Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Το χειροφίλημα

90χρονη γιαγιά, με την καμπουρίτσα της, δεν βλέπει πολύ καλά, δεν ακούει σχεδόν καθόλου, Mανιάτισσα, ισχυρογνώμων, επίμονη και ξεροκέφαλη βγαίνει μες την ντάλα του μεσημεριού να πάει να ψωνίσει φαγητό για τον σκύλο της (κουφός, τυfλός, με ακράτεια). Ανεβαίνει τον ήσυχο δρόμο κατευθυνόμενη προς τον κεντρικό. Ένα σκούρο αυτοκίνητο (δεν θυμόταν το χρώμα ακριβώς) στρίβει. Σταματάει δίπλα της.
-Πού πας βρε γιαγιά; Σε ψάχνουμε. Από τη ΔΕΗ είμαστε, έχει διαρροή το ρολόι σου. Πάμε σπίτι σου να το φτιάξουμε.
- Ααααα ο Θεός σας έστειλε παιδιά μου. Ξέρετε πριν δυο μήνες δεν είχα ρεύμα.

Ο συνοδηγός ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου και πηδάει στο πίσω κάθισμα.
- Έλα μπες.

Φτάνουνε σπίτι, παρκάρουνε και βγαίνουνε.
- Μπα, πολύ ωραίοι είστε εσείς καλέ!
Οι δύο άντρες είναι κουστουμαρισμένοι και πολύ περιποιημένοι. Μιλάνε ελληνικά. Ο ένας είναι γύρω στα 50, έχει γκριζάρει, σταρένιο δέρμα, στενά χαρακτηριστικά. Ο άλλος πιο νέος, δεν τον πρόσεξε ιδιαίτερα. 

Οι Mανιάτες έχουν ένα θέμα με τη φιλοξενία, δεν είναι δυνατόν να πας σπίτι τους και να μην σου προσφέρουν κάτι, έστω ένα ποτήρι νερό. Φιλόξενη και η γιαγιά, λοιπόν, ανοίγει διάπλατα πόρτες, παράθυρα τους καλωσορίζει, τους βάζει μέσα, τους δείχνει και τα κατατόπια, κερνάει και πορτοκαλάδα δροσερή - δροσερή γιατί έχει ζέστη και οι άνθρωποι δουλεύουν μες τον ήλιο και περιμένει να φτιάξουν τη βλάβη. 
Το σπίτι της γιαγιάς είναι παλιό, γεμάτο πράγματα που η γιαγιά έχει μαζέψει από εδώ και από κει. Παντού υπάρχουν διάφορα μπιμπελό, πολλά από αυτά σπασμένα, κατεστραμμένα. Ούτε τηλεόραση δεν έχει. Μόνο ένα ραδιάκι, τουλάχιστον 25 ετών, που κρατάει συντροφιά στη γιαγιά, να ακούει την λειτουργία, άμα δεν μπορεί να πάει στην εκκλησία. 
Οι "τεχνικοί" τσεκάρουν γύρω-γύρω.
- Γιαγιά, μόνο αυτό είναι το σπίτι;
- Όχι παιδάκι μου, έχει και από 'κει δυο καμαράκια. Έλα να σου ανοίξω.

Τους ανοίγει και τα άλλα δύο μικρά δωματιάκια, από αυτά ξεκίνησε το σπίτι με τον άντρα της πριν 55 χρόνια. Παλιά, χτισμένα με τσιμεντόλιθους, οι τοίχοι είναι στραβοί, το ταβάνι έχει υγρασία. Κρεβάτια και μια παλιά βιβλιοθήκη είναι τα μοναδικά έπιπλα του χώρου. Πάνω στη βιβλιοθήκη μια παλιά, σπασμένη κορνίζα τραβάει το βλέμμα. Η γιαγιά νέα, μες το νυφικό της, καμαρώνει δίπλα στον άντρα της, τον έχασε νέο, έχει ξεθωριάσει αυτή η ανάμνηση στο μυαλό της, σαν τη φωτογραφία στην κορνίζα. Πάνω στα κρεβάτια, που κοιμόνταν τα εγγόνια της όταν ήταν μικρά, υπάρχουν τα παιχνίδια των δισέγγονών της, για να παίζουν όταν έρχονται. Και η γιαγιά, όταν νιώθει μοναξιά, πηγαίνει εκεί, χαϊδεύει τα παιχνίδια, τα τακτοποιεί και φορτώνεται όλες τις αναμνήσεις που κρύβουν τα δύο καμαράκια...  

- Λοιπόν γιαγιά άκου τώρα να μην πάθουμε ζημιά και μας φωνάζεις μετά. Ότι χρυσαφικά έχεις και λεφτά, φερ'τα έξω γιατί θα ηλεκτριστούν, θα καούν και θα σου χαλάσουν.
Και τότε η γιαγιά καταλαβαίνει, ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι δεν τους έστειλε ο Θεός, ότι δεν είναι τεχνικοί, ότι δεν προκειται να φτιάξουν τίποτα... 

- Αχ παιδάκι μου, 90 χρονών είμαι, ότι είχα τα έδωσα τι να τα κάνω στα στερνά μου; Και λεφτά, να 20€ έχω να πάω να πάρω φαγητό, δεν παίρνω σύνταξη, ότι μου δίνει η κόρη μου, κι αυτή δεν έχει, μην νομίζεις. Το μόνο χρυσό που έχω είναι η βέρα του άντρα μου, που την φοράω γιατί έχει σφηνώσει και δεν βγαίνει. Αλλιώς θα την είχα δώσει και αυτή. Δεν είναι βέβαια εντελώς χρυσή. Πού λεφτά παιδάκι μου εκείνα τα χρόνια. Ξέρεις τι έχω περάσει εγώ; Πόλεμο και κατοχή.Εκεί στο χωρίο τρώγαμε τα χαρούπια και τα λούπινα που είχαμε για τα γουρούνια. Ξέρεις τι είναι τα λούπινα; Απαπαπα ξερά, άνοστα, αλλά τι να κάνεις; Μέχρι και φυλακή με βάλανε οι παλιοιταλοί. Είχα αδερφό εγώ ήρωα, τον ένδοξο Κ.Σ. που τον θαύμαζε όλη η Μάνη παιδί μου και με πιάσανε οι Ιταλοί, για να μαρτυρήσω που είναι, αλλά εγώ τους έλεγα ψέματα και τον έψαχναν και δεν τον έβρισκαν και τελικά με άφησαν μετά από ένα μήνα. Και...
- Καλά καλά γιαγιά εντάξει την φτιάξαμε την βλάβη, φεύγουμε.

Οι δύο άντρες κοιτάζονται "Ασ'το τίποτα δεν έχει, πάμε"
- Να 'στε καλά παιδιά μου, να πάρετε τα χρόνια μου, την υγεία μου, την καλή μου καρδιά, την τύχη μου, την αξιοσύνη μου, χήρεψα παιδάκι μου με δυο μικρά παιδιά, όλα μόνη μου τα έφτιαξα εδώ με την προκοπή μου και την επιμονή μου. Σαν κι εμένα γιοί μου, μόνο καλά να κάνετε στη ζωή σας και να βοηθάτε τον κόσμο, όπως βοηθήσατε και εμένα σήμερα. Αχ εμένα ο Θεός δεν με αξίωσε να κάνω έναν γιο και πολύ ήθελα αλλά έχω έναν δισέγγονο κούκλο, καθίστε να σας φέρω φωτογραφίες να σας δείξω. 

- Όχι γιαγιά έχουμε να πάμε και αλλού.
- Ε καλά να σας βγάλω έξω παιδιά μου, ελάτε. Να πάτε στο καλό, να είστε καλοί άνθρωποι και να βοηθάτε τους φτωχούς σαν κι εμένα...

Ο ένας από τους δύο σκύβει και της φιλάει το χέρι.
- Καλημέρα γιαγιά και 'συ να είσαι καλά και να περάσεις τα 100...


Μαρίνα Γιάννου

Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Πάμε μια βόλτα στη... Σαμοθράκη

9/8/2015
Αποστολή νο1
Ιερό των Μεγάλων Θεών.


Η ταυτότητα και η φύση των θεών ακόμη αινιγματική. Η Αξίερος μια "Μεγάλη Μητέρα" σαν την Κυβέλη κι οι μύστες απολάμβαναν ένα υπέροχο τόπο και ίσως μια ευτυχισμένη μετά θάνατον ζωή.





9/8/2015 
Αποστολή νο2
Φονιάς 


Έψαχνα τα λόγια στο μοιρολόι για έναν "ήλιο φονιά", πατούσα και γλιστρούσα πάνω σε κάτι θεόρατα βότσαλα αλλά και ρίζες, λάσπες και άμμο ακόμα στην αριστερή όχθη ενός σεσημασμένου τουλάχιστον ποταμού. Ο Αστραπόγιαννος πουθενά, το μοιρολόι του όμως έτοιμος ήμουν να το τραγουδήσω και να ανακαλύψουν όλοι πως ναι, το νησί έχει αρκούδες που δεν εκτιμούν τους παράφωνους. Όσοι έρχονταν απ' το αντίθετο ρεύμα κουνούσαν το κεφάλι κι έλεγαν "ούτε το ένα τρίτο δεν έχετε περπατήσει ακόμα " κάτι σαν το σύνθημα του εφοδεύοντα στον στρατό κι εμείς απορούσαμε "τόσο μεγάλη απόσταση είναι αυτό το ένα τρίτο;". Κάποιος από μας απαντούσε στο άσχετο "ωραίος δρόμος, αλλά δεν έχει φανάρια" κι η παρέα μεγάλωνε. Όταν φτάσαμε δεν το πιστεύαμε και πολύ. "Πού είναι οι νεράιδες;" Μέχρι να φτάσουμε βράχο βράχο τη βάθρα του μεγάλου καταρράχτη. Όλοι λέγαμε "Περπατήσαμε τόση ώρα και δε θα βουτήξουμε;". Μετά είχαμε ένα ηλίθιο χαμόγελο, αυτό που συνοδεύει την ημικρανία και τις κράμπες όπου υπάρχει μυϊκή μάζα. Ένας κύριος κολυμπούσε μπροστά μου -που λέει ο λόγος κολυμπούσε κρατώντας τις δυο κόρες του μην πάνε στον πάτο και χειρονομώντας στη σύζυγο πως όλα βαίνουν καλώς. Ήταν απ' το Αμύνταιο και μου πρότεινε διαδρομή ωραία στα μέρη του και μου ανέλυε λεπτομέρειες και τον παρακολουθούσα με ενδιαφέρον, γιατί τι άλλο μπορούσα να κάνω; Αν κοιτούσα στον βυθό, έβλεπα ένα πράσινο στο πολύ σκοτεινό του και φανταζόμουν πως από στιγμή σε στιγμή θα πεταχτεί δίπλα μου το γκόλουμ να μου πει "my precious" και να με τραβήξει στον βυθό μαζί να ψάχνουμε το δαχτυλίδι. Βγήκα κι η πετσέτα ηταν μακριά, επαναλάμβανα άθελά μου σαν το σύνθημα του εφοδεύοντος στον στρατό "περπατήσαμε τόση ώρα και δε θα βουτηξουμε;" τ' άκουσε ένα κοριτσάκι και φώναζε στη μητέρα του πως θέλει να βουτήξει κι έμπηξε τα κλάματα. Προσπάθησα να απομακρυνθώ από το αγριεμένο βλέμμα της μητέρας "τι έφταιγα εγώ;"και να φτάσω επιτέλους την πετσέτα μου, όταν άκουσα τον τύπο από το Αμύνταιο να παραδίδει τις μικρές του κόρες ασφαλείς στην αγκαλιά της μαμάς τους και να τραγουδαει "ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς". Κοίταξα ψηλά στο βουνό. Κατέβαινε ένα γκρουπ αλλά δεν ήταν αρκούδες.


9/8/2015
Αποστολή νο3
Κήπος



Φανταζόμουν ένα βανάκι με τους Pink Floyd να κάνει την ίδια διαδρομή δίπλα στη θάλασσα και να εμπνέονται έναν από τους πρώτους τους δίσκους. 
Το τέλος σήμαινε και τη νοτιοανατολική κουκκίδα στον χάρτη. Δεν ξέρω πως βγήκε η φράση "στο βάθος κήπος", το όνομα όμως της παραλίας μάλλον προέκυψε από τα πολύχρωμα βότσαλα. Κήπος = χρώματα. 
Το μήνυμα στο κινητό προειδοποιούσε πως τα λεπτά ομιλίας προς Τουρκία ειναι πιο φθηνά και καταλάβαμε την εθνικότητα των όγκων που ξεμυτούσαν απέναντι από την υγρασία του μεσημεριού. 
Βουτήξαμε κι όταν βγήκαμε στην επιφάνεια είπαμε σαν υπόσχεση στον εαυτό μας πως θα ξανάρθουμε σε αυτό το νησί. Στο γυρισμό πήραμε μέχρι τα Θέρμα έναν νεαρό που περπατούσε μες στον ήλιο με απλωμένο τον αντιχειρα για οτοστόπ. Θυμήθηκα τον Τρυποκάρυδο του Τομ Ρόμπινσον. Ανταλλάξαμε τις εντυπώσεις μας απ' το νησί. Η αποστολή ολοκληρώθηκε με μια Βεργίνα παγωμένη και μια ομελέτα στο λιμάνι.
Όβερ...

Γιώργος Γιώτης (7-10/8/2015)

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Mακρινά ταξίδια...

Άπλωνε τους χάρτες του συνήθως πάνω στο ξύλινο τραπέζι , δίπλα απ' το άσπρο πεζούλι. Στα δεξιά μια πήλινη γλάστρα με βουκαμβίλια, έκανε καμώματα στον ασβεστωμένο τοίχο.
Αριστερά ένα σωσίβιο με γαλάζια σκοινιά , περίμενε την ώρα που θα φανεί χρήσιμο. Μπορεί και χρόνια. Νομίζω είναι ακόμα εκεί.
''Ήθελα να γίνω ναυτικός '' μας έλεγε πικρογελώντας κι αχνοβλέποντας μπροστά τους ορίζοντες. Θόλωνε ξαφνικά η όρασή του και τότε σκούπιζε τα γυαλιά του στο ξεθωριασμένο πουκάμισο,
το αγνώστου χρώματος και καταγωγής.
Ένα μπλου τζιν μέρα νύχτα διπλωνόταν μέχρι τα γόνατα για να εξυπηρετεί τις άνετες βόλτες στο νησί και τα ίχνη που αφήνονταν διακριτικά στην άμμο. Όλη μέρα στη βάρκα του , έλυνε κι έδενε τα σκοινιά, της μιλούσε χαιδευτικά για να μην αγκομαχά μέχρι τους κοντινούς ψαρότοπους και φρόντιζε τα δίχτυα του, σαν πατέρας που φροντίζει παιδιά. Τη νύχτα διάβαζε τη μικρή και τη μεγάλη Άρκτο όπως διαβάζουν τα μικρά παιδιά Αναγνωστικό, με προσοχή και δέος.
Ένα μικρό ραδιοφωνάκι είχε για συντροφιά και μια λαμπίτσα που έφεγγε στο σκοτάδι της βάρκας, ακόμα κι όταν κοιμόταν όλο το νησί.
Άπλωνε λοιπόν τους χάρτες του όποτε τον συναντούσαμε και χάραζε πορείες. Ήξερε τους βυθούς , τους ύφαλους και τα στενά της Χάρυβδης με μαθηματική ακρίβεια. Το πρόσωπό του μια ζεστή φωλιά για τα γλαροπούλια και τα χέρια του δυο χοντρές άγκυρες που στερέωναν τα ταξίδια του μυαλού πάνω στο χάρτη.
Στ' αλήθεια, πιο ευτυχισμένο άνθρωπο δεν είχα ξαναδεί, ούτε πιο ταξιδιάρικο χαμόγελο καρφιτσωμένο σε άνθρωπο.
Στον ίδιο άνθρωπο που δεν ξεμάκρυνε ποτέ απ' τον κύκλο που έβαφαν τα μίλια του νησιού του.








Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Ταξιδιώτες του παντός 2

Το πρώτο κείμενο που ανέβασα στο facebook πρέπει να ήταν κάπου στο 2010, για έναν μαθητή μου που έκοψε με το ψαλίδι τις βλεφαρίδες του, επειδή τον γαργαλούσαν! Μου είχε φανεί τόσο αστείο το περιστατικό και ήθελα να το μοιραστώ με όσους περισσότερους φίλους γίνεται.
Από τότε ως σήμερα έχω ανεβάσει πολλά και διάφορα, χιουμοριστικά περιστατικά, ενδόμυχες σκέψεις, εσωτερικές αναζητήσεις, προσωπικούς προβληματισμούς...
Ο καθένας από 'μας, θες σαν αντίδραση του οργανισμού, ψάχνει διεξόδους και ένα είδος προσωπικής ψυχοθεραπείας. Η έκφραση συναισθημάτων, σκέψεων, ανασφαλειών, αναζητήσεων είναι ένας τρόπος εκκαθάρισης, εξαγνισμού, λύτρωσης μπορείς να το πεις, από εκείνο το αβάσταχτο βάρος της καθημερινότητας. Αυτό που συμπιέζει κάθε κυτταρική δομή σου και σε οδηγεί τελικά σε μια άνευ προηγουμένου έκρηξη, διαφορετική για τον καθένα, ώστε ψυχή και σώμα να επιστρέψουν στην αρχική φυσική τους κατάσταση.

Λίγες μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία, εμείς οι δάσκαλοι πέρα από την χαρά των επικείμενων διακοπών, έχουμε μία υπερκινητική καθημερινότητα! Ο αποχαιρετισμός των μαθητών απαιτεί την προετοιμασία του, η γραφειοκρατία μας θυμίζει πως το σχολείο είναι δημόσια υπηρεσία, ενώ οι ατέλειωτες εκκρεμότητες επιβεβαιώνουν τη φράση "μην αφήνεις για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα".
Στον πανικό αυτό ήρθε και το μήνυμα του Γιώργου, για ένα blog που θα γράφουμε και θα δημοσιεύουμε τα κείμενα μας, αυτός, η Γιώτα και εγώ. Είχε και κάποιες λεπτομέρειες, τις οποίες σε πρώτη φάση διάβασα διαγώνια. Και οι δύο τους εκτός από συνάδελφοι, λόγω κοινής επαγγελματικής ιδιότητας, είναι και συνάδελφοι στην τρέλα... Αυτή την τρέλα που γράφεις, γράφεις και όσο περισσότερο γράφεις, τόσο περισσότερο σου αρέσει και θέλεις κι άλλο, κι αν μία μέρα δεν γράψεις νιώθεις ότι κάτι δεν έκανες, κάτι ζωτικής σημασίας, σαν να μην έχεις φάει το μεσημεριανό σου...
Και χωρίς, ευτυχώς, να το πολυσκεφτώ, λέω περιχαρής "ναι, τέλειο, γιουπι, φανταστικό, υπέροχο, μοναδικό" αφήνοντας τον ενθουσιασμό να με περιλούσει. Δεν ξέρω τι με κέρδισε από την ιδέα αυτού του εγχειρήματος. Ισως αυτό το παρεΐστικο, το  να βρίσκομαι με φίλους είναι κάτι που με ευχαριστεί και με γεμίζει, πόσο μάλλον το να εχω τη δυνατότητα να εκφραστώ μαζί με φίλους!
Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα... Ταξιδιώτης έχω υπάρξει δεκάδες φορές, ταξιδιώτης του παντός όμως πρώτη φορά...
Καλοτάξιδοι να 'μαστε φίλοι μου, ευλογημένη η σκούνα μας να σκίζει τα κύματα του νου και εμείς εμπνευσμένοι να την οδηγούμε σε απάνεμους κολπίσκους, αναμετρώντας την με λογής λογής περιπέτειες, τρικυμίες και ανακαλύψεις, απ' αυτές που τα πάντα είναι δυνατά, είναι πιθανά να συμβούν...
Άλλωστε σημασία δεν έχει ο προορισμός, αλλά το ταξίδι...

Μαρίνα Γιάννου 

Αερικά

Είναι μερικοί άνθρωποι, σκέτα αερικά , με ανάλαφρη περπατησιά , που δεν άντεξαν ποτέ τη φορεσιά του κόσμου τούτου...πάντα τους έπεφτε στενή , ένα νούμερο μικρότερη...Έζησαν μακριά από φώτα και θόρυβο , μόνο και μόνο για να μην ταράξουν θαρρείς την ισορροπία του σύμπαντος ...Τη μέρα έψαχναν απεγνωσμένα μια γωνίτσα χρωματιστή , σαν τα φτερά μιας πεταλούδας , για ν' ακουμπήσουν την ψυχή τους κι όταν έπεφτε το βράδυ έμεναν ξάγρυπνοι, απ' τις ασχήμιες του πολιτισμού...Καμιά αλάνα δε τους χώρεσε ποτέ , καμιά γιορτή και κανένα κοσμικό γεγονός ...Ήθελαν να κρυφτούν σ' ένα δικό τους παραμύθι, με φανταστικές μάγισσες και δράκους , για να μην τρομάξουν και ξεσπάσουν σε κλάματα , ίδιοι με μικρά παιδιά σαν ορφανεύουν απ' την αγάπη...Συνήθως φεύγουν νωρίς και γίνονται άστρα , γι' αυτό αν τύχει και τους συναντήσεις , μη λυπηθείς ...Γύρνα το βλέμμα σου στον ουρανό και θα τους δεις...Είναι εκεί πάνω , κάθε φορά που αλλάζουν τα χρώματα , για να ξετυλίγουν διακριτικά στο στερέωμα και με απίστευτη υπομονή , όλες τις μυθικές αποχρώσεις του μοβ...

Αχινότοπος

Κάθε μέρα ψάρεμα του αχινού. Από την Κάλυμνο το δρομολόγιο είναι στάνταρ για τον αχινότοπο. Το καίκι τρίζει σε κάθε κυματισμό , αλλά αντέχει. Ο καπετάνιος του ίσαμε είκοσι πέντε χρονών. Έχει να θρέψει πολλά στόματα. Κάνει γερό κουμάντο σε όλα. Άμα σου δώσει πεσκέσι και το αρνηθείς , αγριεύει σα θάλασσα.
Ώρες κάτω απ' το νερό οι άντρες της οικογένειας. Παίρνουν τον αέρα που χρειάζονται και συνεχίζουν το ψάρεμα στο θαλάσσιο σπίτι. Ύστερα στη στεριά , τακτοποιούν τα μικρά αγκαθωτά πλάσματα σε διάφανα βαζάκια. Έτσι βγαίνει το μεροκάματο.
''Να σπουδάσουν τα παιδιά μου κι ύστερα θα σταματήσω να κατεβαίνω...'' λέει και ξαναλέει...
Κι άμα τον ρωτήσεις πώς βλέπει τη ζωή, σου απαντάει μ' ένα τεράστιο χαμόγελο σαν κοχύλι που πλημμύρισε φως:
'' Eίμαι ευτυχισμένος! Έχω τη γυναίκα μου , τα παιδιά μου...Έχω τους γονείς μου κι είμαι καλά...Τι άλλο?...''

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

2.154 μέτρα

Όρος Βουτσικάκι.2.154μ υψόμετρο.
Καθόταν στο κολονάκι της κορυφής και έτρωγε ένα πορτοκάλι. Έβαζε ένα ένα τα κομμάτια στο στόμα και τα πίεζε με τη γλώσσα στον ουρανίσκο της. Το ζουμί ερέθιζε τους γευστικούς της κάλυκες. Η γλύκα του την πλημμύριζε και ενωνόταν με την γλύκα που είχε πλημμυρίσει ήδη την ψυχή της. Και η θέα, αυτή της έιχε κόψει την ανάσα!
Είχε απομονωθεί απο κάθε εξωτερικό ήχο, σαν να ήταν μόνη της. Ο ουρανός της φαινόταν τόσο χαμηλά. "Θα μου πέσει ο ουρανός στο κεφάλι που λέγανε και οι Γαλάτες".  Έκλεισε για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια. Δεκάδες εικόνες ξεπήδησαν μπροστά της. Τα άνοιξε γρήγορα. Δεν ήθελε να χάσει δευτερόλεπτο από αυτή την υπέροχη θέα.
Η λίμνη Πλαστήρα χρύσιζε στο φως του ήλιου, περιτριγυρισμένη από τις υπόλοιπες βουνοκορφές των Αγράφων. Τούφες από σύννεφα αγκάλιαζαν τα ψηλά βουνά κάνοντας τα να μοιάζουν ηφαίστεια έτοιμα να εκραγούν. Είχε αδειάσει! Από κάθε κακή εικόνα, κάθε κακή στιγμή, κάθε λεπτό πίεσης, αγωνίας, στεναχώριας. Πώς είναι όταν κάνεις restart στον υπολογιστή και όλα ξεκινούν από την αρχή... έτσι ακριβώς. Λες και υπήρχε κάποιο κουμπί πάνω της και μια αόρατη δύναμη το πάτησε μόλις έφτασε στην κορυφή...
Είχε ανέβει σε δεκάδες άλλες κορυφές όλα αυτά τα χρόνια, Πήλιο, Οίτη, Δίρφη, Πάρνωνας, Ζήρεια, Πάρνηθα... Και στα Άγραφα είχε ξανάρθει. Ποτέ όμως δεν είχε νιώσει έτσι όμως. Ίσως γιατί ποτέ δεν ήταν έτσι...
Πώς ξεκίνησαν όλα; Εικόνες ξεπήδησαν πάλι στο κεφάλι της και ζωντάνεψαν εκεί μπροστά της, με φόντο τη λίμνη Πλαστήρα, χρυσή, λαμπερή, προστατευμένη από τα αδιάκριτα βλέμματα από τις γύρω βουνοκορφές. Θυμάται...
Εκείνο το μοναχικό, ντροπαλό κορίτσι, συνάμα αγαπητό από τους φίλους του, συνεσταλμένη, δειλή κάποιες φορές,  που ήθελε να ζει τα όνειρα, αλλά πάντα τα φοβόταν. Πώς βρέθηκε εκει; 2.154μ. υψόμετρο, το γράφει και στο κολονάκι. Κάθεται πάνω στο κολονάκι της κορυφής, Βουτσικάκι... Και ξανά εικόνες χορεύουν μπροστά της...
Πήλιο πριν έξι χρόνια, η πρώτη της κορυφή. Γολγοθάς λεγόταν... "Όνομα και πράγμα" σκεφτόταν καθώς ανέβαινε και πίστευε ότι δεν θα τα καταφέρει. Είχε κουραστεί, ήταν στο τέλος, σχεδόν την έσπρωχναν για να ανέβει. "Δεν μπορώ" σκεφτόταν σε κάθε βήμα. "Δεν μπορώ" ήθελε να το φωνάξει, να αντηχήσει από πλαγιά σε πλαγιά , να σκίσει την καρδιά του δάσους. Ήταν έτοιμη να κλάψει. Δεν έκλαψε, ανέβηκε και σε όλο τον δρόμο του γυρισμού σκεφτόταν πως θα φύγει από εκεί. Δεν είχε καμιά δουλειά εκεί. Ήθελε να πάει σπίτι της, στην ασφάλεια του δωματίου της, να κρυφτεί κάτω από το σεντόνι της και να κλάψει εκεί, χωρίς να την δει κανείς, χωρίς να την ρωτήσει κανείς τι έχει...  Δεν έφυγε...
Άγραφα πριν δύο χρόνια. Πιασμένα χέρι-χέρι μια ομάδα 18 ατόμων περπατούσαν σε ένα από τα μονοπάτια του δάσους. Ήταν καλυμμένο με τα ξερά φύλλα των δέντρων. Κάτι περίεργο συνέβαινε σε αυτήν την ομάδα. Όλοι οι ορειβάτες ήταν ξυπολήτοι και είχαν δεμένα τα μάτια τους. Τα παπούτσια τους κρέμονταν στις τσάντες τους και τα μάτια τους ήταν καλυμμένα με μαντίλια. Οι υπόλοιπες αισθήσεις απόλυτα οξυμένες. Σε κάθε βήμα ένιωθαν τα ξερά φύλλα στις πατούσες τους να θρυμματίζονται κάνοντας έναν χαρακτηριστικό ήχο, τον οποίο ποτέ μέχρι τώρα δεν είχαν προσέξει. Πώς ήταν δυνατόν; Σε τόσα μονοπάτια είχαν πάει, τόσα δάση, τόσες πλαγιές. Πώς γίνεται να μην είχαν ακούσει τον ήχο των ξερών φύλλων; Η μυρωδιά του νωτισμένου χώματος και των πρώτων αγριολούλουδων τρύπαγε τα ρουθούνια τους. Ήταν καλοκαίρι, στο δάσος όμως οι εποχές κυλάνε πιο αργά... Τα πρώτα ανοιξιάτικα αγριολούλουδα είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Κοίταξε ψηλά, οι ακτίνες του ήλιου έψαχναν χαραμάδα ανάμεσα στα φυλλώματα των ψηλών δέντρων να φτάσουν στη γη, να την ζεστάνουν, να φέρουν την άνοιξη, το καλοκαίρι...
Δίρφη πριν τέσσερα χρόνια. Δεν ήθελε να πεζοπορήσει στην κορυφή. Ήθελε να μείνει στο καταφύγιο. Φοβόταν γιατί φύσαγε πολύ. Μια φοβία που της είχε μείνει από παιδάκι. "Φάε, γιατί θα σε πάρει ο αέρας". Πόσες φορές το είχε ακούσει... Στο παιδικό της νου ο αέρας είχε πάρει μορφή, ένα πελώριο γκρι σύννεφο που θα ανοίξει το τεράστιο στόμα του να την καταπιεί και να την πάρει μακριά. Δεν ήθελε να ανέβει στην ανεμορδαμένη κορυφή της Δίρφης. Ο φόβος της ήταν εκεί, την περίμενε, απειλητικός, να την πάρει, να την γυρίσει πίσω στα παιδικά της χρόνια. Όχι ότι ήταν άσχημα, ήταν όμως τόσο μοναχικά... Ανέβηκε...
Ζήρεια πριν από  τρία χρόνια. Αστεροσκοπείο Κρυονερίου, ορεινή Κορινθία. Βραδινή παρατήρηση του ουρανού. Θυμάται το θόλο να ανοίγει και να βγαίνει το τεράστιο τηλεσκόπιο. Ήταν μαγεμένη, λες και ζούσε ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ο Κρόνος, η Αφροδίτη, ο Δίας εικόνες, πληροφορίες, πόσοι έχουν την τύχη να επισκεφθούν βράδυ αστεροσκοπείο; Και χωρίς τηλεσκόπειο το θέαμα μαγικό. Μακριά από τα φώτα της μεγαλούπολης... Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες μικρά φωτάκια στολίζουν το μαύρο φόντο. Σκεφτόταν το "ενα παιδί μετράει τα άστρα", δεν το έχει διαβάσει αλλά για να του 'ρθει κάποιου η επιθυμία να μετρήσει τα άστρα κάτι τέτοιο πρέπει να είδε...
Χαμογελάει. Έχει επιστρέψει στο εδώ. Στην κορυφή του όρους Βουτσικάκι, στα Άγραφα, στα 2.154μ υψόμετρο, να ταξιδεύει με το βλέμμα της στη λίμνη Πλαστήρα, καθισμένη στο κολονάκι της κορυφής, τρώγοντας ένα πορτοκάλι... Παίρνει βαθιά ανάσα, αφήνει τον αέρα να βγει σιγά-σιγά, σαν να διώχνει μια-μια κάθε άσχημη στιγμή... "Η ζωή είναι ωραία" σκέφτεται και χαμογελάει. Ένα χέρι τυλίγεται στη μέση της.
"Τι θα γίνει θα έρθεις να βγάλουμε φωτογραφία; Οικογενειακή, ξέρεις."
Μια ομάδα 18 ατόμων, στα 2.154μ. υψόμετρο, στο όρος Βουτσικάκι των Αγράφων, λουσμένοι από το φως του ήλιου, αγκαλιασμένοι, χωρίς φόβους, μόνο πάθη, πλημμυρισμένοι από την ευτυχία που σου φέρνει η κατάκτηση της κορυφής...

Μαρίνα Γιάννου

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Brexit...

♨ Intriguing Images ♨ unusual art photographs, paintings & illustrations - artist unknown:

Brexit...
Ακούω τη λέξη απ' το πρωί , τι να σκεφτώ δεν ξέρω , έρχεται μόνο στο μυαλό μου η κυρία που σπρώνει τα δικά μου ψώνια στο ταμείο για να βάλει τα δικά της
(είναι το brexit μόνη της!)
και το τραγούδι των Beatles ''You got to hide your love away''.
Αυτοί που φεύγουν σφίγγουν τα χείλια, πνίγουν τα δάκρυα να μη φανούν κι αυτοί που μένουν κουνούν μαντίλια κι αναστενάζουν γιατί πονούν. Αλλιώς τι φευγιό είν' αυτό?...
Βγαίνει το Brexit απ' την κάλπη του κι όποιον πάρει ο χάρος?
Στερλίνες δεν έχω , είδα μόνο τις ανθρώπινες ουρές μπροστά από λίρες. Μπροστά απ' τις ανθρώπινες ουρές , σαν καραβάνι ερήμου , ο καμηλιέρης ντυμένος τραπεζίτης δείχνει μια όαση στο πουθενά.
Σα σκηνικό από ταινία ένα πράγμα, σα video clip.
Άσε που εμείς έχουμε και το Kuro Siwo να μας σφίγγει.
Τρέλα καλοκαιριάτικη, σου λέω και δεν πρόλαβα να πω ''Στο καλό!''
Γιατί όταν κάποιος σου λέει '' Παίρνω τα λεφτά μου και φεύγω, επειδή μου κοστίζεις ακριβά'', όσο κι αν τον συμπαθείς με την ομπρελίτσα του κάτω απ' τη βροχή και με τα ορθογώνια μάτια του σε σχήμα κινητού, δεν ξέρεις αν πρέπει να χαρείς ή να λυπηθείς, τη στιγμή που εσύ κοιμάσαι στο παγκάκι και τρως απ' τα συσσίτια.
Να ρωτήσουμε τους άστεγους λοιπόν για τις τελευταίες εξελίξεις,τους διψασμένους και τους πεινασμένους. Όχι τους χορτάτους.
Κι αυτοί δε ρωτήθηκαν ποτέ αν θέλουν να φύγουν απ' τη ζωή τους.
Είναι εδώ και περιμένουν στο παγκάκι την ώρα και τη στιγμή που κάποιος επιτέλους θ' ακούσει τη φωνή τους και θα πάρει στα σοβαρά ολόκληρους λαούς που στενάζουν.
Τότε, ναι...Να το κουνήσω το μαντίλι σ' αυτούς που φεύγουν κι ένα κουράγιο να το κάνω. Ή μια προσευχή.
Τώρα τι να κάνω? Οι μοίρες έχουν εγκατασταθεί εδώ και πολύ καιρό στην Ελλάδα και συνεχίζουν να μας δέρνουν.
Με απονιά τονίζω, αν ακούει κανείς.

Γιώτα Καραγιάννη

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Ταξιδιώτες του Παντός...



Βραδάκι ήτανε , σουρούπωνε στο θέατρο Βράχων...
Τα παιδιά τραγουδούσαν Χατζηδάκι κι εμείς στη θέση μας , συνάδελφοι , φίλοι και πολύς κόσμος μοιραζόμασταν ήσυχα
το ίδιο τόξο.
Το ελαφρύ αεράκι ανακάτωνε μαλλιά και ψυχή, η χορωδία ακολουθούσε πιστά το φιλντισένιο καραβάκι,μύριζε παντού καλοκαίρι, ώσπου μια ιδέα, σα σαίτα, ήρθε από τη θέση του Γιώργου. 
''Να φτιάξουμε ένα blog, να γράφουμε?''...
''Να πούμε και στη Μαρίνα , και σε άλλους...''
Η εκδήλωση τέλειωσε, τα φώτα έσβησαν, ο Χατζηδάκις αποκοιμήθηκε χαμογελώντας στους Βράχους κι όλα πήραν το δρόμο του γυρισμού.
''Τι ξέρω τώρα εγώ από blog!'' σκεφτόμουν για μέρες , στροβιλίζοντας τη σαίτα στα δάχτυλα και το κουταλάκι μέσα σ' ένα διάφανο μπολ παγωτού...
Πέρασε καμιά βδομάδα, απορημένη και σκεφτική κι όταν μιλήσαμε ξανά, μια παρέα ονειροπόλων είχε αποκτήσει όνομα, ετικέτες , ηλεκτρονική διεύθυνση, εικόνες , μετρητή κι αρκετούς συνταξιδιώτες.
Τι σημαίνει blog και πώς πρέπει να το χειρίζομαι δεν έμαθα ακόμα.
Αυτό που έμαθα όμως είναι πως όταν οι άνθρωποι γίνονται μια παρέα ή μια ομάδα αν θες κι εξερευνούν μαζί το ξέφωτο γελώντας και παρατηρώντας , με τα σακίδια στην πλάτη, σαν εφηβική εκδρομή, τότε μεγαλύτερη ευλογία δεν υπάρχει.
Έτσι νιώθω, έτσι το γράφω, όχι γιατί είμαι συγγραφέας, αλλά γιατί ποτέ δεν πέταξα σαίτες όταν ήμουν μικρή.
Υ.Σ. Γιώργο Γιώτη και Μαρίνα Γιάννου
σας ευχαριστώ γι' αυτή την εκδρομή!!!

Γιώτα Καραγιάννη

Ως τελευταίος τοποθετηθείς...

Adrian Borda:

Ο τελευταίος τοποθετηθείς...
Το μεσημέρι νυσταγμένο, βυθίστηκε σ' ένα ποτήρι κρύο νερό σαν υποβρύχιο βανίλια κι αρνήθηκε να κοιμηθεί.
Οι τέσσερις πρωινοί καφέδες είχαν κάνει δουλειά μαζί με την υπερένταση της τελευταίας μέρας.Ποιος περισσεύει;
Κλίνουμε το ρήμα σ' όλους τους χρόνους πια κάθε χρόνο. Περισσεύω, περισσεύεις, περισσεύει...
Σα φαγητό που περίσσεψε από χθες, τύπου γεμιστά, στο διάφανο τάπερ με το μπλε καπάκι.
Σαν ύφασμα που περισσεύει απ' το στρίφωμα. 
Σαν υπόλοιπο.
Έτσι μιλάμε πια στα σχολεία. 
Αφού δε μας φωνάζουν πια με τα μικρά ονόματα. 
Έχουμε αριθμούς σύμφωνα με το διορισμό.
Ο 1996, ο 1994, ο 1997 και πάει λέγοντας...
Ο αρχαιότερος που ήταν μπροστά στο χτίσιμο της Ακρόπολης, παραμένει. 
Ο νεότερος που συμμετείχε και στους Ολυμπιακούς της Αθήνας φεύγει γι' άλλη γη, γι' άγνωστα μέρη μ' αέρα στα πανιά του, με καλό κατευόδιο.
Κι όχι τίποτα...
Δεν σου βρίσκεται πρόχειρο κι εκείνο το ''Χαμογέλα, ρε, τι σου ζητάνε '' του Μίσσιου ή εκείνο το ''Άδραξε τη μέρα!'' απ' τον Κύκλο των Χαμένων Ποιητών.
Έτσι, ρε παιδί μου, για ν' αλαφρώσει κάπως η ψυχούλα σου, να μετακινηθεί λιγάκι ο βράχος απ' το στήθος, να διασχίσει την εξώπορτα του σχολείου και ν' αράξει στη Θέα να τον δει το ηλιοβασίλεμα.
Κι ας μην έχει χρονιά διορισμού ή αριθμό Φ.Ε.Κ.
Ως τελευταίος τοποθετηθείς.

Γιώτα Καραγιάννη

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Καλώς ήρθατε στη Σίκινο

...Γελάμε πολύ. Και μετά απότομα σοβαρεύουμε! "Καλώς ήρθατε στη Σίκινο", το λέει ξεκάθαρα... Και δεν ξέρω και καμιά πληροφορία για την Σίκινο, ποιοι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι, από που πήρε το όνομα, πληθυσμός, αξιοθέατα, παραλίες... Ξέρω μόνο πως φτάνοντας έχει μια μικρή ταμπελίτσα στην ακρούλα του λιμενικού σταθμού να σε καλοσωρίσει, μια πολύ μικρή ταμπέλα... Θα έπρεπε να είναι μεγάλη, αν ήταν πιο μεγάλη μπορεί να την βλέπαμε κατεβαίνοντας από το πλοίο και να γυρίζαμε πίσω... "Καλως ήρθατε στη Σίκινο"... "Καλως σε βρήκαμε" μονολογώ...

- Ωραία, είμαστε στη Σίκινο! λέω και ξαναβάζω τα γέλια.
- Τέλεια, λέει η φίλη μου.

Σκοτάδι τριγύρω, ούτε τι ώρα είναι δεν ξέρω, κάπου γύρω στις 4 τα ξημερώματα υπολογίζω. Μόνο η λάμπα που φωτίζει εκείνη την αναθεματισμένη ταμπελίτσα με ένα κίτρινο ξεθωριασμένο φως...

- Και τώρα;
- Έλα ντε!

Στην πλάτη έχω την τσάντα μου, την ηρωική μου γαϊδουρίτσα φορτωμένη, έτοιμη να σκάσει, πετσέτες, ρούχα, μαγιώ, υπνόσακο, παπούτσια να κρέμονται, ρακέτες δεμένες πατεντιάρικα... Το κάμπινγκ προϋποθέτει πατέντες και φαντασία... Χαμογελάω... Εντάξει μωρέ και τι έγινε; Σε λάθος νησί κατεβήκαμε, το πρόβλημα θα ήταν αν δεν ήμασταν σε νησί. Στο χέρι έχω τη σκηνή μου, δώρο από έναν οικογενειακό μας φίλο για τα 15α γενέθλιά μου, σκέφτομαι φευγαλέα όλα τα μέρη που την έχω πάρει, είναι πολλά, ταξίδεψα πολύ αυτά τα 9 χρόνια και βάζω άλλο ένα μέρος στη λίστα, η Σίκινος! 

Κάμπινγκ, πατέντα, φαντασία, προσαρμογή, πρόβλημα, λύση, νύχτα, σκηνή, "Καλώς ήρθατε στη Σίκινο", γέλια, παρέα, Ρομίλντα, λέξεις χορεύουν τριγύρω μου...

 Είμαι ακίνητη, φορτωμένη με τη γαϊδουρίτσα μου,απ' όπου κρέμονται τα παπούτσια μου, στο χέρι κρατάω τη σκηνή μου, με μεθάει το άρωμα κάποιου νυχτολούλουδου, εκεί στην προβλήτα του λιμανιού της Σίκινου, κάτω απ'το χλωμό φως του ετοιμόρροπου προβολέα, δίπλα σ' εκείνη την ταμπελίτσα που κρέμεται στο μικρό πέτρινο κτήριο του επιβατικού σταθμού...Οι στίχοι του Αγγελάκα ηλεκτρίζουν κάθε κύτταρο του κορμιού μου "Βάλε φωτιά σε ό,τι σε καίει, σε ο,τι σου τρώει την ψυχή. Έξω οι δρόμοι αναπνεόυν διψασμένοι, ανοιχτοί..." Κλείνω τα μάτια. Είμαι ευτυχισμένη

- Πάμε να κάτσουμε κάπου μέχρι να ξημερώσει και το πρωί παίρνουμε πλοίο και φεύγουμε.

Να που ξέρω και μια πληροφορία για την Σίκινο τελικά... Ότι για τις επόμενες δύο μέρες δεν έχει πλοίο...

- Εξαιρετική ιδέα, αλλά υπάρχει ένα μικρό προβληματάκι. Δεν υπάρχει πλοίο για τις επόμενες δύο μέρες.
- Άρα πρέπει να μείνουμε εδώ, λέει η φίλη μου.
-Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα... θα δούμε και τη Σίκινο!

Δεξιά από το λιμάνι υπάρχει μια μεγάλη όμορφη παραλία. Στην άκρη της είχε κάτι ωραία δεντράκια, ιδανικό σημείο για να στήσεις σκηνή...

-Ποιος είναι εδώ; Είναι κανείς; Μια μπάσα αντρική φωνή ακούστηκε απ' έξω!
- Αρχίσαμε, μονολογώ, φοράω το καλό μου χαμόγελο και ξεκουμπώνω το φερμουάρ της σκηνής. 

Ένας λιμενικός, ίσως και ο μοναδικός του νησιού... Μακάρι να ήξερα τον πληθυσμό του νησιού...

- Καλημέρα σας, λέω χαρωπή χαρωπή.
Εντωμεταξύ βγάζει και η φίλη μου το κεφάλι.
- Καλημέρα και από 'μενα! 

Ο λιμενικός μας κοιτάει καλά-καλά.
- Τι κανετε εδώ ρε κορίτσια; 

Μια άσπρη κουκίδα στο μπλε φόντο του ουρανού και της θάλασσας, στα άσπρα του παπούτσια αστράφτουν κόκκοι άμμου. Θέλει να χαμογελάσει, σφίγγει τα χείλη, πρέπει να επιβάλλει την "τάξη", πρέπει να είναι αυστηρός, είναι όργανο της τάξης... Αχ αυτά τα πρέπει... Και να πάλι ο Αγγελάκας: "Βάλε φωτιά σε ό,τι σε καίει, σε ο,τι σου τρώει την ψυχή. Έξω οι δρόμοι αναπνεόυν διψασμένοι, ανοιχτοί..." Θέλω να του τραγουδήσω, να του ανακατέψω τα καλοχτενισμένα του μαλλια, να του πιτσιλίσω το σιδερωμένο πουκάμισο, να του θάψω τα παπούτσια στην άμμο... Πρέπει να είναι σοβαρός, να διαφυλάσσει την εύρυθμη λειτουργία του λιμανιού. Αυτήν που μόλις διαταράξαμε, με την σκηνή μας που απ'εξω είναι πεταμένες οι σαγιονάρες μας, επειδή κατεβήκαμε σε λάθος νησί που δεν έχει κάμπινγκ...  

Ένας χείμαρρος ξεκινά, να του εξηγήσουμε πως βρεθήκαμε εκεί, μιλάμε και οι δύο ταυτόχρονα, συμπληρώνουμε η μία την άλλη, λες και είχαμε κάνει 100 πρόβες αυτήν τη στιγμή, ενθουσιασμένες, κουνώντας χέρια, πόδια και κεφάλι. Για καλή του τύχη κάποια στιγμή σταματάμε να πάρουμε ανάσα και προλαβαίνει να μιλήσει.

-Ξέρετε, φαντάζομαι, ότι απαγορεύεται η κατασκήνωση στην παραλία.

Δεύτερος γύρος ακαταπαυστου μπλα-μπλα. "Δεν έχουμε αρκετά χρήματα, φταίει η κυρία που πήγαινε Ανάφη, πήγαινε μας εσύ Φολέγανδρο με το σκάφος του λιμενικού, εμείς να φύγουμε αλλά πως, δυο κορίτσια μόνα και απροστάτευτα, που ήθελες να μείνουμε, φιλοξένησε μας σπίτι σου, δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση στην παραλία, η διημέρευση επιτρέπεται μπλα μπλα μπλα...

- Και τι σπουδάζετε βρε κορίτσια;
-Δεν σπουδάζουμε, είμαστε δασκάλες! πετάγομαι και λέω γρήγορα. 
-Μάλιστα, λεει εντυπωσιασμένος. Ακόμα πνίγει το χαμόγελό του. Έχω λοιπόν δύο δασκάλες που κατέβηκαν σε λάθος νησί, δεν έχουν που να μείνουν και μου στήσανε σκηνή στην παραλία. 
Μας κοιτάει καλά-καλά... Χαμογελάει... Επιτέλους... Είναι πολύ όμορφος. Το βλέμμα του ζεσταίνει, το πρόσωπό του φωτίζει, οι πρωινές ακτίνες περνούν ανάμεσα από τα φύλλα του δέντρου. "Αλλιώτικη μέρα, ανάβω φωτιά, σου λέω καλημέρα, σε παίρνω αγκαλιά" Πάλι θέλω να του τραγουδήσω...

- Τι να σας κάνω τώρα εσας τις δυο, μου λέτε; Πάλι χαμογελάει...
- Άσε μας εδώ δυο μέρες και μόλις έρθει καράβι θα φύγουμε. Δεν θα ενοχλήσουμε κάνεναν, ούτε θα σου δημιουργήσουμε κάποιο πρόβλημα.
Σοβαρεύει και πάλι, ξαναγίνεται το όργανο, ο λιμενικός του νησιού, πρέπει να χειριστεί την κρίση, να λύσει το πρόβλημα...
"Μέτρησα τον κόσμο δυο φορές, μέσα στα απλά ειν’ τα ωραία
όπως όταν είμαστε παρέα, τι καλό που κάνει ένας καφές". Θέλω ξανά να του τραγουδήσω...

- Μην φέρετε και παρέα όμως, μας λέει αυστηρά.
- Έλεγα να μας κάνεις εσύ παρέα, να σε κεράσουμε έναν καφέ... 
- Δεν μπορώ...

Θέλω να του πετάξω άμμο στα μαλλιά και να του λερώσω τα παπούτσια, να τον σπρώξω να πέσει μέσα στη θάλασσα... Θα νευριάσει άραγε ή θα γελάσει; Θα με περάσει για τρελή ή θα ανταποδώσει;
Δεν κάνω τίποτα, κοιτάω μονάχα την άσπρη κουκίδα να απομακρύνεται, σφιγμένος, σοβαρός, όπως άλλωστε αρμόζει στον λιμενικό του νησιού. Πώς αρμόζει άραγε να συμπεριφέρεται μια δασκάλα; Και ποιος αποφάσισε ποια συμπεριφορά είναι η ενδεδειγμένη για τον καθένα μας; Με σκέφτομαι την τελευταία μέρα στο σχολείο που έπαιζα μπουγέλο με τα παιδιά... Ή την άλλη που είχαμε ανέβει πάνω στα θρανία και χορεύαμε... Και τότε που είχαμε ξαπλώσει στο προαύλιο και κάναμε "συννεφολογία"... Σίγουρα δεν είμαι "καθώς πρέπει" δασκάλα σκέφτομαι... Και γιατί όχι όμως; Χαμογελάω, νιώθω τις ακτίνες του ήλιου να μου ζεσταίνουν το πρόσωπο ... και την καρδιά... 

Το βράδυ αποφασίζουμε να πάμε σε ένα ταβερνάκι να φάμε. Κάτι παππούδες κάθονται σε ένα τραπέζι. Μπαίνουμε, καθόμαστε. Για κάποιο λόγο όλοι μας κοιτάνε και ψιθυρίζουν στον διπλανό τους.
- Ε κορίτσια! Εσείς είστε οι δασκάλες που κατεβήκατε σε λάθος νησί; ρωτάει ο ένας από τους παππούδες
-Ναι εμείς! Χαμογελάω, σκέφτομαι την κυρία στο πλοίο που μας είπε οτι φτάσαμε στην Φολέγανδρο ενώ ήμασταν στη Σίκινο. Πώς ένιωσε άραγε, όταν διαπίστωσε το λάθος της; Γέλασε, στεναχωρήθηκε, αδιαφόρησε;
-Ε άντε να σας κεράσουμε ένα κρασάκι, τέτοια ταλαιπωρία...
Οι παππούδες γελάνε, ο σερβιτόρος πηγαινοέρχεται σαν να χορεύει, ο λιμενικός, με τζιν, ρωτάει αν μπορεί να κάτσει μαζί μας, ποτήρια τσουγκρίζουν, το κρασί γλυκαίνει το λαιμό μου, το δροσερό θαλασσινο αεράκι μας τυλίγει, ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια, το ραδιόφωνο παίζει μουσική, ένας ψάράς ράβει τα δίχτυα του, ένα παιδάκι κυνηγάει μια μπάλα, ο προβολέας φωτίζει το λιμάνι, το νυχτολούλουδο μυρίζει πάλι... Μυσταγωγία, μέθη, μέθεξη και καθαρή ενέργεια...

Μαρίνα Γιάννου

Βαμμένα πράσινα κάγκελα


Πώς λέμε «βαμμένα κόκκινα μαλλιά»; Γιατί όχι και «βαμμένα πράσινα κάγκελα» σκέφτηκα, άνευ Νταλάρα στα vocals. Το βάψιμο δεν είναι μόνο καλλιτεχνία. 
Πρώτη ώρα έχουμε Θρησκευτικά. Ως έτερος Ισαάκ (επηρεασμένος και από το «μήλο που βγήκε απ’ τον Παράδεισο» της Ακρίτα) σε μια πιο δίκαιη όμως και πιο λιτή version. Μοίρασα μπαλκόνια στα δυο παιδιά μου συν latex γάντια και γυαλόχαρτα. Το μενού δεν προέβλεπε φακή βραστή, οπότε κανένα θέμα δεν υπήρχε με πρωτοτόκια. Σπαγγέτι, παρακαλώ, με σάλτσα ντομάτα και κυβάκια τηγανητής μελιτζάνας, ενώ στην κορυφή για φέσι θα έκοβα με το ψαλίδι ένα ολόκληρο κλωνάρι βασιλικό.
Δεύτερη ώρα Μαθηματικά με την τεχνική του εσωτερικού μονόλογου. Πόσα σφηνοπότηρα νέφτι θα ρίξω στην μπογιά; Τι νούμερο γυαλόχαρτο πήρα, γιατί μάλλον θα χρειαστώ κι άλλα; Τέσσερα πινέλα θα φτάσουν; Πόσα μέτρα είναι τα κάγκελα; Μήπως τα υλικά που πήρα τελικά θα έφταναν να περάσω δυο χέρια την κουπαστή του Τιτανικού;
Τελευταία ώρα: Μουσική. Ήμασταν κι οι τρεις μες στον ιδρώτα του μεσημεριού. Πράσινη σκόνη σαν τριμμένος πάγος πετούσε και κολλούσε γύρω μας και πάνω μας. Μοιάζαμε όλο και περισσότερο στον Shrek με γδαρμένα δάχτυλα, σκισμένα γάντια (ίσως και καλσόν) πιστεύοντας πως αξίζαμε μια «παγωμένη τζιμινιέρα» με φιλική συμμετοχή Νταλάρα ή έστω ένα «πλαστό πασαπόρτι» από Σερ Μπιθί ή στη χειρότερη μία παγωμένη FIX για τον πρωτομάστορα (ακούω και στο «Γιώργος») και χυμούς για τη νεολαία.
Βγήκε ο γείτονας από το απέναντι μπαλκόνι και με εκδικητικό μάτι (λίγο από Walking Dead λίγο από Breaking Bad) και κορώνες βραχνοκόκορα ούρλιαζε το μικρό του μυστικό για ένα ελάττωμα πως αγαπάει «λάθος άτομα». «Κανείς δεν είναι τέλειος» θα ήταν η ατάκα, αν παίζαμε σε ταινία και όλα θα σταματούσαν εκεί, αλλά τότε άρχισε να φυσάει.
Σκεφτόμουν τις μαγειρικές εκπομπές στην τηλεόραση να διακόπτονται απότομα και πριν καν χυλώσει η σάλτσα, ένας έντρομος εκφωνητής να μιλάει για πυρκαγιές που μπαίνουν σε κατοικημένες περιοχές, χτυπάνε το κουδούνι και ορμάνε στο καθιστικό, παρακολουθούν το έκτακτο δελτίο, αηδιάζουν και σβήνουν μόνες τους. Τα ζώδια θα μιλούσαν για δημιουργική έμπνευση και δραστηριότητα στο σπίτι … λόγω καύσωνα και ισχυρών ανέμων … εγώ θα ξαναζούσα την ώρα των Μαθηματικών … 2 χέρια μίνιο … χωρίς συναισθηματικές εμπλοκές οι δίδυμοι … με τα πινέλα στο νέφτι 8 ώρες (κάτι σαν αντιβίωση) … και διανοητικές συζητήσεις μέχρι τουλάχιστον η Σελήνη να βγει από τον Αιγόκερο … να μαγειρευτεί η ψίχα με τη μαντζουράνα και να τραβήξει το άρωμα από το σαφράν και τη μουστάρδα … να ξυπνήσει κι ο πρωτομάστορας (λέγε με Γιώργο, είπαμε) από το λήθαργο του μεσημεριού να ξαναδώσει το σύνθημα.


Γιώργος Γιώτης (2/8/2013)

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

(Παγ)κόσμια ημέρα προσφύγων


Παγκόσμια ημέρα προσφύγων...
Βρέθηκα στο Ελληνικό χθες το απόγευμα κατά τις οκτώ.
Το αυτοκίνητο κυλούσε αργά πάνω στο δρόμο, επίτηδες,
κατά λάθος, δεν ξέρω...
Μια πολυχρωμία ανθρώπινη απλωνόταν κάτω απ' το κίτρινο στεφάνι της άπνοιας που είχε θρονιαστεί στην περιοχή κι ανάσαινε δανεικά απ' τις ανάσες των ανθρώπων.
Ένα ταξί, κίτρινο κι αυτό, σε πλήρη χρωματική ευταξία σταμάτησε να πάρει μια παρέα μουσουλμάνων. Κάποια χαμόγελα στρογγυλοκάθισαν στο παρμπρίζ τυλιγμένα σε μαντίλες.
Μέσα στον καταυλισμό απλωμένα ρούχα, σκυμμένα κεφάλια και ψίθυρος. Η ζέστη έκαιγε τις λαμαρίνες, τη γλώσσα, το μυαλό, τραβούσε το κίτρινο σύννεφο να 'ρθει πιο δω συνωμοτικά και ρύθμιζε την αναπνοή στους σαράντα βαθμούς.
Ένα μελαχρινό αγοράκι προχωρούσε στο τσιμεντένιο δάπεδο τρεκλίζοντας, σα να κατέβηκε μόλις, από μύλο παιδικής χαράς.
Χώθηκε μάλλον σε κάποια σκηνή, ίδια μ' αυτές που αγοράζαμε παλιά για να ζήσουμε το καλοκαίρι αλλιώς , κάτω απ' τ' αστέρια.
Η πόλη συνέχιζε τους ρυθμούς της με το φρέντο στο 'να χέρι , στ' άλλο χέρι το μπεγλέρι, οι πρόσφυγες στο Ελληνικό δεν ετοίμασαν καμιά γιορτή γι ' απόψε (πώς να γιορτάσεις μόνο μ' ένα ''ρε μινόρε'') το αυτοκίνητο έστριψε στον προορισμό του κι έμεινα να παρακαλώ το κίτρινο στεφάνι να φύγει από πάνω τους.
Σαν τη μοναδική λύση (άλλη δε βλέπω) σε μια απελπισία καυτή που έχει τη δύναμη να σε κάψει ακόμα και μες στο τσουχτερό κρύο,
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Απ' όπου κι αν προέρχεσαι και σ' όποιο Θεό κι αν πιστεύεις.
Οι πρόσφυγες άλλωστε μόνο για το ''κόσμια'' νοιάζονται.
Όχι για το ''παγκόσμια''...
Κόσμια ημέρα προσφύγων.


Γιώτα Καραγιάννη

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Η ημέρα του πατέρα

Αυτές οι μέρες, του πατέρα, της μητέρας κ.ο.κ δεν με εκφράζουν καθόλου γιατι εγώ τον δικό μου τον μπαμπά τον σκέφτομαι, έστω και φευγαλέα, κάθε μέρα!

Δεν με πήγε ποτέ στις κούνιες, στο λούνα παρκ ή στο σινεμά, με άφηνε όμως να πηγαίνω με τους φίλους μου και πάντα μας κέρναγε όλους.  Ούτε διακοπές με πήγε ποτέ, χρηματοδότησε (και ακόμα χρηματοδοτεί) όμως όλα μου τα ταξίδια, όσο μακρινά και αν του φαίνονταν.  Δεν με πήρε ποτέ τηλέφωνο να με ρωτάει που είμαι, γιατί πάντα μου είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Δεν παρενέβη ποτέ στις επιλογές μου, τις υποστήριζε όλες και ας του ακούγονταν παράλογες  (πολλές ήταν τελικά). Δεν ήρθε στην ορκομωσία μου, γιατί είχε δουλειά, κέρναγε όμως μία βδομαδα γνωστούς και άγνωστους από την χαρά του. Με έμαθε να αγαπώ τους φίλους μου, να προσφέρω ακόμα και όταν δεν έχω και να κρατώ το σπίτι και την καρδιά μου ανοιχτά σε όλους. Μου έδειξε όμως και πώς να φεύγω μακριά από ανθρώπους που δεν με σέβονται ή με εκτιμούν. Μαζί περάσαμε πολλές ώρες παρακολουθώντας στην τηλεόραση αθλητικούς αγώνες, πράγμα που κάνω ακόμα και σήμερα. Δεν μου αγόραζε ποτέ παιχνιδια, με έμαθε ομως τάβλι και μπιρίμπα, που είναι ο καλύτερος, και παίζαμε μαζί κάθε Κυριακή απόγευμα. Με δίδαξε να μετράω τη ζωή και τους ανθρώπους από τις ομορφιές τους και όχι από τα υλικά αγαθά. Δεν μου έχει πει ποτέ "σ'αγαπω", ξέρω όμως πως με αγαπάει πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλο, γιατί ότι έκανε και ότι κάνει ακόμα και τώρα στη ζωή του έχουν επίκεντρο εμένα και ας μην το παραδέχεται. Μου έμαθε ακόμα να μην φοβάμαι, να μην κρύβομαι, να υποστήριζω τη γνώμη μου και να σέβομαι την γνώμη των άλλων, να έχω άποψη και κρίση, να εκφράζομαι, να είμαι ο εαυτός μου και σ' όποιον αρέσω, να προσπαθώ και να μην το βάζω κάτω, να κυνηγάω τα όνειρα μου, να γίνομαι καλύτερη, να είμαι επίμονη, να μην φοβάμαι την σκληρή δουλειά... Και όλα αυτά περνώντας ελάχιστο χρόνο μαζί μου αφού δούλευε 7 μέρες την εβδομάδα, 12 ώρες τη μέρα...
 Η σημερινή μέρα λοιπόν είναι πολύ λίγη για αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο, που για κάποιους μπορεί να μην είναι ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου, αλλά εγώ ακόμα και αν μπορούσα να επιλέξω, μόνο αυτόν θα ήθελα για μπαμπά μου...

Ο δικός μου πατέρας



Χαμογελούσε με τη μουσική που άκουγα,
παίζαμε μαζί τάβλι,
ήξερε πιο πολλά από μένα, 
αλλά θαύμαζε ό,τι του έλεγα.

Καταλάβαινε πότε ήμουν χάλια,
κι όταν χαιρόμουν,
τα κατάφερνε
και ταξίδευε στον χρόνο,
γινόταν μικρός
και γελούσε σαν παιδί.
Τέτοιες στιγμές τις κρατούσε
και τις ζούσε ξανά και ξανά.

Δεν έζησε όμως πολύ.
Όχι όσο εγώ θα ήθελα.
Αυτός, που δεν τα κατάφερε
να σταματήσει τον χρόνο,
πέταξε ξαφνικά από πάνω μας,
πάτησε ελαφριά στη σιωπή
και χάθηκε...


Γιώργος Γιώτης (9/11/2014)

Ο μπαμπάς που (δεν) γιορτάζει

.:

Ο μπαμπάς που (δεν) γιορτάζει τη μέρα του πατέρα...
Πήραμε τη μπέμπα σπίτι πριν από δεκαέξι χρόνια κι από ένα καινούριο ρόλο ο καθένας, αυτόν της μαμάς και του μπαμπά.
Να βρούμε ρυθμούς, να οργανωθούμε, ν' αποστειρώσουμε μπιμπερό, να ξενυχτήσουμε , να κάνουμε μπάνιο τη μικρούλα , να...να...να...Όλα τα ''να'' του κόσμου σ' ένα τριάρι ογδόντα τετραγωνικά, με μια βεράντα που έβλεπε το παρκάκι κι έλιωνε.
Ο ρόλος του μπαμπά ακόμα απροσδιόριστος , χωρίς prospectus και συμβουλευτικά εγχειρίδια , στα τυφλά.
Ως τη στιγμή που άρχισαν οι πρώτοι πυρετοί και δεν ήξερα ποιον να περιθάλψω πρώτα , το μωρό ή τον μπαμπά.
Ως τη στιγμή που κατέρρεα απ' το πολύ ξενύχτι και θρονιαζόταν η μικρούλα στην πατρική αγκαλιά ν' ακούει το '' Ήτανε μια φορά '' με ατέλειωτα χιλιόμετρα πάνω κάτω σ' εκείνο το διάδρομο.
Ως τη στιγμή που της μάθαινε κολύμπι κι εγώ ξεσήκωνα τις παραλίες, έτοιμη να καλέσω ναυαγοσώστη.
Ως τη στιγμή που έμπαινε στο δωμάτιο αργά το βράδυ και νωρίς το πρωί για το πατρικό φιλί και το ίσιωμα της κουβερτούλας.
Ως τη στιγμή που έσκυβε πολύ μετά , πάνω απ' τα βιβλία της Φυσικής και της Άλγεβρας για να της εξηγήσει τ' ανεξήγητα για μένα.
Ως τη στιγμή της πρώτης διαφωνίας με την εφηβεία , τότε που καθόταν μόνος του στο μπαλκόνι και μέσα δεν έμπαινε,
απαρηγόρητος.
Ως τη στιγμή που νυσταγμένος και κατάκοπος μπήκε στο αμάξι για να την πάρει από την πρώτη της χοροεσπερίδα.
Χιλιάδες στιγμές θα μπορούσα να θυμηθώ, όπως και κάθε σπίτι.
Απλά κατάλαβα ότι μπαμπάς είναι όλα αυτά κι άλλα πολλά.
Μπαμπάς είναι ο άνθρωπος που τον αναγνωρίζεις μέσα σε πλήθος κόσμου από το κοίταγμα και την πελώρια αγκαλιά.
Είναι αυτός που δε χρειάζεται γιορτές και φιέστες καθότι ρεαλιστής. Ένα χαμόγελο μόνο κι ένα πεταχτό φιλί εκεί που δεν το περιμένει.
Επειδή ξέρει πως έχει κάνει όλα τα παραπάνω κι άλλα τόσα.
Χωρίς prospectus.
Ακολουθώντας μόνο τους χτύπους της καρδιάς του.
Αυτούς τους συγκεκριμένους χτύπους που τους ακούς κι από μακριά.


Γιώτα Καραγιάννη

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Θα συνεχίσω να ονειρεύομαι...

Photos: Tim Burton, on the Set of Big Eyes -- Vulture:

Άσε με να ονειρεύομαι πως είναι ο κόσμος αλλιώς...
Εσένα τι σε πειράζει? Μήπως ενοχλώ? Γιατί έχεις τον ψίθυρο έτοιμο μόλις γυρίσω την πλάτη μου? 
Μήπως σου καταπάτησα γη απ' το οικόπεδό σου? 
Άσε με να πιστεύω πως χαίρεσαι κι εσύ όταν γίνεται κάτι καλό!
Στην πράξη κι όχι στη θεωρία. 
Άσε με να πιστεύω πως δε θ' αρχίσεις να μου ρίχνεις άμμο με το κουβαδάκι σου μες στο μάτι (και καλά αστείο!) .
Άσε με να νομίζω πως ο δημόσιος λόγος τηρεί κανόνες ευπρέπειας , πως είμαστε μια μεγάλη παρέα , διαφορετικοί αλλά ίσοι, με ικανότητες κι ελαττώματα, με ιδέες μικρές ή μεγάλες , με προβλήματα ή και με βλήματα που τα κουβαλάμε από την παιδική μας ζωή.
Μην με κοιτάς λοιπόν με στραβό μάτι, με τη βλεφαρίδα να τρεμοπαίζει σαν πεταλούδα αιχμάλωτη, σταμάτα να στενεύεις σαν ύφασμα κι άπλωσε λίγο ρε παιδί μου , ανοίξου σε μήκη και πλάτη Ισημερινού, με τις αισθήσεις σου να χορεύουν ταραντέλα ναπολιτάνα ή έστω ένα riverdance. Είναι πολύ εύκολο ξέρεις , αρκεί να θέλεις ν' αφήσεις τις μικρότητες σπίτι , έτσι όπως αφήνουμε σε κάτι ντουλάπια,βιβλία που δε χρησιμοποιούμε ποτέ.
Στα κάτω ράφια, κλειστά.
Όσο για μένα θα συνεχίσω να ονειρεύομαι και θα περιμένω τη στιγμή που θα χορέψεις μαζί μας. Αξίζει τον κόπο.
Οι κύκλοι άλλωστε όταν ανοίγουν κάνουν θαύματα.
Κυρίως οι ανθρώπινοι.


Γιώτα Καραγιάννη

Εικόνα: Tim Burton, on the Set of Big Eyes

Διάολε, φύγε από μπροστά μου...


Αν συναντήσετε πάλι
αυτούς τους αρνητικούς ανθρώπους,
ξέρετε αυτούς που ποτέ δε φταίνε,
ποτέ δε συγχωρούν,
ποτέ δε γλιστρούν έξω από το θυμό τους, 
προς θεού μη χάσετε για κανέναν λόγο
την ψυχραιμία σας.
Βρείτε άλλους λόγους
που σας κάνουν να νιώθετε τυχεροί
και ψιθυρίστε τον στίχο του Αγγελάκα
"Διάολε φύγε από μπροστά μου,
μου κρύβεις το θεό"
Κι αν γίνεται να μιμηθείτε και τη φωνή του.
Κλείστε τα αυτιά σας.
Θα ακουστεί ένα μπαμ
που θα σκορπίσει
όλες τις ενοχές σας...

Γιώργος Γιώτης (17/6/2016)

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Το τελευταίο κουδούνι




Τέλειωσε...Μια πολύχρωμη ζωγραφιά, μακό μπλουζάκια του καλοκαιριού μαζεμένα μπουκέτο, μαλλιά πιασμένα κοτσίδα κι αγορίστικα καπελάκια γυρισμένα απ' την άλλη με διάθεση ραπ.
Στις τσέπες κάτι νερόμπομπες φυλακισμένες ασφυκτιούν,
οι τσάντες τρόλει πήραν το δρόμο του γυρισμού ή του φευγιού,
-καμιά φορά είναι το ίδιο- κι εσύ κουνάς το χέρι σου ''Στο καλό '' σα
να απόμεινες μόνος σε σταθμό τρένου.
Νιώθεις να χαλαρώνεις από κείνο το ''έμαθαν όλοι προπαίδεια?'' ,
''θα πάει καλύτερα η έκθεση του χρόνου?'' , ''μήπως αδίκησα κανέναν στο συγγραφέα του μήνα?'' κι από το ''πήραν άραγε όλοι το σωστό μήνυμα ή κάτι ξέφυγε?''.
Νιώθεις να ηρεμείς που είναι όλοι τους ασφαλείς και τους αφήνεις σε χέρια μαμάς , σα σπάνια κοχύλια που τ' απλώνεις ευλαβικά στην άμμο. Έτσι όπως κάνεις κάθε φορά με κάτι πολύτιμο.
Ναι , πολλές φορές χρειάστηκε κι η τελευταία ικμάδα για να σταθείς μπροστά από κείνη την έδρα και να τους δείξεις το αλλιώτικο.
Είναι πολλές οι φορές που σε τρέλαναν οι ερωτήσεις, η αστείρευτή τους ενέργεια κι η παιδική τους ανάγκη που κοιτάει απ' το ανοιχτό παράθυρο σε κόντρα μ' εκείνη του μαθητή.
Όσο για το τελευταίο κουδούνι θαρρώ πως είναι το πρώτο.
Είναι αρχή για απολογισμό, για να διαβάσεις ξανά όλες τις σκηνές του έργου με προσοχή, να δεις πού έχασες τα λόγια σου, τι σ' έκανε
να πετάς, ποιο λάθος δε θα ξαναγίνει και πόσα όνειρα δημιούργησες
για το ταξίδι με τις τσάντες τρόλει.
Αυτό είναι και το πιο δύσκολο κομμάτι της ζωής του δασκάλου.
Μόλις χτυπήσει το τελευταίο κουδούνι ή και το πρώτο.


Γιώτα Καραγιάννη



Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Ασπρόμαυρο


Από το ασπρόμαυρο των παιδικών σου χρόνων 
δεν πρόκειται να ξεφύγεις ...
θα λαχανιάζει η σκέψη σου σε στιγμές 
που μπορούσαν όλα να ήταν αλλιώς ...
θα κολλάει το βλέμμα σου
στους φθαρμένους τοίχους ...
σε όποια γωνία και αν κάτσεις
δε θα φτάσεις τις φωνές,
κανένα χρώμα δε θα είναι ίδιο ...
γιατί οι γεύσεις και τα αρώματα
έχουν χαθεί για πάντα ...


Γιώργος Γιώτης (26/4/2012)

(Φωτογραφία: Elliot Erwitt, Paris 1970)

Ορλάντο


Ορλάντο...Ένας παρανοικός , το μίσος ντυμένο με ρούχα νέου ανθρώπου , ο πανικός στην κατάμεστη αίθουσα κι ο θρήνος. 
Μια μάνα που τον γέννησε κάποτε και τον νανούρισε μωρό 
στον κόρφο της .
Ως τη στιγμή της μεταμόρφωσης...
Ως τη στιγμή που βγήκε απ' το κουκούλι της μια πεταλούδα με μαύρα φτερά, κατακόκκινα μάτια σα λάβα και πετάγματα τρομακτικά πάνω απ' την πόλη.
Μια πεταλούδα που παίρνει ψυχές απροειδοποίητα, την ώρα που χορεύεις , τη στιγμή που γελάς ή γράφεις μήνυμα.
Κι η ζωή θα συνεχίζεται. Οι ταξιδιώτες θα ετοιμάζουν τις αποσκευές, εμείς θα τσακωνόμαστε για τις διαδηλώσεις, το μετρό θα ' χει απεργία πάλι, τα σχολεία αύριο κλείνουν κι οι χάρτες στη θέση του Ορλάντο, μια κουκκίδα ολόμαυρη. Οι εκπομπές θα στήνονται με μαεστρία στην πρωινή χαρά, οι πενήντα θα λείπουν απ' τις δουλειές τους κι οι άλλοι πενήντα θ' αναρωτιούνται μήπως καλύτερα να φύγουν, είναι κυκλώπειες οι αγκαλιές του πόνου, δεν αντέχονται.
Αυτό το μάθαμε πολύ καλά.
Αυτό που δεν ξέρουμε είναι πότε θα σταματήσουν αυτές οι μάνες να γεννούν μαύρες πεταλούδες , πότε θα σταματήσει ο παγκόσμιος θρήνος και πότε θ' αρχίσει να βγαίνει μετάξι απ' τα κουκούλια, από κείνο που υφαίνει σα δροσούλα τη ζωή και σ' αγκαλιάζει με τον τρόπο του σα χάδι βελούδινο και σαν αναπνοή.


Γιώτα Καραγιάννη