. Αν διάβαζε τη σκέψη μου, θα γυρνούσε να μου απαντήσει, γιατί κι αυτή η ιστορία του ήταν από τη δεκαετία του 60. Ο αέρας είχε πέσει κι ο κυριούλης πενήντα plus που τον είχα αφήσει ανεβασμένο στον βράχο είχε βρει μια σκιά, έπαιζε τάβλι κι έπινε μπύρα. Έψαξα το κινητό να γράψω την ιστορία, αλλά είχε μείνει από μπαταρία. Έβγαλα το βιβλίο του Ράνκιν και έπεσα πάνω στη φράση: "Όλοι έχουν δικαίωμα να ζήσουν την παιδική τους ηλικία". Έκλεισα το βιβλίο και κοίταξα τα σπίτια που κρέμονταν ψηλά αλλά και γεμάτα περιέργεια για όσα συνέβαιναν χαμηλά. Μια σκιά σε ένα μπαλκόνι κοιτούσε προς το βουνό που κάποτε ήταν γεμάτο οψιδιανό. Όλοι έχουν δικαίωμα να ζήσουν την παιδική τους ηλικία. Και να την ξαναζήσουν. Κοίταξα καλύτερα μήπως δω φωνήεντα και σύμφωνα να χορεύουν κοντά στη σκιά...".

Ήταν 8.30 και όλοι όσοι είχαν φτάσει στο χωριό Σαν Μιχάλη είχαν πιάσει ήδη τραπέζι στις δύο ταβέρνες ή είχαν απλωθεί στο δρομάκι που κρεμόταν πάνω από την παραλία και με έτοιμες τις φωτογραφικές περίμεναν. Μια καταχνιά όμως έκρυψε το σημείο που θα βουτούσε η τεράστια μπάλα χρώματος πορτοκαλί και στον αέρα σηκώθηκε ένα ααα, όχι δεν έπαιζε το κασετόφωνο τη Μαντουβάλα, ήταν που χάλασε χωρίς πώς και γιατί ένα ακόμη ηλιοβασίλεμα.
Καθόταν στο διπλανό μας τραπέζι, φορούσε γυαλιά μυωπίας με μαύρο σκελετό, άσπρα σγουρά πυκνά μαλλιά και μόνο όταν μας μίλησε, καταλάβαμε ποιος ήταν.
"Πρώτη φορά που συναντιόμαστε εκτός θαλάσσης" είπε με χαμόγελο για μια ακόμη φορά κολλημένο στα φωνήεντα και στα σύμφωνα. Η Χαρά ανταπέδωσε ευγενικά τον χαιρετισμό και προσπαθούσε να διακρίνει τον τελευταίο ήλιο ανάμεσα στη θολή υγρασία μιας ημέρας που έτσι κι αλλιώς θα έφευγε. 
"Το όνομά σας;" 
"Τάσος, νόμιζα πως είχαμε συστηθεί" μου απάντησε χωρίς να ρωτήσει το δικό μου. 
Πρόλαβε πριν έρθει ο σερβιτόρος να μας πει τη μισή ιστορία του προηγούμενου ιδιοκτήτη της ταβέρνας. "Εργάτης στο Νεώριο ήταν κι έφερνε εδώ πάνω φίλους να πίνουν τα ουζάκια τους, έπιανε ο πατέρας του την γκάιντα και γινόταν πανηγύρι σωστό. Μια δυο φορές μαθεύτηκε σε όλο το νησί και αν ήθελες να έρθεις κι εσύ σε αυτά τα γλέντια, έπρεπε να περιμένεις χειμώνα καλοκαίρι και μια και δυο ώρες να αδειάσει τραπεζι". Ο κυρ Τάσος σταμάτησε απότομα, μόλις είδε τον σερβιτόρο. Του είπε ένα "πες μπράβο στο αφεντικό που κρατάει την ποιότητα του μαγαζιού όπως παλιά" και ξαναγύρισε στο τραπέζι του. Όταν επέστρεψε, μας ρώτησε αν παραγγείλαμε Σαν Μιχάλη. "Είναι γραβιέρα από αγελαδινό γάλα και την έφτιαχναν πολύ παλιά σε αυτό το χωριό. Τώρα θα σε γελάσω από πού βγήκε το όνομα. Η εκκλησία του χωριού Αρχάγγελος Μιχαήλ, το απέναντι βουνό Σαν Μιχάλης, το χωριό κι αυτό Σαν Μιχάλη. Αλλά το τυρί πια δε βγαίνει εδώ. Το πήρε αποκλειστικότητα ένα τυροκομείο στον Γαλησσά, ο Ζωζεφίνος." Ο σερβιτόρος άφησε μια σουσαμάτη σαλάτα και μια μελιτζάνα στο πήλινο. Του είπα να προσθέσει ένα Σαν Μιχάλη κι ο κυρ Τάσος ρώτησε για επιβεβαίωση αν ήταν του Ζωζεφίνου. Όταν ελευθερώθηκε το πεδίο, του έβαλα λίγο ροζέ ντόπιο στο ποτήρι του και τσουγκρίσαμε. "Η παραλία που κοιτάτε" είπε στη Χαρά "είναι τα Γράμματα. Από τα αρχαία χρόνια εδώ έπιαναν λιμάνι τα καράβια για να γλιτώσουν τους αέρηδες, Κυκλάδες βλέπετε, οπότε όσο καιρό έμεναν οι ναυτικοί καθηλωμένοι στην ακτή, σκάλιζαν στα βράχια προσευχές στους θεούς τους μια που τους έσωσαν και δύο να τους βοηθήσουν να φύγουν πάλι. Από αυτά τα γράμματα στα βράχια βγήκε και το όνομα της παραλίας." Έκανε μια παύση, έδειξε κάτι σκοτεινά θολά βράχια πίσω από τα Γράμματα και είπε μόνο "Τα Γιούρα". Έπινε λίγες γουλιές κρασί ίσα να μας κάνει παρέα και δεν έτρωγε. "Με περιμένει παρέα στο τραπέζι μου" έλεγε σαν πρώτη δικαιολογία κι όταν τον πιέζαμε επαναλάμβανε πως τρώει μόνο τα δικά του προϊόντα, κρέας και τυρί από τις δικές του κατσίκες και λαχανικά από τον κήπο του. "Αυτό το βουνό πίσω από το χωριό λέγεται Σύριγγας και κατεβάζει νερό από την Άνδρο. Ναι, μέσα από υπόγεια περάσματα φτάνει εδώ η Σάριζα. Και πώς το ανακάλυψαν; Βρέθηκαν στο νερό του Σύριγγα στοιχεία από φυλλώματα πλατάνου, αλλά σε όλη τη Σύρο δε θα βρεις πλατάνι ούτε για δείγμα. Έριξαν λοιπόν χρωματιστό νερό απέναντι στη Σάριζα και μαντέψτε πού βρέθηκε" Στο μεταξύ γέμισε το τραπέζι και με τα υπόλοιπα. Σηκώθηκε ο κυρ Τάσος να φύγει. "Να σας αφήσω να φάτε με την ησυχία σας, σας ζάλισα κιολας". Δεν ήξερα πώς να τον κρατήσω ακόμα. "Ο παλιός ιδιοκτήτης;" ρώτησα περίεργος για το υπόλοιπο μισό της ιστορίας. Κοίταξε γύρω ένοχα και χαμήλωσε τη φωνή του "Ερωτεύτηκε και τίναξε το σπίτι του στον αέρα, έδωσε το μαγαζί και αφού δεν υπήρχε δουλειά στο Νεώριο, βγήκε στα καράβια, δεν ξαναπάτησε στο νησί ούτε τη γυναίκα του την έχουμε δει. Μόνο ο πατέρας του έρχεται και μαζεύει μέλι εδώ πιο πάνω". Σηκώθηκε αργά και στα δύο βήματα ξαναγύρισε προς το μέρος μας. "Δεν ξέρω αν ξαναέπαιξε γκάιντα". 
Χάθηκε στα τραπέζια στο βάθος. Όταν έφευγα, τον αναζήτησα αλλά τίποτα. Κατεβήκαμε αργά τον στενό δρόμο της Απάνω Μεριάς έχοντας στα αριστερά τον γκρεμό, τη θάλασσα και τα φώτα της Τήνου και της Μυκόνου. Σταματήσαμε στην Ανάσταση απέναντι από την Άνω Σύρα. Είχε στηθεί ένα γλέντι από ένα Σύλλογο Φίλων Στέλιου Καζαντζίδη. 
Όση ώρα μείναμε ακούγαμε νησιώτικα κι όταν κάποια στιγμή είπαμε να φύγουμε, σηκώθηκε στον αέρα ένα ααα, όχι δε χάλασε χωρίς πώς και γιατί ένα ακόμα ηλιοβασίλεμα. Ήταν όλοι όρθιοι και τραγουδούσαν τη Μαντουβάλα...


Προσπαθούσα να δω πιο ψύχραιμα αυτό που κρυβόταν πίσω από τους δείκτες του ρολογιού. Ένα καράβι έπαιρνε τη στροφή και οι επιβάτες από Σάμο, Ικαρία και Μύκονο είχαν βγει να θαυμάσουν την πλούσια πλευρά της Ερμούπολης και ψηλά στο βάθος τον Άγιο Νικόλα με τις αρχαίες κολόνες και τον μπλε τρούλο. Από στιγμή σε στιγμή θα σφύριζε το καράβι, κόσμος κι αυτοκίνητα θα κατέβαιναν, κόσμος κι αυτοκίνητα θα ανέβαιναν κι εγώ...
Ξανακοίταξα μέσα στο μαγαζί, η κόρη μου δοκίμαζε καπέλα, φουλάρια και όποτε το θυμόταν γύριζε να με δει και πίστευε πως με ένα χαμόγελο μπορεί να με καθησυχάσει. 
Ήθελα να δείχνω ήρεμος, έκανα μεταβολή και βρέθηκα με τη μούρη κολλημένη σε έναν πάγκο με παγωτά ζαχαρώνοντας τρεις γεύσεις, μπισκότο, σοκολάτα και κρέμα. Ο υπάλληλος δε με πίεζε να αποφασίσω, η ώρα περνούσε, το καράβι δε σφύριζε, η κόρη μου φορούσε κι άλλο φουλάρι κι εγώ με ευγενικό χαμόγελο μάζευα τα μαλλιά πίσω να κρύψω αμηχανία κι αγωνία μαζί και ζητούσα ένα φρέντο εσπρέσσο σκέτο. 
Οι τοίχοι του μαγαζιού ήταν καλυμμένοι με φωτογραφίες πρόχειρα κολλημένες και όλες με ηρωίδες και ήρωες από τηλεοπτικές σειρές, ριάλιτι, ταινίες σε έναν αχταρμά καθόλου ελκυστικό...
Σχεδόν ταυτόχρονα, ο υπάλληλος μου έδινε τον καφέ με τα ρέστα και στο μαγαζί εμφανιζόταν δίπλα μου, όπως μόνο στις παλιές ταινίες γίνεται, ποιος άλλος;
- Ο κυρ Τάσος, φώναξα λες και ήμουν μόνος σε όλο το νησί και ο υπάλληλος με ένα χαμόγελο και λίγο ανασηκωμένο το φρύδι έδειχνε ξεκάθαρα την απορία του πώς και γνωριζόμασταν.
Με συνόδευσε ως το αυτοκίνητο και περιμέναμε μαζί πρώτα να φτάσουν η Χαρά και η κόρη μου κρυμμένες μέσα σε καινούρια καπέλα και φουλάρια και μετά το καράβι. Πρόλαβε και μου είπε την ιστορία του Κοκκινόσπιτου στο Επισκοπείο. Δε μιλούσα, μόνο τον άκουγα. "Έχεις διαβάσει τη Μεγάλη Χίμαιρα; Από το νησί πήρε την ιστορία ο Καραγάτσης. 
Και σήμερα ακόμα λένε πως ακούγονται οι λυγμοί της Ρεΐζη, οι φωνές της Μαρίνας και τα γέλια της κόρης της". 
Το καράβι σφύριζε, οι άγκυρες γρύλιζαν και κάπου ανάμεσα πετούσε ή αγωνία μου μήπως γίνει κάτι και δε φύγω στην ώρα μου. Ο κυρ Τάσος απάντησε στις ευχαριστίες μου με την πρόβλεψη και υπόσχεση μαζί πως στην επόμενη μου επίσκεψη στη Σύρο θα περάσω καλύτερα. "Μετά τις 18 Ιούλη εδώ βγαίνουν τα σύκα κι αν αποφασίσεις να μας έρθεις χειμώνα, θα πάμε στο υπόγειο του Λιλή να δούμε τον πίνακα του Τζινιόλι για τη Φραγκοσυριανή"
Ακολούθησα τις οδηγίες των παρκαδόρων και άφησα το αυτοκίνητο στο κάτω γκαράζ πολύ κοντά στην έξοδο. Βρήκα εύκολα θέση στο σαλόνι, γιατί όλοι είχαν στριμωχτεί κοντά στα παράθυρα και ψάχνοντας ποιος ήταν αυτός ο Τζινιόλι, έκλεισα για μια στιγμή τα μάτια και όταν τα άνοιξα μια γυναικεία φωνή στο μικρόφωνο ανακοίνωνε μια μικρή καθυστέρηση στην άφιξη. Βγήκα έξω να με χτυπήσει ο αέρας. Βρήκα μια γωνία που δεν υπήρχαν καπνιστές να βαριαναστενάζουν και να με σημαδεύουν. Μπήκα σε μια μηχανή αναζήτησης και χτύπησα τη λέξη Τζινιόλι. Ιταλός που έσωσε πολύ κόσμο στη Σύρο την περίοδο της Κατοχής ειδοποιώντας πού θα χτυπήσουν οι κατακτητές. Πρόσθεσα και τη λέξη Λιλής περίεργος για αυτό τον πίνακα της Φραγκοσυριανής. Δεν πάτησα όμως αναζήτηση. Το καράβι έπιανε λιμάνι. 
Οι μισοί δρόμοι του Πειραιά κακοφωτισμένοι και κλειστοί λόγω έργων. Ένα καλοκαίρι κακοκεφο σε μια πόλη θυμωμένη. Η τελευταία απορία της ημέρας: "Τι σχέση είχε ένας Ιταλός που έσωσε τους εχθρούς στην Κατοχή με έναν ταβερνιάρη, φίλο του Μάρκου;"
Χαμογέλασα κι άρχισα να βλέπω όνειρο. Ένα χαμόγελο με κολλημένα πάνω του φωνήεντα και σύμφωνα. Και μετά θάλασσα...


Γιώργος Γιώτης (Ιούλιος 2017)

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Ηλίας




Γεννήθηκε 21 Απριλίου. Το 1970 . Πέντε χρόνια μικρότερος.
Ηλίας κι αυτός. Έφυγε είκοσι χρόνια μετά. Το ταξίδι της ζωής του σύντομο, τα θέματα υγείας μεγάλα. Όλο τον καιρό , χρειαζόταν φροντίδα , δυο μάνες , πολλούς γιατρούς και φάρμακα.
Ένα σπάνιο σύνδρομο είπαν. Τα σκαλοπάτια όλων των νοσοκομείων μας γνώριζαν κι οι διάδρομοι επίσης. Η αναμονή ήταν η λέξη που μάθαμε γράμμα γράμμα. Είκοσι χρόνια. Μέχρι το ήτα. Μια αναμονή να γίνει καλά , να τελειώσει η θεραπεία , να μεγαλώσει σωστά, να επικοινωνεί με όλους , να χαίρεται χωρίς καλώδια.
Ήταν στιγμές με αγκάθια, πέτρινες , που ήθελα απλά να γίνω σκιά ν' ακολουθώ τα βήματα. Χωρίς πόνο. Ήταν στιγμές που μ' έβρισκε η ενοχή , επειδή μεγάλωνα, με στρίμωχνε στην πόρτα της εισόδου κι έπαιρνε τα κλειδιά. Τώρα έχω μόνο το φιλμ , αυτό που κρατάμε στη συρταριέρα της καρδιάς και το προβάλλουμε όταν μένουμε μόνοι. Έχει μέσα σκηνές με γέλια , πειράγματα , αγκαλιές και παραμύθια. Σκηνές με αποχρώσεις του μοβ, μυρωδιές γιασεμιού και κελαηδίσματα του Σπίνου που έμενε στην αυλή. Έχει και σκηνές με νεύρα, με λέξεις απότομες , βιαστικές και πόρτες δωματίου που κλείνουν με θόρυβο.
Έχει όμως και μια σκηνή ν' ανοίγω το παράθυρο με ορμή στην πρωινή δροσούλα, να παίζει ο Χατζιδάκις το Χαμόγελο της Τζοκόντα σ' ένα παλιό κασετόφωνο κι ο Ηλίας να χτυπάει τα χέρια του ρυθμικά και να γελάει. Σαν να κατέβηκε ο ουρανός στο περβάζι και μας χάιδευε.
Αυτή η σκηνή παίζει και τώρα στην καρδιά μου.
Τώρα που γράφω γι' αυτόν.
Τον αδερφό μου.

19/7/2016


Γιώτα Καραγιάννη

Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Καρνάγιο



Θα είμαι πάντα μ' αυτούς τους ανθρώπους που κρατάνε ένα κομμάτι ξύλο στα χέρια και το σκαλίζουν για να φτιάξουν κουπιά. Που βλέπουν τα δέντρα και ξεχωρίζουν πάνω τους μια πλώρη ή ένα κατάρτι. Που αγαπάνε να χτίζουν κι όχι να γκρεμίζουν. Που τους αρέσει να σοβατίζουν τις ρωγμές του χρόνου. Μακριά από προβολείς κι από μεγάλα λόγια. Θα είμαι για πάντα μ' εκείνους τους αθόρυβους που χαμογελάνε και ρίχνουν καράβια στη θάλασσα. Κι ας βρέχονται. Κι ας περιμένουν τη νύχτα να περάσει, σαν ένα φίλο τους που ήρθε να πει ένα γεια. Κι ας μένουν μόνοι. Μετά. Θα έρθει γι' αυτούς η επόμενη μέρα και θα έχουν βάλει μια μικρή εξεδρούλα για να πατήσεις, πριν κολυμπήσεις κι εσύ στ' ανοιχτά. Θα έχουν το δικό τους καρνάγιο για να καλαφατίζουν ψυχές και θα φροντίζουν με αγάπη να μη σκουριάζουν οι αρμοί. Έτσι απλά. Με μια κίνηση του χεριού. Όλη την ώρα που χαιδεύουν ένα κομμάτι ξύλο σαν να είναι παιδί. Κι όλη την ώρα που σε καλούνε. Να μπεις στη βάρκα τους. Με οδηγίες και σωσίβιο πορτοκαλί. Για να κινείς προσεκτικά τα κουπιά. Με σεβασμό στη διάθεση του νερού, στα κύματα που απόμειναν μόνα, μα και στα ίδια τα δέντρα. Άμα τους συναντήσεις, θα τους ξεχωρίσεις αμέσως. Έχουν ρόζους στα χέρια και δεν κοιτάζουν λοξά. Καραβομαραγκούς τους λένε κι έχουν αμέσως έτοιμο για σένα το 'καρναγιάρισμα' στην απλότητα. Όποτε νιώσεις φορτωμένος από φτιασίδια της στεριάς. Ή από τις σκλήθρες μια ζωής που εξακολουθούν να σε πονάνε.



Γιώτα Καραγιάννη