Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Η Δεξίωση.


 «Περάστε στον επάνω χώρο να καθίσετε στα τραπέζια σας παρακαλώ», είπε ο αρχισερβιτόρος. «Ακολουθεί η δεξίωση».
  Η βάφτιση της κόρης της φιλενάδας μου, της παιδικής μου, της αδελφικής μου φίλης μόλις είχε τελειώσει. Η μικρούλα ήταν σαν πριγκιπισσάκι, το εκκλησάκι της βάφτισης σκαρφαλωμένο στο γκρεμό και από κάτω η θάλασσα –θα μπορούσαμε να είμαστε και σε κάποιο Κυκλαδονήσι, ο χώρος πανέμορφος, μπαρ για κοκτέιλ, μπουφέ με ζαχαρωτά, χώρος για τα παιδιά, ήμασταν σε εναν υπερπολυτελή χώρο.
  Κοίταζα τους καλεσμένους. Δυο κόσμοι, δυο αντίθετοι κόσμοι. Απ’ τη μια οι συγγενείς και φίλοι του μπαμπά. Άνθρωποι με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ευκατάσταστοι –πολλοί από αυτούς Ελληνοαμερικάνοι που δεν καταλάβαιναν λέξη ελληνικά, ντυμένοι με επώνυμες τουαλέτες και κουστούμια, με ύφος κοιτούσαν λοξά εμάς, εμάς του άλλου κόσμου, του κόσμου της μαμάς. Απλοί άνθρωποι, καθημερινοί, που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα και κάθε μήνα γράφουν σε χαρτί τα έσοδα- έξοδα και κάνουν τους δικούς τους ισολογισμούς. Πολλοί από αυτούς Βραζιλιάνοι –η μαμά είναι κατά το ήμισι Βραζιλιάνα- με πολύχρωμα φορέματα οι κυρίες, φωνακλάδες, γελαστοί, μιλάνε σε όλους, χειρονομούν ζωηρά, γελάνε δυνατά.
Και ανάμεσα στους καλεσμένους των δύο κόσμων ξεχωρίζει μια μορφή. Η γιαγιά μου. Μια ενενηντάχρονη γιαγιούλα, σκυφτή, με την μαγκουρίτσα της, μαυροντυμένη, ρυτιδιασμένη –κάθε αυλακιά στο πρόσωπό της και μια φουρτούνα της ζωής. «Κάνε στην άκρη λεβέντη μου, όσο με βαστάνε τα πόδια μου και δουλεύει το μυαλό μου, μόνη μου θα κυκλοφορώ» και σπρώχνει με την μαγκούρα της τον σερβιτόρο που θέλησε να την βοηθήσει να ανέβει τα σκαλιά.
  «Εδώ είναι το τραπέζι 2, σίγουρα κάθεστε εδώ;» ρωτάει με αγωνία και απέχθεια συνάμα μια κοκκινομάλλα που έχει ήδη κάτσει και φωνάζει σχεδόν προσβλητικά στον άντρα της γιατί της κρύβει τον ήλιο. «Ο Διογένης είσαι καλέ;» ρωτάει η γιαγιά που έκατσε δίπλα της. Αλλάζει θέση και κάθεται παραδίπλα. «Παντελή κάτσε εσύ εδώ, έλεος πια». Η γιαγιά κουνάει το κεφάλι της, αλλά δεν μιλάει. Και τα πιάτα ξεκινούν να έρχονται. «Τι είναι αυτό παιδί μου»; ρωτάει η γιαγιά σε κάθε άφιξη. «Λαυράκι και σολωμός με σαλάτα γιαγιά», «μακαρόνια με καραβίδες γιαγιά», «σφυρίδα με σάλτσα ρόκα γιαγιά» εξηγώ κάθε πιάτο και η γιαγιά κουνάει το κεφάλι της.
Η κοκκινομάλλα και η παρέα της ούτε να μας κοιτάξουν, το τραπέζι έχει χωριστεί στα δύο, σε δύο κόσμους που είναι αδύνατον να συναντηθούν, έστω για να τσουγκρίσουν τα ποτήρια για να ευχηθούν στην υγειά της νεοφώτιστης. Εμείς γελάμε δυνατά, μιλάμε, χειρονομούμε, σηκώνομαι όρθια για να αναπαραστήσω κάτι, ο άλλος κόσμος με κοιτάει να κάνω γκριμάτσες και αποστρέφει αλλού το βλέμμα –μάλλον δεν είναι πρέπον σε εκείνη την πλευρά του τραπεζιού. Από δίπλα οι Βραζιλιάνοι γελάνε και αυτοί δυνατά, μιλάνε πολύ με ενθουσιασμό, θαυμάζουν τα πιάτα και σχολιάζουν στη γλώσσα τους.
  Και ύστερα έρχεται η ώρα των γλυκών. Και συναντιέμαι με την κοκκινομάλλα στο μπουφέ. Είναι έξαλλη, φωνάζει, διαμαρτύρεται έντονα. Η κρεμ μπρουλέ πρέπει να έχει πάνω καραμελωμένη ζάχαρη, αυτή που μας σέρβιραν δεν έχει, απαιτεί να δει τον σεφ, προσβάλλει έναν δόλιο σερβιτόρο, που τρέχει να φωνάξει τον σεφ –γνωστό όνομα της κοσμικής Αθήνας. Έρχεται, δέχεται τον εξευτελισμό της κοκκινομάλλας για την κρεμ μπρουλέ, κι εγώ που παρακολουθώ τη σκηνή δεν αντέχω άλλο, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι πάνω από την καραμελωμένη ζάχαρη και κυρίως από τα λεφτά όλου του κόσμου. «Μην την ακούτε, η κρεμ μπρουλέ είναι εξαίρετη, αντάξια αυτών που έτρωγα στο Παρίσι που έκανα τις διδακτορικές μου σπουδές. Απλά για να ικανοποιήσουμε την κυρία που προσβλήθηκε για λογαριασμό της κρεμ μπρουλέ ας πούμε  αυτήν εδώ κάπως αλλιώς. Πώς λέγεστε; Γιάννης; Κρεμ Ζαν, μια χαρά ακούγεται. Συγχαρητήρια για τα εξαίρετα πιάτα που μας σερβίρατε σήμερα, ξέρετε εγώ είμαι κόρη πρόξενου και έχω φάει στα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου». Ο σεφ αφήνει κάτω το φλόγιστρο και την ζάχαρη, το ταμπελάκι αλλάζει σε κρεμ Ζαν, η κοκκινομάλλα εχει μείνει μάρμαρο με το στόμα μισάνοιχτο, μια φλέβα χτυπάει στο μέτωπό της, είναι κατακκόκινη και σφίγγει τις γροθιές της. Της χαμογελάω, παίρνω μια κρεμ Ζαν και επιστρέφω στο τραπέζι 2. Με ακολουθεί.
  Η γιαγιά κοιτάει γύρω, συνεχίζει να κουνάει το κεφάλι της. Κοιτάει την κοκκινομάλλα και την παρέα της. «Εδώ που είμαι, θα ‘ρθεις αν είσαι τυχερή. Εγώ δεν είμαι εδώ όμως από τύχη, είναι γιατί με άφηνει ο Θεός να κάνω καλά πράγματα για τους συνανθρώπους μου. Γιατί τόσα λεφτά πέταξαν εδώ πέρα για να φάτε σολωμό, το πιο τοξικό ψάρι και που ακούστηκε καραβίδα χωρίς το κεφάλι, εκεί είναι όλη η ουσία. Κι αν έστω και λίγο ξέρατε από θάλασσα, η σφυρίδα δεν θα καταδεχόσασταν να έχει τίποτα άλλο από πάνω εκτός από λαδολέμενο, με λαδάκι αγνό από τις ελιές που βγάζει ο τόπος μου. Γιατί εγώ που τόσο προσβλητικά με κοιτάτε, είμαι από τη Μάνη και αυτά τα χέρια με τα παραμορφωμένα δάχτυλα είναι έτσι γιατί δούλευα από μικρό παιδί, στην θάλασσα με τη βάρκα του πατέρα μου και στα χωράφια, μάζευα τα ρύζια και τα στάρια. Και ήμουν το μόνο κορίτσι σε όλη τη Μάνη που πήγα σχολείο εκείνα τα χρόνια, το ‘σκαγα κάθε πρωί με τον μικρό μου αδερφό. Πέρασα Κατοχή και έτρωγα τα χαρούπια από τα γουρούνια των Ιταλών για να ζήσω και εμφύλιο και εξορίες και φτώχια και όλα αυτά τα πλούτη σας τίποτα δεν μου λένε εμένα. Τι να τα κάνω άμα δεν έχω το καλό στην ψυχή μου; Άμα ο διπλανός μου πεινάει ή κρυώνει; Ξέρετε πόσα παιδιά θα ντύνονταν με αυτά τα λεφτά, πόσες προσφυγοπούλες θα έπαιρναν γάλα για τα μωρά τους, πόσοι φτωχοί θα έτρωγαν, πόσοι γέροντες θα έπαιρναν φάρμακα; Και τι νομίζετε; Ότι είστε τίποτα σπουδαίοι; Αν θέλετε να γίνετε πρέπει να προσφέρετε σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Γιατί τα πλούτη σας τίποτα δεν αξίζουν. Τα μόνα πλούτη που αξίζουν είναι αυτά της καρδιάς. Εγώ αυτό το κορίτσι που σας τραπεζώνει εδώ σήμερα το ‘βαλα στο σπίτι μου –μικρό παιδάκι, όταν κανείς σας δεν το ήθελε γιατί ήταν μελαμψό, γιατί η μητέρα του ήταν μια φτωχή ξένη, το τάισα στο ίδιο πιάτο και το κοίμησα στο ίδιο κρεβάτι με την εγγονή μου και γιαγιά με φωνάζει και ‘γω σαν τα εγγόνια μου το αγαπάω. Και ‘συ που άλλαξες θέση για να μην κάθεσαι δίπλα μου σου εύχομαι να πάρεις τα χρόνια μου και να σε αγαπάνε, όπως αγαπάνε εμένα. Αλλά για να το καταφέρεις αυτό πρέπει πρώτα εσύ να αγαπάς όλο τον κόσμο». 
  Το άλλο μισό τραπέζι κοιτάζει αποσβολωμένο. Χτύπημα κάτω από τη ζώνη και μάλιστα εντός έδρας. «Μπράβο γιαγιά» φωνάζει μια κοπέλα «Μπράβο, μπράβο» φωνάζουν και οι Βραζιλιάνοι, «καλά τα λες γιαγιά» λέει ο μπαμπάς της κοπέλας... Τα γκαρσόνια χαμογελούν, περνούν, την ακουμπάνε στον ώμο...
  Κοιτάω μια τη γιαγιά και μια γύρω-γύρω ψάχνοντας να δω που βρίσκεται το πνεύμα του Μαρξ ή του Ένγκελς που τη στοίχειωσαν. Δεν εξηγείται αλλιώς, η ενενηντάχρονη γιαγιά μου να μιλάει για την πάλη των τάξεων και για κοινωνική δικαιοσύνη σε ένα από τα πιο πολυτελή μαγαζιά της Αθήνας, στέκι των ευκατάστατων, σε ένα τραπέζι χωρισμένο σε δυο κόσμους... Όταν ήμουν μικρή μου έλεγε "Τι κάνουν οι άνθρωποι όταν καταπιέζονται παιδί μου"; "Επανάσταση γιαγιά"της έλεγα και πολύ ευχαριστιόταν. "Να τα λες αυτά που πιστεύεις και το άδικο να μην το επιτρέπεις, μόνο το δίκαιο να κοιτάς και για αυτό να πολεμάς στη ζωή σου" μου έλεγε μαζί με τις ιστορίες από τη ζωή της. Σκύβω και της ψιθυρίζω στο αυτί "Επανάσταση γιαγιά, επανάσταση". "Εμ, σιγά τους πλούσιους της φακής που μου γύρισε και την πλάτη τούτη 'δω που ήρθε και σε τόσο καλό μαγαζί αχτένιστη. Σφυρίδα και καραβίδες τρώμε και σπίτι μας, γιατί και 'μεις πλούσιοι είμαστε, σε συναισθήματα και καλοσύνη, αλλά που να ξέρετε εσείς από αυτά".

  Ο DJ βάζει σάμπα, οι Βραζιλιάνοι με τα πολύχρωμα φουστάνια χορεύουν παρασύροντας όποιον βρίσκεται κοντά τους σε ένα ξέφρενο χορό –σερβιτόρους, σεφ, προσωπικό. Εμείς γελάμε δυνατά, μιλάμε ζωηρά και απολαμβάνουμε το γλυκό κρασί. Το αεράκι φυσάει απαλά και μας δροσίζει και η γιαγιά μαυροντυμένη, με την μαγκουρίτσα της στο χέρι, πίνει την πορτοκαλάδα της και χαμογελάει ευχαριστημένη σε όλους μοιράζοντας ευχές από καρδιάς...    

Μαρίνα Γιάννου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου