Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

Αισιοδοξία




Νωρίς το πρωί. Τσουχτερό κρύο. Στο δρόμο μια αφύσικη ηρεμία να ξεγελάει την κατοχή του χειμώνα. Στην πλατεία άδεια παγκάκια κι ένα αδέσποτο κουλουριασμένο στην είσοδο μιας πολυκατοικίας.
Ένα ερωτευμένο ζευγαράκι με χοντρά μπουφάν σε χρώματα της γης, προσπαθεί να βρει καταφύγιο, σχηματίζοντας με τα χέρια του μικρές απάνεμες στέγες. Μια αγκαλιά, δυο πρόσωπα, μια ψυχή. Λίγο πιο κάτω , έξω απ' τα γυμνάσια, ζωηρές φωνές παιδιών και γέλια. Δυο κορίτσια πέρασαν από δίπλα μου χαμογελώντας. Τα μαύρα μαλλιά τους ανέμιζαν στον αέρα, λες κι επισκέφτηκε ξαφνικά το στενό μια άγουρη άνοιξη. Σα να ζεστάθηκε ο Θεός απότομα κι έβγαζε κείνη την ώρα το παλτό του.
''Ένα τσάι παρακαλώ!'' είπα στο νεαρό σερβιτόρο.
Εκείνος εξαφανίστηκε κι έκλεισε την πόρτα για να μην κρυώνω, χωρίς να ξέρει πως η άνοιξη ήταν κιόλας καθ' οδόν. Ναι, έχουμε χρέος να είμαστε αισιόδοξοι , σκέφτηκα κι άφησα το μέλι να σχηματίζει μικρές κυψέλες στην ψυχή μου. Λίγο πριν φτάσω στο σχολείο και συναντήσω έκπληκτη τους ποιητές, να παίζουν ξένοιαστοι μες στο προαύλιο.
Με τις πολύχρωμες μπάλες των μικρών παιδιών. 

Μέσα στο τσουχτερό, κατοχικό κρύο.






Γιώτα Καραγιάννη

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Ο χρόνος μέσα στην τάξη...


Είμαι στην τάξη, 
έχω ρωτήσει με το βλέμμα στο κενό:
«Ποιες πηγές ενέργειας γνωρίζετε;».
Μεσολαβούν ήχοι. 
Πετούν σαν πεταλούδες αργά
ανάμεσα στα ανοικτά βιβλία.
Η σιωπή της αναζήτησης,
ο θόρυβος της βιασύνης,
κι όλα στο τέλος πνίγονται σε γάργαρα νερά
που επενδύουν την αναδρομή.
Ο πρώτος που θα πάρει το λόγο
ίσως πει κάτι σχετικό.
Οι υπόλοιποι απομακρύνονται από το θέμα
περιφρονώντας τις υποδείξεις
και ο τελευταίος χάνεται στο βάθος του ορίζοντα.
- Πώς μυρίζει το φυσικό αέριο μόλις βγει από τη γη;
- Χειρότερα από τα τζάκια που καίνε καρεκλοπόδαρα;
- Τι έκαψε στο τζάκι της η Πυθία λίγο πριν εξαφανιστεί;
- Πότε θα κάνουμε πρόβα για τη γιορτή;
- Συγγνώμη για την αδιάκριτη ερώτηση, αλλά … τι ώρα είναι;
Στις ταινίες όταν ξανακούγονται τα γάργαρα νερά,
η οθόνη θολώνει,
ο πρωταγωνιστής ανοιγοκλείνει τα μάτια
και όλα γίνονται πάλι τωρινά, πραγματικά.
Στην τάξη όμως
ο χρόνος γλιστράει μέσα από την παλάμη σου
και κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες μαζί με τα παιδιά.

(Εικόνα: Βιβλίο Φυσικής Στ΄τάξης)


Γιώργος Γιώτης, 14 Ιανουσρίου 2013

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Ωτοστόπ




Το κόκκινο αυτοκίνητο σταμάτησε ξαφνικά μπροστά μας. 
Μια ηλικιωμένη γυναίκα έσκυψε στο παράθυρο του συνοδηγού κι έλεγε κάτι λόγια.
Τα παράθυρα ήταν κλειστά , το σώμα της γυναίκας είχε γείρει παρακλητικά και το μόνο που μπόρεσα να διακρίνω ήταν οι κουβέντες ''Σας παρακαλώ , μ' αφήνετε κι εμένα λίγο πιο πέρα? ''...
Ο οδηγός το σκέφτηκε για μερικά λεπτά κι όταν αποφάσισε να μη δεχτεί, ξεκινώντας την πορεία του με μεγάλη ταχύτητα, ήρθε η ηλικιωμένη στο δικό μας παράθυρο κουνώντας τα χέρια.
Άνοιξα το παράθυρο, φορούσε ένα μαντίλι, χοντρά μυωπικά γυαλιά κι ένα καφέ παλτό.
'' Σας παρακαλώ, θέλω να πάω εδώ λίγο πιο πάνω που μένει μια φίλη μου, είμαι μόνη μου και δεν μπορώ να πάω με τα πόδια!...'' είπε και με το νεύμα κατάλαβε ότι μπορούσε να επιβιβαστεί στο πίσω κάθισμα. '' Αχ, σας ευχαριστώ πολύ, χίλιες ευχές να 'χετε! '' είπε κι έκοψε αμέσως τον ειρμό της σκέψης μου που σχημάτιζε σπείρες, εγκληματικές φυσιογνωμίες γιαγιάδων, παγίδες στημένες από αγνώστους και αστυνομικό ρεπορτάζ φρεσκότατο μ' εμάς μέσα!...
Ομιλητικότατη , χαρούμενη και προσφιλής διέλυσε την πάχνη της μεγαλούπολης μαζί με τους φόβους και τη φαντασία μου- τα δύο φ νικήθηκαν ολοσχερώς - να, εδώ στην ανηφόρα μ' αφήνετε, με περιμένουν είπε, να μην κάνω μόνη μου Πρωτοχρονιά, αχ, άσχημο πράγμα να είσαι μόνος και κατέβηκε με το Καλή Χρονιά στις τσέπες του παλτού της. Κι όταν τη ρώτησα για το ρίσκο που παίρνει, αν φοβάται να μπει σε ξένα αυτοκίνητα μου απάντησε '' Σε είδα και είπα μέσα μου , αυτή είναι δικιά μου!...''
Κάναμε στροφή και φύγαμε χαμογελώντας, ακόμα δεν ξέρω τι ήθελε να πει, ντράπηκα για τις προηγούμενες σκέψεις μου κι αυτή η πόλη έγινε ξαφνικά τόσο μικρή.
Υπήρχε μόνο η γιαγιά και η δική της ανηφόρα.
Όσο για μένα με είχε παρασύρει όλη μέρα μια ανεξήγητη χαρά κι είχα αποφασίσει να παρασύρω κι άλλους μαζί μου.
Σαν ένα θαρραλέο ωτοστόπ σε άγνωστους ανθρώπους αυτής της πόλης.


Γιώτα   Καραγιάννη