Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Σκόνη στον άνεμο


Θυμάμαι την πρώτη κασέτα που μου είχαν γράψει.
Κόλλησα σχεδόν αμέσως με το τρίτο τραγούδι της δεύτερης πλευράς.
Kansas και Dust in the Wind.
"Τίποτα δεν κρατάει για πάντα, μόνο η γη και ο ουρανός"
Το άκουγα ξανά και ξανά. Μετά από μέρες έφταναν οι Kansas όλο νοσταλγία πάλι στον αγαπημένο μου στίχο, όμως όλα άρχισαν να γίνονται παράξενα. Το κασετόφωνο έβγαλε ένα γουργουρητό κι η κασέτα άρχισε να τρέχει πιο αργά. Ώσπου σταμάτησε.
Η ταινία είχε μπλεχτεί στις κεφαλές και προσπαθούσα με τη μύτη ενός μολυβιού να τη βγάλω χωρίς να κοπεί.
Νόμιζα πως χάλασε η κασέτα. Άρχισα να σκέφτομαι ποιος από τους συμμαθητές είχε τον δίσκο να μου την ξαναγράψει.
Δεν είχα και πολλές ελπίδες αλλά δεν είχα και τίποτα να χάσω. Μια κίνηση μόνο ήταν και την τόλμησα. Πάτησα πάλι το PLAY.
Έπαιζε κανονικά. Ακόμη και το αγαπημένο σημείο του τραγουδιού. Το άκουσα προσεχτικά.
Λίγο μασημένα τα λόγια, λίγο αλλαγμένος ο στίχος, αλλά ποιος είναι τέλειος;
"Τίποτα δεν κρατάει για ..., μόνο η ... και ο ..."
Το νόημα ίδιο.
Λίγο πιο ειρωνικό.

Γιώργος Γιώτης, 24/3/2018

Άγνοια



Δεν ξέρω από πόλεμο. Δεν έμαθα ποτέ. Τον άκουσα μόνο απ' τους γονείς μου. Τον είδα άγριο εισβολέα μπροστά μου - μικρό παιδί ήμουν- ν' αφήνει πίσω του ποτάμι δάκρυα και προσφυγιά στην Κύπρο. Τον ένιωσα σαν ηχηρό χαστούκι το 1987 με το Σισμίκ και το 1996 με τα Ίμια. Τον ζω τα τελευταία χρόνια μες στις εικόνες της Συρίας, χωρίς να βλέπω από κοντά το αληθινό του πρόσωπο. Δεν ξέρω πώς είναι να τρέχουν οι βόμβες πίσω μου. Ούτε σειρήνες άκουσα ποτέ, για να κρυφτώ σε καταφύγια. Δεν ξέρω τι σημαίνει ήρωας στην πράξη και τι σημαίνει να πεθαίνεις για έναν καλύτερο κόσμο. Δεν ξέρω να πολεμάω. Έμαθα μόνο από παιδί να ζω στην ειρήνη. Να γράφω, να διαβάζω, να ζωγραφίζω με τα μικρά παιδιά και ν' ακούω μουσική. Έμαθα να μεγαλώνω το δικό μου παιδί. Να ονειρεύομαι χωρίς οβίδες. Να ταξιδεύω σε τόπους, χωρίς να χρειάζεται να φοράω το χακί. Να στέλνω γράμματα φιλίας και να ανταλλάσσω ιδέες για ένα ανθρώπινο μέλλον. Χωρίς σφαίρες. Να ερωτεύομαι τ' άστρα και να θαυμάζω τους σοφούς, επειδή πρώτοι αυτοί κέρδισαν την ειρήνη. Μέσα τους. Γι' αυτό ποτέ δεν θέλησα να σκοτώσω κανέναν. Ούτε να βάλω αρβύλες. Γιατί δεν κάνω για πόλεμο. Κι αντιπαθώ ό,τι έχει σχέση μ' αυτόν. Και γιατί ''είναι ανέμυαλοι, όσοι αποζητούν τη δόξα με λόγχες και με δυνατά στον πόλεμο κοντάρια''. Κι ο Ευριπίδης ήξερε τι έλεγε, επειδή τον είχε ζήσει τον πόλεμο.


Γιώτα Καραγιάννη

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Φρέζιες






Κατέβηκα από το λεωφορείο, χωρίς να κοιτάζω τους περαστικούς. Έβλεπα μόνο τα δέντρα, τα μισοσκασμένα μπουμπούκια και κάτι κίτρινες φρεζούλες που περίμεναν αγοραστή, μες στην πολυχρωμία της λαικής. Ξαφνικά με πλησίασε μια γυναίκα. Είδα τα μαλλιά της πιασμένα πρόχειρα σε κότσο, κάτι ξανθές τουφίτσες που πετούσαν άτσαλα πάνω στο μέτωπο κι ένα σκούρο χρώμα στην μπλούζα, που ερχόταν σε αντίθεση με το χλωμό της πρόσωπο. ''Συγγνώμη, έχεις καμμιά δουλειά για μένα? Ξέρεις κάτι? Μπορώ να καθαρίζω σπίτια ή σκάλες! Τέσσερα ευρώ την ώρα παίρνω!...'' Τα 'χασα ελαφρώς και κούνησα το κεφάλι αρνητικά. Οι λέξεις μπλόκαραν, μάταια έψαχναν τον δρόμο τους προς την έξοδο κι εγώ τον προορισμό μου. ''Έχασα τον άντρα μου και μεγαλώνω δυο παιδιά!'' συνέχισε ακάθεκτη η νεαρή γυναίκα κι ετοιμάστηκε να μου δώσει το τηλέφωνό της, λες και με γνώριζε χρόνια. ''Δεν ξέρω κάτι!'' απάντησα κι απομακρύνθηκα για να φτάσω στην ώρα μου. Πίσω μου ένας περαστικός, άκουγε με απορία τα λόγια της γυναίκας σε επανάληψη. ''Τέσσερα ευρώ την ώρα παίρνω!'' Ο άνεμος σκόρπιζε τα λόγια της παντού κι ύστερα έφευγε κι αυτός σαν ένας άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Μόνο οι φρεζούλες έμειναν. Να περιμένουν στωικά έναν τυχαίο αγοραστή. Μες στην ανωνυμία των χρωμάτων, που εκπέμπουν όμως παράξενη οικειότητα. Μόνο για μια στιγμή. Σε μια συνηθισμένη αγορά λαικής. Και σε μια πέτρινη ανάγκη του κόσμου.


Γιώτα Καραγιάννη

Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Ευτυχίες






















Είναι κάτι γυναίκες που τις λένε Ευτυχίες. Κάποτε η ευτυχία τους έκλεισε πονηρά το μάτι και τις προσπέρασε. Αυτές συνέχισαν, χωρίς να φυλακίσουν το μυαλό σε κλουβί. Κι ας μην έφερε η ζαριά τους εξάρες. Οι Ευτυχίες που τη ζωή τους την ξόδεψαν. Για το χαμόγελο του διπλανού. Για ένα χορό απάνω σε φτερό του καρχαρία. Σαν να τις όρισε κι αυτές στον κόσμο, μια τσιμινιέρα που σφυρίζει. Κι όταν έφτασε η ώρα της ανάγκης, βρέθηκαν μόνες. Να κοιτάζουν το άπειρο. Χωρίς ένα κομπόδεμα. Χωρίς καβάτζα. Γι' αυτό φοβούνται το σκοτάδι. Και τους κόλακες. Οι Ευτυχίες που πιάνουν καλοκαίρια στα χέρια τους, τα κάνουν χειμώνες κι ύστερα χαίρονται. Σαν τα παιδιά που βουλιάζουν στην άμμο. Όποιος τις συνάντησε, είναι απλά τυχερός. Γιατί από μόνες τους είναι το χάδι μιας απρόσεκτης μοίρας στον κόσμο. Για ένα έργο ζωής που έμεινε ημιτελές. Κι αν τις ακούσεις προσεκτικά, θα συλλαβίζουν το έργο για σένα. Κάτι γυναίκες που τις λένε Ευτυχίες.



Γιώτα Καραγιάννη