Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Η Δεξίωση.


 «Περάστε στον επάνω χώρο να καθίσετε στα τραπέζια σας παρακαλώ», είπε ο αρχισερβιτόρος. «Ακολουθεί η δεξίωση».
  Η βάφτιση της κόρης της φιλενάδας μου, της παιδικής μου, της αδελφικής μου φίλης μόλις είχε τελειώσει. Η μικρούλα ήταν σαν πριγκιπισσάκι, το εκκλησάκι της βάφτισης σκαρφαλωμένο στο γκρεμό και από κάτω η θάλασσα –θα μπορούσαμε να είμαστε και σε κάποιο Κυκλαδονήσι, ο χώρος πανέμορφος, μπαρ για κοκτέιλ, μπουφέ με ζαχαρωτά, χώρος για τα παιδιά, ήμασταν σε εναν υπερπολυτελή χώρο.
  Κοίταζα τους καλεσμένους. Δυο κόσμοι, δυο αντίθετοι κόσμοι. Απ’ τη μια οι συγγενείς και φίλοι του μπαμπά. Άνθρωποι με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ευκατάσταστοι –πολλοί από αυτούς Ελληνοαμερικάνοι που δεν καταλάβαιναν λέξη ελληνικά, ντυμένοι με επώνυμες τουαλέτες και κουστούμια, με ύφος κοιτούσαν λοξά εμάς, εμάς του άλλου κόσμου, του κόσμου της μαμάς. Απλοί άνθρωποι, καθημερινοί, που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα και κάθε μήνα γράφουν σε χαρτί τα έσοδα- έξοδα και κάνουν τους δικούς τους ισολογισμούς. Πολλοί από αυτούς Βραζιλιάνοι –η μαμά είναι κατά το ήμισι Βραζιλιάνα- με πολύχρωμα φορέματα οι κυρίες, φωνακλάδες, γελαστοί, μιλάνε σε όλους, χειρονομούν ζωηρά, γελάνε δυνατά.
Και ανάμεσα στους καλεσμένους των δύο κόσμων ξεχωρίζει μια μορφή. Η γιαγιά μου. Μια ενενηντάχρονη γιαγιούλα, σκυφτή, με την μαγκουρίτσα της, μαυροντυμένη, ρυτιδιασμένη –κάθε αυλακιά στο πρόσωπό της και μια φουρτούνα της ζωής. «Κάνε στην άκρη λεβέντη μου, όσο με βαστάνε τα πόδια μου και δουλεύει το μυαλό μου, μόνη μου θα κυκλοφορώ» και σπρώχνει με την μαγκούρα της τον σερβιτόρο που θέλησε να την βοηθήσει να ανέβει τα σκαλιά.
  «Εδώ είναι το τραπέζι 2, σίγουρα κάθεστε εδώ;» ρωτάει με αγωνία και απέχθεια συνάμα μια κοκκινομάλλα που έχει ήδη κάτσει και φωνάζει σχεδόν προσβλητικά στον άντρα της γιατί της κρύβει τον ήλιο. «Ο Διογένης είσαι καλέ;» ρωτάει η γιαγιά που έκατσε δίπλα της. Αλλάζει θέση και κάθεται παραδίπλα. «Παντελή κάτσε εσύ εδώ, έλεος πια». Η γιαγιά κουνάει το κεφάλι της, αλλά δεν μιλάει. Και τα πιάτα ξεκινούν να έρχονται. «Τι είναι αυτό παιδί μου»; ρωτάει η γιαγιά σε κάθε άφιξη. «Λαυράκι και σολωμός με σαλάτα γιαγιά», «μακαρόνια με καραβίδες γιαγιά», «σφυρίδα με σάλτσα ρόκα γιαγιά» εξηγώ κάθε πιάτο και η γιαγιά κουνάει το κεφάλι της.
Η κοκκινομάλλα και η παρέα της ούτε να μας κοιτάξουν, το τραπέζι έχει χωριστεί στα δύο, σε δύο κόσμους που είναι αδύνατον να συναντηθούν, έστω για να τσουγκρίσουν τα ποτήρια για να ευχηθούν στην υγειά της νεοφώτιστης. Εμείς γελάμε δυνατά, μιλάμε, χειρονομούμε, σηκώνομαι όρθια για να αναπαραστήσω κάτι, ο άλλος κόσμος με κοιτάει να κάνω γκριμάτσες και αποστρέφει αλλού το βλέμμα –μάλλον δεν είναι πρέπον σε εκείνη την πλευρά του τραπεζιού. Από δίπλα οι Βραζιλιάνοι γελάνε και αυτοί δυνατά, μιλάνε πολύ με ενθουσιασμό, θαυμάζουν τα πιάτα και σχολιάζουν στη γλώσσα τους.
  Και ύστερα έρχεται η ώρα των γλυκών. Και συναντιέμαι με την κοκκινομάλλα στο μπουφέ. Είναι έξαλλη, φωνάζει, διαμαρτύρεται έντονα. Η κρεμ μπρουλέ πρέπει να έχει πάνω καραμελωμένη ζάχαρη, αυτή που μας σέρβιραν δεν έχει, απαιτεί να δει τον σεφ, προσβάλλει έναν δόλιο σερβιτόρο, που τρέχει να φωνάξει τον σεφ –γνωστό όνομα της κοσμικής Αθήνας. Έρχεται, δέχεται τον εξευτελισμό της κοκκινομάλλας για την κρεμ μπρουλέ, κι εγώ που παρακολουθώ τη σκηνή δεν αντέχω άλλο, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι πάνω από την καραμελωμένη ζάχαρη και κυρίως από τα λεφτά όλου του κόσμου. «Μην την ακούτε, η κρεμ μπρουλέ είναι εξαίρετη, αντάξια αυτών που έτρωγα στο Παρίσι που έκανα τις διδακτορικές μου σπουδές. Απλά για να ικανοποιήσουμε την κυρία που προσβλήθηκε για λογαριασμό της κρεμ μπρουλέ ας πούμε  αυτήν εδώ κάπως αλλιώς. Πώς λέγεστε; Γιάννης; Κρεμ Ζαν, μια χαρά ακούγεται. Συγχαρητήρια για τα εξαίρετα πιάτα που μας σερβίρατε σήμερα, ξέρετε εγώ είμαι κόρη πρόξενου και έχω φάει στα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου». Ο σεφ αφήνει κάτω το φλόγιστρο και την ζάχαρη, το ταμπελάκι αλλάζει σε κρεμ Ζαν, η κοκκινομάλλα εχει μείνει μάρμαρο με το στόμα μισάνοιχτο, μια φλέβα χτυπάει στο μέτωπό της, είναι κατακκόκινη και σφίγγει τις γροθιές της. Της χαμογελάω, παίρνω μια κρεμ Ζαν και επιστρέφω στο τραπέζι 2. Με ακολουθεί.
  Η γιαγιά κοιτάει γύρω, συνεχίζει να κουνάει το κεφάλι της. Κοιτάει την κοκκινομάλλα και την παρέα της. «Εδώ που είμαι, θα ‘ρθεις αν είσαι τυχερή. Εγώ δεν είμαι εδώ όμως από τύχη, είναι γιατί με άφηνει ο Θεός να κάνω καλά πράγματα για τους συνανθρώπους μου. Γιατί τόσα λεφτά πέταξαν εδώ πέρα για να φάτε σολωμό, το πιο τοξικό ψάρι και που ακούστηκε καραβίδα χωρίς το κεφάλι, εκεί είναι όλη η ουσία. Κι αν έστω και λίγο ξέρατε από θάλασσα, η σφυρίδα δεν θα καταδεχόσασταν να έχει τίποτα άλλο από πάνω εκτός από λαδολέμενο, με λαδάκι αγνό από τις ελιές που βγάζει ο τόπος μου. Γιατί εγώ που τόσο προσβλητικά με κοιτάτε, είμαι από τη Μάνη και αυτά τα χέρια με τα παραμορφωμένα δάχτυλα είναι έτσι γιατί δούλευα από μικρό παιδί, στην θάλασσα με τη βάρκα του πατέρα μου και στα χωράφια, μάζευα τα ρύζια και τα στάρια. Και ήμουν το μόνο κορίτσι σε όλη τη Μάνη που πήγα σχολείο εκείνα τα χρόνια, το ‘σκαγα κάθε πρωί με τον μικρό μου αδερφό. Πέρασα Κατοχή και έτρωγα τα χαρούπια από τα γουρούνια των Ιταλών για να ζήσω και εμφύλιο και εξορίες και φτώχια και όλα αυτά τα πλούτη σας τίποτα δεν μου λένε εμένα. Τι να τα κάνω άμα δεν έχω το καλό στην ψυχή μου; Άμα ο διπλανός μου πεινάει ή κρυώνει; Ξέρετε πόσα παιδιά θα ντύνονταν με αυτά τα λεφτά, πόσες προσφυγοπούλες θα έπαιρναν γάλα για τα μωρά τους, πόσοι φτωχοί θα έτρωγαν, πόσοι γέροντες θα έπαιρναν φάρμακα; Και τι νομίζετε; Ότι είστε τίποτα σπουδαίοι; Αν θέλετε να γίνετε πρέπει να προσφέρετε σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Γιατί τα πλούτη σας τίποτα δεν αξίζουν. Τα μόνα πλούτη που αξίζουν είναι αυτά της καρδιάς. Εγώ αυτό το κορίτσι που σας τραπεζώνει εδώ σήμερα το ‘βαλα στο σπίτι μου –μικρό παιδάκι, όταν κανείς σας δεν το ήθελε γιατί ήταν μελαμψό, γιατί η μητέρα του ήταν μια φτωχή ξένη, το τάισα στο ίδιο πιάτο και το κοίμησα στο ίδιο κρεβάτι με την εγγονή μου και γιαγιά με φωνάζει και ‘γω σαν τα εγγόνια μου το αγαπάω. Και ‘συ που άλλαξες θέση για να μην κάθεσαι δίπλα μου σου εύχομαι να πάρεις τα χρόνια μου και να σε αγαπάνε, όπως αγαπάνε εμένα. Αλλά για να το καταφέρεις αυτό πρέπει πρώτα εσύ να αγαπάς όλο τον κόσμο». 
  Το άλλο μισό τραπέζι κοιτάζει αποσβολωμένο. Χτύπημα κάτω από τη ζώνη και μάλιστα εντός έδρας. «Μπράβο γιαγιά» φωνάζει μια κοπέλα «Μπράβο, μπράβο» φωνάζουν και οι Βραζιλιάνοι, «καλά τα λες γιαγιά» λέει ο μπαμπάς της κοπέλας... Τα γκαρσόνια χαμογελούν, περνούν, την ακουμπάνε στον ώμο...
  Κοιτάω μια τη γιαγιά και μια γύρω-γύρω ψάχνοντας να δω που βρίσκεται το πνεύμα του Μαρξ ή του Ένγκελς που τη στοίχειωσαν. Δεν εξηγείται αλλιώς, η ενενηντάχρονη γιαγιά μου να μιλάει για την πάλη των τάξεων και για κοινωνική δικαιοσύνη σε ένα από τα πιο πολυτελή μαγαζιά της Αθήνας, στέκι των ευκατάστατων, σε ένα τραπέζι χωρισμένο σε δυο κόσμους... Όταν ήμουν μικρή μου έλεγε "Τι κάνουν οι άνθρωποι όταν καταπιέζονται παιδί μου"; "Επανάσταση γιαγιά"της έλεγα και πολύ ευχαριστιόταν. "Να τα λες αυτά που πιστεύεις και το άδικο να μην το επιτρέπεις, μόνο το δίκαιο να κοιτάς και για αυτό να πολεμάς στη ζωή σου" μου έλεγε μαζί με τις ιστορίες από τη ζωή της. Σκύβω και της ψιθυρίζω στο αυτί "Επανάσταση γιαγιά, επανάσταση". "Εμ, σιγά τους πλούσιους της φακής που μου γύρισε και την πλάτη τούτη 'δω που ήρθε και σε τόσο καλό μαγαζί αχτένιστη. Σφυρίδα και καραβίδες τρώμε και σπίτι μας, γιατί και 'μεις πλούσιοι είμαστε, σε συναισθήματα και καλοσύνη, αλλά που να ξέρετε εσείς από αυτά".

  Ο DJ βάζει σάμπα, οι Βραζιλιάνοι με τα πολύχρωμα φουστάνια χορεύουν παρασύροντας όποιον βρίσκεται κοντά τους σε ένα ξέφρενο χορό –σερβιτόρους, σεφ, προσωπικό. Εμείς γελάμε δυνατά, μιλάμε ζωηρά και απολαμβάνουμε το γλυκό κρασί. Το αεράκι φυσάει απαλά και μας δροσίζει και η γιαγιά μαυροντυμένη, με την μαγκουρίτσα της στο χέρι, πίνει την πορτοκαλάδα της και χαμογελάει ευχαριστημένη σε όλους μοιράζοντας ευχές από καρδιάς...    

Μαρίνα Γιάννου

Το μόνο σίγουρο...



 Έτσι όπως το απόγευμα εξαφανιζόταν, 
αφήνοντας πίσω το σκοτάδι, 
 η Αλίκη έριξε μια βουτιά στον καθρέφτη, 
 ο Μικρός Πρίγκιπας έχασε την ισορροπία του και κατρακυλούσε στον μικρό του πλανήτη 
 και ο Εγωιστής Γίγαντας έκλαιγε μόνος. 

Εκείνος πάλευε με το παρελθόν που είχε γίνει φάντασμα. 
 Από αυτά τα αστεία, ευτυχώς, 
 που με ένα τρύπιο σεντόνι κι ένα «μπουουου» 
κόβουν βόλτες στις παλιές κωμωδίες. 
Γέλασε. 

 Όμως σκέφτηκε πως 
άλλη μια μέρα έφυγε 
 που δε θα μπορούσε να θεωρήσει τον εαυτό του νικητή. 
Κοιτούσε έξω 
και το μόνο που θα μπορούσε να έχει σίγουρο και δικό του ήταν 
πως για μία ακόμη φορά είχε νυχτώσει…

Γιώργος Γιώτης (24/9/2016)

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Απώλεια ...Ώρα Μηδέν




Κι έρχεται η στιγμή να μετρηθείς με την απώλεια. Εκείνη των αγαπημένων ανθρώπων.
Μπορεί να συμβεί ξαφνικά ή να είσαι έτοιμος από καιρό, αλλά να κάνεις ότι δεν το πιστεύεις.
Σε βρίσκει ανυποψίαστο μια συνηθισμένη μέρα που νομίζεις ότι θα τα προλάβεις όλα και πως τακτοποίησες και την τελευταία λεπτομέρεια στη μάχη με την καθημερινότητα. Κι ύστερα μένεις βουβός, στερεύεις από δάκρυα τόσο πολύ που νομίζεις ότι τέλειωσαν και δε θα βρεις άλλα.
Σε παίρνει ο ύπνος στον καναπέ και δε θες να πας στο κρεβάτι σου, γιατί ο καναπές σε προστατεύει σα μήτρα. Πολλές φορές βλέπεις μαύρο στη δική σου οθόνη , κοιτάς το ταβάνι και δεν είναι πια ίδιο. Ούτε κι εσύ. Πρέπει όμως να συνεχίσεις. Μέχρι να μπουν πάλι τα χρώματα στην οθόνη σου.
Θυμάσαι στιγμές , αριθμούς τηλεφώνων , θυμάσαι χαμόγελα και την ουσία που έκανε διαφορετική τη ζωή σου. Θες να θρηνήσεις . Να βρεις χρόνο. Να σταθείς λίγο στην άκρη της σκηνής , όσο παίζεται το έργο. Κάποιος όμως γύρισε το κουμπί σε fast forward και δεν προλαβαίνεις. Πρέπει να πας σούπερ μάρκετ , να μαγειρέψεις , να πας τα παιδιά στο σχολείο , να λύσεις προβλήματα στη δουλειά, να βρεθείς με άλλους ανθρώπους και γενικά να είσαι κανονικός. Μ' ένα σώμα που αντιδρά σα να το χτύπησε μπουλντόζα στην άκρη του δρόμου. Στέκεσαι πάνω  στην ώρα μηδέν και θες να μιλήσεις. Ποιος έχει χρόνο? Ποιος θα σε πάρει μια αγκαλιά από κείνες που μιλούν μόνο με τη σιωπή? Είσαι μόνος κι απαρηγόρητος. Κι αν αυτό δεν το πεις , έρχεται η απώλεια και φτιάχνει κι άλλες ώρες μηδέν , ακίνητες. Κι ας είναι όλα γύρω που τρέχουν. Σα να βυθίζονται  τα πόδια σου σ' ένα κουβά γεμάτο μπετό κι εσύ δεν μπορείς πια να τρέξεις.
Όχι , δε συνηθίζεται η απώλεια. Δεν είναι ρούχο , να το φοράμε καθαρό. Έχει πόνο , μουδιασμένο κεφάλι κι ένα φόβο μήπως την ώρα που το ρολόι σου δείχνει μηδέν, δεν θα προλάβει  κανείς να είναι εκεί. Μέχρι την ώρα , εκείνη την άλλη, που θα ρυθμίσεις και πάλι το δικό σου restart.
Την  επανεκκίνηση δηλαδή που θ'  ανοίξει τη δική σου αγκαλιά.
Για τα διπλωμένα φτερά και την εξορία απ' τη χαρά , χιλιάδων ανυποψίαστων συνανθρώπων.




Γιώτα Καραγιάννη



Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Κάθε τόσο, κάθε λίγο και ελάχιστο...


  
  Ο θάνατος δεν λογαριάζει τίποτα, παιδιά, μανάδες, οικογένειες, φίλους. Δεν τον νοιάζει αν έχεις τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις σου, αν έχεις κανονίσει να βγεις με την παρέα σου, να πας ένα ταξίδι, αν έχεις χρέη ή αν μόλις αγόρασες καινούργιο αυτοκίνητο. Σκληρός, απρόσωπος, κρύος, απρόβλεπτος... Και μετά σιωπή, να αναρωτιέσαι το πως και το τι και να εξαντλείς όλα τα αν και ας μην έχει πια νόημα μιας και δεν μπορεί να αλλάξει πια η ροή.

  Και είναι κάποιες οι φορές, οι λίγες,  που κάποιοι τον ξεγέλασαν πρόσκαιρα, που τους χαρίστηκε αλλά και τόσες άλλες όμως που δεν έδωσε μια ευκαιρία ακόμα σε εκείνους τους ανθρώπους, τους καλούς, τους αγαπητούς , εκείνους που όλοι θέλουμε γύρω μας, δίπλα μας. Και σκέφτομαι πόσο άδικο είναι, αλλά αυτά τα θέματα δεν έχουν χώρο για δικαιοσύνη.

Συνειδητοποιώ ότι δεν  ζούμε μια φορά, ζούμε κάθε στιγμή, κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε ανάσα, κάθε ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων μας, κάθε τόσο, κάθε λίγο και ελάχιστο...

Αλήθεια έχεις σκεφτεί...

πότε ήταν η τελευταία φορά που γέλασες με την καρδιά σου;

πότε ήταν η τελευταία φορά που τα μάτια σου έλαμψαν από χαρά; 

πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσες πλήρης;

πότε ήταν η τελευταία φορά που βοήθησες κάποιον ανιδιοτελώς;

πότε ήταν η τελευταία φορά που κοίταξες τον ήλιο και ένιωσες τυχερός;

πότε ήταν η τελευταία φορά  που αγάπησες με πάθος τη ζωή σου;



Υ.Γ. Είμαι πολύ μικρή για να πηγαίνω στις κηδείες των φίλων μου.


Μαρίνα Γιάννου

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Μπορντώ



'' Μήπως σας λένε Σταυρούλα ? '' με ρώτησε ξαφνικά ο κύριος με το μπορντώ μπλουζάκι έξω από το πολυσύχναστο καφέ στο κέντρο.
'' Όχι!'' απάντησα μουδιασμένη και περίμενα τη δεύτερη ερώτηση.
'' Α, γιατί έχω ένα ραντεβού στα τυφλά και σκέφτηκα μήπως είστε εσείς...!'' συνέχισε ο κύριος χαμογελώντας εγκάρδια.
'' Φοράω και ίδιο χρώμα με τον τοίχο...!'' είπε σκεφτικός μιας κι η αναμονή της Σταυρούλας ζητούσε κι άλλο χρόνο.
Η δική μου παρέα ήρθε στην ώρα της, περίμενα ήσυχη εξάλλου δίπλα στο φίκο, χαζεύοντας τους περαστικούς. Η συζήτηση απλώθηκε στο ξύλινο τραπεζάκι , ο καφές τέλειωσε πριν το καταλάβουμε κι έκανε στιγμιαία τον ίδιο θόρυβο που έκαναν οι γρανίτες κάποτε στα θερινά τα σινεμά.
Φεύγοντας πήρε το μάτι μου τον μπορντώ κύριο με τη Σταυρούλα να μιλάνε πιο κει , σ' ένα άλλο τραπέζι χωρίς φίκο, μόνο με τα λόγια τα οποία δεν άκουγα , είδα όμως πως σχημάτιζαν ομόκεντρους κύκλους. Ένα μελαχρινό κεφάλι κι ένα ξανθό πλησίαζαν μεταξύ τους, σε ίδια τροχιά προσελήνωσης σε κάποιο άγνωστο ίσως κι ανεξερεύνητο ακόμα πλανήτη. Προχώρησα αφηρημένη ως συνήθως, είχα μπροστά μου το φρέσκο σκηνικό και δε με χάλασαν ούτε οι αστυνομικοί με την παράξενη κινητικότητά τους.
'' Η Σταυρούλα ήρθε !...'' παραλίγο να πω, όμως απλά συνέχισα το δρόμο μου σ' αυτή την πόλη που βρίσκει πάντα τρόπους να ξεγελά τη μοναξιά της, να συζητά γέρνοντας το σώμα μπροστά και να τεστάρει τα χρώματα για να δει τελικά ποιο είναι αυτό που ταιριάζει στην ψυχή της.
Με ομόκεντρους κύκλους όλ' αυτά , χάρτες πορείας για μοναχικούς και άπειρους μπορντώ πλανήτες.

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Κάτι καλό έφυγε...


Κατέβηκες για πρωινό, η θάλασσα λάδι. Δοκίμασες από τον μπουφέ λίγο από όλα με τη σκέψη πως κάποια στιγμή απαραίτητα πριν το μεσημέρι θα έπρεπε να έχεις χωνέψει, να ρίξεις μερικές βουτιές στη θάλασσα, να ξαναφάς, να κοιμηθείς κι όλο αυτό το ντόμινο σωριαζόταν εύκολα με μια μπουκιά ομελέτα παραπάνω. 
Τα χελιδονάκια είχαν τη φωλιά τους πάνω ακριβώς από το κεφάλι σου, τα μικρά τσίριζαν ότι πεινάνε όσο έβλεπαν μαζι τη μητέρα τους, κελαηδούσαν ότι τους λείπει όποτε εκείνη έβγαινε για ψώνια. Λέμε τώρα.
Και μετά βουτιές, βουτιές, βουτιές, βόλτες, βόλτες, βόλτες, ξενοιασιά. Κοίταξες καλύτερα έτσι όπως ξεθόλωναν όλα και σου φάνηκε πως άκουσες τη μουσική στις ελληνικές ταινίες όταν το όνειρο τελειώνει, όταν όλα είναι χειρότερα και σου μένει ένα ανόητο χαμόγελο και μια αδιόρατη αίσθηση πως κάτι καλό έφυγε και... κάτι σου λείπει...
Κι ύστερα έπιασε να βρέχει...

Γιώργος Γιώτης (11/9/2016)

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Τα Ντιιιιιιν

  
 Ξύπνημα, πρωινό, μπουγάδα, σκούπισμα, σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα, μαγείρεμα φυσικά, σκούπισμα ξανά -ρίξανε τα παιδιά ψίχουλα από τα μπισκότα που φάγανε-, μάζεμα παιχνιδιών, μάζεμα άλλων παιχνιδιών, ξανά σφουγγάρισμα -είχε ατύχημα ο μικρός- το γατί νιαουρίζει -τελείωσε το φαγητό του- κι άλλο σκούπισμα -η μικρή πάτησε ένα κομμάτι από μπισκότο που της έπεσε κάτω, να αλλάξω σεντόνια στα κρεβάτια, πλυμένα ρούχα περιμένουν για σιδέρωμα, άπλυτα ρούχα στοιβάζονται -το πλυντήριο κάνει υπερωρίες- κι άλλα παιχνίδια για μάζεμα... Τυπικό πρωινό Σαββάτου...
    ...Και ντιιιιιν το messenger, ποιος με ψάχνει πρωί πρωί; Μια φίλη, να μου πει τα ευχάριστα νέα της. Ντιιιιιν και το στεγνωτήριο, έτοιμα τα ρούχα, να παίρνουν σειρά τα επόμενα... Και μέχρι να το αδειάσω και να το ξαναγεμίσω πάλι ντιιιιν το messenger... Ψιλοκουβεντούλα, τα χτεσινά νέα στα γρήγορα, πόσο μου αρέσει η τεχνολογία κάτι τέτοιες στιγμές. Εκεί που έχεις πήξει, που τρέχεις και μόλις κοντεύεις να τελειώσεις κάτι γίνεται και ξαναρχίζεις από την αρχή, που έχεις βυθιστεί μέσα στον φαύλο κύκλο της καθημερινότητας και των υποχρεώσεων και το μόνο που θες είναι μια αφορμή να λουφάρεις, έστω και για λίγο... Ντιιιιν, ντιιιιν ντιιιιιν, ντιιιιν, κάθε ντιν και ένα λεπτό κοπάνας, ντιιιιν, ντιιιιν, ντιιιιν. 
Ντιιιν "Να πιούμε έναν καφέ στα γρήγορα;"
    Αν ήμασταν Ολλανδοί ποτέ δεν θα γινόταν αυτό, θα έπρεπε να το προγραμματίσουμε μια βδομάδα πριν, να το γράψουμε στο ημερολόγιο του κινητού, ντιιιιιν να μας έρθει υπενθύμιση δύο ώρες πριν, να το επιβεβαιώσουμε και τελικά να βρεθούμε για το συμφωνημένο χρονικό διάστημα. Ντιιιιν, ο χρόνος μας τελειώνει, έχουμε κι άλλα να πούμε αλλά πρέπει να χαιρετηθούμε γιατί στο επόμενο ντιιιιν ο χρόνος μας θα έχει ήδη τελειώσει... Ντιιιιν. 
Δεν είμαστε όμως Ολλανδοί και έτσι κανονίζουμε αυθόρμητα ότι μας έρθει -όπως τότε που πήγα Κρήτη με μια φίλη και το αποφασίσαμε μια ώρα πριν φύγει το πλοίο.
   "Φρέντο καπουτσίνο σκέτο ντεκαφεϊνε παρακαλώ" και στην πρώτη γουλιά έχω ξεχάσει το νοικοκυριό, τις υποχρεώσεις, τα άπλυτα -και τα πλυμένα που κάνουν αναρρίχηση στην σιδερώστρα-  και κυρίως τα ντιιιιν. Δεν υπάρχουν ντιιιν. Υπάρχει μόνο η παρέα, διάβασα κάποτε μια έρευνα που έλεγε πως οι Έλληνες δεν έχουν τόση ανάγκη να πάνε σε ψυχαναλυτές γιατί βρίσκονται με φίλους που τους υποκαθιστούν. Και αντί να λες τα ζόρια σου στον δερμάτινο καναπέ του ψυχοτέτοιου, τα λες στο φιλαράκι σου πίσω από ποτήρια φραπέ -ή φρέντο, το είδος του καφέ δεν έχει και τόση σημασία. 
   Και λέμε, λέμε, και πηδάμε από το ένα θέμα στο άλλο, και λίγο κουτσομπολιό ενδιάμεσα -με καλή διάθεση πάντα-, γελάμε, πιάνουμε τα σχολικά,νούμερο ένα θέμα συζήτησης αυτές τις μέρες στους εκπαιδευτικούς κύκλους και κάνενα ντιιιιν δεν διακόπτει τη "συνεδρία" μας. Και τελειώνει ο καφές, αυτά που έχουμε όμως να πούμε δεν τελειώνουν ποτέ και λέμε λέμε, μέχρι που διαπιστώνουμε πως τα μαγαζιά θα κλείσουν σε λίγο και δεν θα προλάβουμε να κάνουμε καμία από τις δουλειές, για τις οποίες βγήκαμε από το σπίτι και λέμε να φύγουμε αλλά είκοσι λεπτά μετά είμαστε ακόμα εκεί, κάποιος να μας διώξει, ντιιιιν, ντιιιιν, αλλιώς θα μείνουμε ως το βράδυ...
Γυρνάω σπίτι, ντιιιιν το πλυντήριο, ντιιιιιν το στεγνωτήριο, ντιιιιν τα παιδιά ρίχνουν κάτω νερά, αλλά τι πειράζει; Ένα δίωρο αρκεί, για να μπουν όλα τα ντιιιιν σε τάξη και ο ήχος τους να ξεθυμάνει και να καλυφθεί από τα γέλια και την πολυλογία, να πνιγεί από την υπέροχη πια διάθεση, και να πάψουν να ακούγονται...  
   Και όταν θα ξαναρχίσουν να ακούγονται, θα έρθει και εκείνο το διαφορετικό ντιιιιν, σε άλλο τόνο, να σπάσει τη μονοτονία, να σε στροβιλίσει, να σε ταρακουνήσει και να σιγοψυθιρίσεις:

Μέτρησα τον κόσμο δυο φορές

μέσα στα απλά ειν’ τα ωραία
όπως όταν είμαστε παρέα
τι καλό που κάνει ένας καφές

Μαρίνα Γιάννου

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Άρωμα

 

Στη χώρα μου ακόμα η διαπλοκή αγοράζει άδεια για τηλεοπτικό σταθμό , εκείνη χαμογελά πλατιά για τις επιτυχίες της, ενώ στην επόμενη σκηνή τα γεροντάκια παραμιλούν απ' την απόγνωση με τα κομμένα λεφτά και τα τρεμάμενα χέρια. Χορός εκατομμυρίων μπροστά μας κι αμέσως μετά η σύνταξη χαρτζιλίκι. Στη χώρα μου οι νοικοκυραίοι έγιναν φτωχοί μ' ένα νόμο κι οι φτωχοί φτωχότεροι με τον ίδιο νόμο. Τώρα θα δώσει η χώρα μου χρήματα που δεν έχει, στον κόσμο που τα χρειάζεται. Σαν τη βοήθεια που στέλνουν μ' ελικόπτερα σε βομβαρδισμένες πόλεις . Μετά.
Οι νέοι άνθρωποι χρειάζονται προυπηρεσία για να δουλέψουν αλλά στη χώρα μου δουλειές δεν υπάρχουν . Κατεβαίνεις έναν πολυσύχναστο δρόμο και παρελαύνουν τα κλειστά μαγαζιά το ένα μετά το άλλο μιας κι ένα στα τέσσερα δουλεύει. Οι δάσκαλοι θα δουλεύουμε εκ περιτροπής το ολοήμερο για οικονομία και θα ζεσταίνουμε στο φούρνο μικροκυμάτων το μεσημεριανό τάπερ, ενώ το πρωί θα μαθαίνουμε στα παιδιά Γλώσσα κι Αριθμητική με project. 
Οι ελεγκτές στη χώρα μου κατεβάζουν παιδιά απ' το λεωφορείο για 1,40 και μερικές φορές αυτά τα παιδιά ξαπλώνουν χάμω και δε σηκώνονται ποτέ. Η ζωή μας χρειάζεται διακανονισμό πια, γραφειοκρατία και μεγάλη υπομονή. Εντάξει , δε γίναμε και Βενεζουέλα με τις επιθέσεις στο ψωμί αλλά στ' αλήθεια πονάει πολύ και το στομάχι γίνεται ένας κόμπος σφιχτός κάθε φορά που ένας δρόμος παραδίδεται στην κυκλοφορία κι ύστερα τον πληρώνεις ακριβά μέχρι να πεθάνεις. Την ίδια ώρα που κλείνουν συνεχώς εκείνοι οι άλλοι δρόμοι , επιλογές λέγονται και σε πάνε σε ξέφωτο για να σκεφτείς , να ονειρευτείς και να δημιουργήσεις. 
Έχω λοιπόν ένα κόμπο στο στομάχι από προχθές κι όλα τα αρμυρίκια μαζί με τις θάλασσες του καλοκαιριού κάνουν φιλότιμη προσπάθεια για να τον λύσουν.
Ανθρωπιστικά.
Χωρίς διαπλοκή.
Χωρίς τρεμάμενα χέρια.
Μόνο με το άρωμα. 
Αυτό που σε μεθάει απ' το μικρό μπουκάλι.
Για να μην πονάς.



Γιώτα  Καραγιάννη