Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Του Αγίου Δημητρίου



   Του Αγίου Δημητρίου έστρωνε η μάνα τα χαλιά. Στόλιζε τα βάζα με κίτρινα χρυσάνθεμα και μας έδινε και σπιτική μουσταλευριά. Με κανέλα κι άσπρο σουσαμάκι από πάνω. Η φιλενάδα της η Βασιλική που έμενε στο διπλανό μας σπίτι ήταν κι εκείνη μαστόρισσα σ' αυτά. Φίλευε όλα τα παιδιά της γειτονιάς και μετά γελούσε όλο χαρά. Η μέρα απ' το πρωί φορούσε τα γιορτινά της για κάποιο λόγο. Δημήτρη στο σπίτι δεν είχαμε. Παρόλα αυτά το καντήλι ήταν αναμμένο απ' την παραμονή. Τη μέρα της γιορτής σηκωνόταν αχάραγα να πάει πρόσφορο στην εκκλησιά. Το ετοίμαζε απ' την προηγούμενη. Είχε και μια σφραγίδα ξύλινη και την έβαζε πάνω στο ψωμί. Όλη την ώρα προσηλωμένη. Σαν να προσεύχεται. Τύλιγε ύστερα τη σφραγίδα σε μια άσπρη, λινή πετσέτα και την έκρυβε, για να μην κινδυνέψει από χέρια παιδικά. Έφτιαχνε κι ένα μοσχαράκι λεμονάτο, να φεύγει ο νους από τη μυρωδιά. Μετά κατέβαζε απ' το ντουλάπι το βάζο με το γλυκό καρυδάκι. Κέρασμα της θείας Ελένης απ' το χωριό. "Πότε έφαγες και δεν πήρα είδηση;" με ρωτούσε αυστηρά. Μ' εκείνο το αυστηρό ύφος που κρύβει στα σπλάχνα του μπόλικη αγάπη."Εεεε, χθες πήρα ένα!'' και τα μάγουλα γίνονταν κόκκινα σαν τη φωτιά. Έβαζε ύστερα τον μυρωδάτο καρπό στο πιατάκι του γλυκού με τα διάφανα κεντίδια. Για να μπορούν να έρχονται μόνες τους οι εικόνες αυτές. Και για να θυμάμαι πως έζησα μια ολόκληρη εποχή μαζί με ανθρώπους που αρωμάτιζαν τη ζωή. Και πως το μόνο που κρύβαμε ήταν το γλυκό στο βαζάκι.


Γιώτα Καραγιάννη

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Η τελευταία μέρα



Κατέβηκε στη μικρή προβλήτα όπου ήταν δεμένη η βαρκούλα του. Ένα ξύλινο σκαρί βαμμένο κόκκινο και γαλάζιο. Η κόρη του είχε διαλέξει τα χρώματα όταν ήταν 7 χρονών. Είχε ζωγραφίσει και δύο καρδιές στην πρύμνη, κατακόκκινες, μια για την μαμά και μια για τον μπαμπά. Τώρα η κόρη του έλειπε για σπουδές στη Θεσσαλονίκη και είχε να την δει μήνες." Ίσως έρθω το Πάσχα μπαμπά" του είπε στο τηλέφωνο και ράγισε η καρδιά του. Αυτό το "ίσως" ακούστηκε σαν αποκλείεται, ένα ίσως απλά για να μην της γκρινιάξει.
Ακούμπησε στο βρεγμένο ξύλο την τσάντα του και τα ροζιασμένα χέρια του έπιασαν τον λεπτό κάβο που συγκρατούσε την Αυγερινή να μην χαθεί στο πέλαγο. Έδωσε στη βάρκα το όνομα της γυναίκας του που χάθηκε τόσο πρόωρα. Έχει την κακιά αρρώστια έλεγε και τα μάτια του πλημμύριζαν. Τρία χρόνια βασανίστηκε η Αυγερινή και έσβησε ένα γλυκό απόγευμα στην αγκαλιά του κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα. Η κόρη τους ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Έμειναν οι δυο τους σ' αυτόν τον αφιλόξενο βράχο που τον λάξευαν ο αέρας και τα κύματα. Έγινε πατέρας και μάνα για το μικρό κορίτσι και πάλεψε να μην της λείψει τίποτα. "Τι έχω περάσει" μουρμούρισε και κούνησε το χέρι του μπροστά στα μάτια του σαν να προσπαθούσε να διαλύσει το σύννεφο των κακών σκέψεων.
Η Αυγερινή ήρθε κοντά στην προβλήτα και πήδηξε μέσα. Πήρε και την τσάντα του, δύο πράγματα είχε όλα κι όλα μέσα και έλυσε το σκοινί. Έβαλε μπρος τη μηχανή. Το ξύλινο σκαρί αναπήδησε και αργά ξεκίνησε να σκίζει τα νερά.
Παιδάκι ήταν την πρώτη φορά που έκανε τη διαδρομή. Είκοσι χρονώ, αμούστακο. Δεν το άντεχε το χωριό. Ούτε τη δουλειά στα χωράφια και τα ζώα, ούτε τον πατέρα του που μόλις έπινε δύο ποτήρια κρασί κοκκίνιζε ολόκληρος σαν δυναμίτης έτοιμος να εκραγεί. Αλίμονο σε όποιον ήταν κοντά σ' αυτή την έκρηξη... Να φύγει ήθελε αλλά να πάει πού; Τίποτα δεν ήξερε, το δημοτικό μόνο τελείωσε κι αυτό γιατί απείλησε ο δάσκαλος τον πατέρα του ότι θα φέρει την αστυνομία από την πόλη αν δεν στέλνει το παιδί σχολείο. Καμία τέχνη δεν ήξερε πέρα από αυτή της τσάπας, του αρότρου και του αρμέγματος. Δεν την άντεχε αυτή τη δουλειά, να σκάβεις το σκληρό χώμα κάτω από τον καυτό ήλιο και ύστερα ένα ξέσπασμα του καιρού, ένα αναπάντεχο χαλάζι και όλοι οι κόποι σου να πηγαίνουν χαμένοι. Να τους βλέπεις όλους, συμπαγείς, σαν γροθιά στις μικρές καταστροφικές μπαλιτσες πάγου.  Δεν τολμούσε να αποκαλύψει τις σκέψεις του στον πατέρα του. Πως να τολμήσει να του πει ότι θέλει να φύγει, ότι θέλει να ανοίξει φτερά, να δραπετεύσει από την ασφυκτική θηλεια αυτού του αφιλόξενου τόπου, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Το χωριό του ήταν ορεινό, το ψηλότερο από τη συστάδα των χωριών που βρίσκονταν διάσπαρτα στην οροσειρά των Αθαμανικών Ορέων. Τον μισό χρόνο καλύπτονταν από χιόνι και το κρύο ήταν τσουχτερό. Πολλές φορές διακόπτονταν κάθε επικοινωνία με τα γύρω χωριά. Ήταν πολύ δύσκολη η ζωή εκεί. Δεν τον πείραζε αυτό όμως. Τον πείραζαν οι μονότονοι ρυθμοί, η επανάληψη της ίδιας μέρας ξανά και ξανά, λες κι ο χρόνος είχε σταματήσει, λες και τίποτα δεν συνέβαινε. Τα μόνα γεγονότα ήταν καμιά γέννηση ή τίποτα θάνατοι που συζητιούνται καμιά βδομάδα και μετά πάλι κενό. Πως έπεσε στα χέρια του εκείνη η εφημερίδα δεν καλοθυμόταν. Κάποιοι περαστικοί την άφησαν στο καφενείο, τώρα ποιοι ήταν και που βρέθηκαν εδώ ούτε που ήξερε. Την είχε δει πάνω στο τραπέζι και ένιωσε μια σπίθα να ανάβει μέσα του. Η εφημερίδα έγραφε τόσα πράγματα για αλλά μέρη,όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά όλου του κόσμου. Την έκρυψε κάτω από την κάπα του και έφυγε. Κανείς δεν πήρε χαμπάρι. Άλλωστε η εφημερίδα ήταν άχρηστη για τους περισσότερους θαμώνες του καφενείου μιας και ήταν αναλφάβητοι. Δεν γύρισε σπίτι του. Έτρεξε στο πυκνό δάσος, στην μυστική του κρυψώνα, στην κουφάλα μιας βελανιδιάς πλάι στο ποτάμι που κυλούσε κοντά στο χωριό. Ο ήλιος θα έδυε σύντομα και το φως θα χανόταν γι' αυτό άνοιξε βιαστικά την εφημερίδα. Διάβασε για μια απεργία εργατών στην Αθήνα, για τον γάμο κάποιου επιφανούς, προφανώς, θεσσαλονικιού, για την τιμή του μπαμπακιού φέτος. Έριξε μια βιαστική ματιά στις πολιτικές ειδήσεις και η ματιά του σταμάτησε μια σελίδα πριν τις αθλητικές ειδήσεις. Υπήρχε μια αγγελία όπου το κράτος αναζητούσε φαροφύλακες. Πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις, βασικά τη μια και μοναδική, να έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Αυτή ήταν η ευκαιρία του, η διέξοδος του. Θα είχε μισθό και στέγη. Όλα τα άλλα θα τα έβρισκε στην πορεία...
Νύχτα έφυγε από το χωριό, κρυφά, σαν κυνηγημένος. Τίποτα σε κανέναν δεν είχε πει. Θα τηλεφωνούσε στους δικούς του όταν θα βρισκόταν πολύ μακριά. Φοβόταν την οργή του πατέρα του. Ήταν ικανός να κάνει τα πάντα προκειμένου να μην φύγει ο γιος του. Περπατούσε όλη νύχτα μέχρι να φτάσει στο κεφαλοχώρι, όπου νωρίς το πρωί ξεκινούσε το λεωφορείο για τα Γιάννενα. Είχε πάρει κρυφά χρήματα από την ποδιά της μάνας του. Μόλις έπαιρνε τον πρώτο μισθό θα της τα έστελνε πίσω διπλά. Μπήκε εξαντλημένος από την κούραση και έκατσε σε μια θέση δίπλα στο παράθυρο. Το ταξίδι διαρκούσε δύο ώρες και αφέθηκε σε έναν ύπνο βαθύ.
Στα Γιάννενα του πήρε αρκετή ώρα να βρει τα γραφεία της νομαρχίας. Εκεί έπρεπε να πάει έλεγε η αγγελία. Τον είχε δυσκολέψει η αίτηση αλλά ευτυχώς η υπάλληλος τον βοήθησε. "Περάστε αύριο να σας ενημερώσω, αν και σίγουρα θα προσληφθείτε. Δεν υπάρχουν πολλές αιτήσεις απ' όσο με ενημέρωσαν από την Αθήνα". Έφυγε χαρούμενος, ξαλαφρωμένος. Είχε επιτέλους την ευκαιρία που τόσο λαχταρούσε. Πέρασε όλη μέρα κάνοντας βόλτες στην πόλη και το βράδυ μην έχοντας που να μείνει κούρνιασε σε μια συστάδα δέντρων κοντά στη λίμνη. Τα υπόλοιπα έγιναν πολύ γρήγορα. Θυμόταν έντονα πόσο τον είχε πειράξει η θάλασσα την πρώτη φορά που μπήκε στη βάρκα να φτάσει στον φάρο. Αυτός ήξερε μόνο το νερό το ποταμίσιο που κύλαγε από τα ψηλά βουνά χωρίς σταματημό χαρίζοντας ζωή στο πέρασμα του. Με τα χρόνια όχι μόνο συνήθισε τη θάλασσα αλλά την αγάπησε κιόλας. Όπως αγάπησε και τον φάρο. Πάντα ασπρισμένος και καθαρός, με λουλούδια στα παρτέρια. Και στη γη γύρω έφτιαξε το μποστάνι του, όπου φύτευε εποχιακά φρούτα και λαχανικά. Χαμένος σε όλες αυτές τις αναμνήσεις έφτασε στη βραχονησίδα όπου φιλοξενούνταν όλα αυτά τα χρόνια. Έδεσε την Αυγερινή και κατέβηκε. Επιθεώρησε το μποστάνι του και πήγε απευθείας στην μικρή αυλίτσα όπου ήταν η καρέκλα του. Ήθελε να δει την ανατολή. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και αυλάκωσαν τα μάγουλα του. Το ίδιο συνέβη και κάμποσες ώρες αργότερα, την ώρα που ο ήλιος βούταγε στη θάλασσα χαρίζοντας πορτοκάλι ανταύγειες στον ορίζοντα. Κοίταξε προς τον φάρο. Είχε ανάψει αυτόματα. Οι ακτίνες έσκιζαν το μαβί του ουρανού. Ήταν ώρα πια να φύγει...