Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Φρέζιες






Κατέβηκα από το λεωφορείο, χωρίς να κοιτάζω τους περαστικούς. Έβλεπα μόνο τα δέντρα, τα μισοσκασμένα μπουμπούκια και κάτι κίτρινες φρεζούλες που περίμεναν αγοραστή, μες στην πολυχρωμία της λαικής. Ξαφνικά με πλησίασε μια γυναίκα. Είδα τα μαλλιά της πιασμένα πρόχειρα σε κότσο, κάτι ξανθές τουφίτσες που πετούσαν άτσαλα πάνω στο μέτωπο κι ένα σκούρο χρώμα στην μπλούζα, που ερχόταν σε αντίθεση με το χλωμό της πρόσωπο. ''Συγγνώμη, έχεις καμμιά δουλειά για μένα? Ξέρεις κάτι? Μπορώ να καθαρίζω σπίτια ή σκάλες! Τέσσερα ευρώ την ώρα παίρνω!...'' Τα 'χασα ελαφρώς και κούνησα το κεφάλι αρνητικά. Οι λέξεις μπλόκαραν, μάταια έψαχναν τον δρόμο τους προς την έξοδο κι εγώ τον προορισμό μου. ''Έχασα τον άντρα μου και μεγαλώνω δυο παιδιά!'' συνέχισε ακάθεκτη η νεαρή γυναίκα κι ετοιμάστηκε να μου δώσει το τηλέφωνό της, λες και με γνώριζε χρόνια. ''Δεν ξέρω κάτι!'' απάντησα κι απομακρύνθηκα για να φτάσω στην ώρα μου. Πίσω μου ένας περαστικός, άκουγε με απορία τα λόγια της γυναίκας σε επανάληψη. ''Τέσσερα ευρώ την ώρα παίρνω!'' Ο άνεμος σκόρπιζε τα λόγια της παντού κι ύστερα έφευγε κι αυτός σαν ένας άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Μόνο οι φρεζούλες έμειναν. Να περιμένουν στωικά έναν τυχαίο αγοραστή. Μες στην ανωνυμία των χρωμάτων, που εκπέμπουν όμως παράξενη οικειότητα. Μόνο για μια στιγμή. Σε μια συνηθισμένη αγορά λαικής. Και σε μια πέτρινη ανάγκη του κόσμου.


Γιώτα Καραγιάννη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου