Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Πάει ο παλιός ο χρόνος …


«Πάει ο παλιός ο χρόνος …»

Ο παλιός χρόνος είναι 45 κλεισμένα,
τα ρούχα του μυρίζουν καμένο ξύλο, 
η ανάσα του μελομακάρονο 
και κόκκινο γερμανικό κρασί.
Κατεβάζει ταινίες και τις βλέπει στο σκοτάδι …

Ο παλιός χρόνος θα ήθελε να είναι 17,
είναι κορίτσι και μόνο 14.
Τρώει ποπ-κορν με τις φίλες της,
γράφει κάρτα στον Αϊ-Βασίλη
και τη δείχνει στους γονείς της
«Έχω ελπίδες;»
ρωτάει με χαμόγελο …

Ο παλιός χρόνος είναι έφηβος
και θ’ αρχίσει το διάβασμα με το νέο χρόνο …
Είναι η βροχή που δεν ήρθε …
Το φρούτο που σάπισε …
Ευτυχισμένη γυναίκα χωρίς ηλικία
που κουρνιάζει σε ζεστή αγκαλιά
και δε λέει να πάει πουθενά …

Ο παλιός χρόνος είναι τρεις φίλοι,
τα πίνουν περασμένη ώρα
και ονειρεύονται πως είναι μακριά,
στο Δουβλίνο …
Την ώρα που στο διπλανό διαμέρισμα
ένα παιδί ξυπνάει και τραγουδά:
«Πάει ο παλιός ο χρόνος …»

Γιώργος Γιώτης (31.12.2011)

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Οι ίδιες εικόνες...


Οι ίδιες εικόνες στις ειδήσεις. 
Ίδιο συναίσθημα.
Έβαλα το αγαπημένο μου τραγούδι όσο πιο δυνατά μπορούσα.
Ο Λένον έβλεπε τις λέξεις 
"σαν ατέλειωτη βροχή στο χάρτινο ποτήρι".
Περίμενα την επόμενη εικόνα,
αλλά αυτός
εντελώς ιδιότροπος όμως
επαναλάμβανε
πως τίποτα δε θα αλλάξει τον κόσμο του.
Τέσσερις συνεχόμενες φορές ο ίδιος στίχος.
Τις μέτρησα.
Και έκλεισα τα μάτια.
Αλλά στις ειδήσεις οι εικόνες δεν έφευγαν.


Γιώργος Γιώτης
20/12/2016

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Παγκόσμια Ημέρα Παιδιού



Ένα παραμύθι , μια ιστορία απ' τα παλιά, ένα αυτοσχέδιο νανούρισμα, ένα παιχνίδι χαλασμένο που το φτιάχνουμε , μια ζωγραφιά κολλημένη στο ψυγείο, ένα χάδι απρόσμενο ή ένα αστείο που προέκυψε μέσα απ' τις καθημερινές Συμπληγάδες.
Μια αλήθεια που να μοιράζεται σαν αραιωμένη φρουτόκρεμα, μέχρι εκεί που μπορεί να ειπωθεί. Ένα γέλιο παιδικό να 'ναι το στοίχημα κι εκεί απάνω που σου λέει κρυώνω να το ζεσταίνεις με φτερούγες αγάπης. Ανοιχτές. Για να μη νιώθει μοναξιά. Για να μη μεγαλώνει χωρίς μνήμη. Χωρίς μυρωδιές. Για να ταξιδεύει μαζί με άλλα παιδιά. Για να επιστρέφει και να σκορπά τη χρυσόσκονη του Πήτερ Παν.
Για να μπορεί να επιστρέφει. Για να είναι δυνατό. Για να μη νιώθει υπάλληλος κι εσύ ο εργοδότης. Για να 'χει στις βαλίτσες του πολιτισμό. Για να μην κλαίει από θυμό. Για να χαίρεται που γεννήθηκε.
Για να μπορεί να φτιάξει έναν αρμονικό ενήλικα. Αληθινό.
Για να μπορούμε κι εμείς να συμπληρώνουμε το παζλ. Χωρίς να κοιτάμε το ρολόι. Για να γίνεται ο χρόνος δικός του. Να μην τον κοιτά απ' το τζάμι. Για να πηγαίνουμε μαζί στην αλάνα, να χτυπάμε τα γόνατα και να μετράμε τ' αστέρια. Μαζί του.
Για να θελήσει να δώσει ευκαιρία και σ' εμάς να βρούμε το δρόμο.
Εκεί που περιμένει ανυπόμονα να συναντηθούμε.
Στην αλάνα των παιδικών μας χρόνων.




Γιώτα Καραγιάννη 

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

Σε όνειρο...



Αναρωτιόμουν πώς βρέθηκα εκεί. Μια τεράστια αίθουσα με έναν πίνακα όσο ο τοίχος και γεμάτος θρανία ο χώρος με τα παιδιά λίγα και ήσυχα στις θέσεις τους. Δεν άκουγαν τι έλεγα κι ούτε μιλούσαν μεταξύ τους. Κατέβηκε με θόρυβο ένα πανί που κάλυψε τελικά το κέντρο του πίνακα. Ο θόρυβος ήταν από πλήκτρα γραφομηχανής και δε βρήκα άλλον παραξενεμένο όσο κι αν έψαξα με το βλέμμα όλη την αίθουσα.
 Μια ταινία έπαιζε κι ήθελα να πάρω τον λόγο να πω «δε διάλεξα εγώ αυτό που βλέπετε», φοβόμουν τη στιγμή τόσα μάτια να στραφούν ξαφνικά πάνω μου και μου πέρασε η ιδέα να σταματήσω την προβολή και να κρυφτώ. Όλα ήταν μαγικά σ’ αυτή την αίθουσα, μαγικά και κατά έναν τρόπο ανεξήγητα. Τριγυρνούσα ανάμεσα στα θρανία αόρατος και το ένιωθα ήμουν σε όνειρο κι έψαχνα τον τρόπο να βγω. Εντόπισα πίσω στο βάθος μια πόρτα.
 Σε άλλα όνειρα κυκλοφορούσα με ένα παπούτσι στη μέση ενός δρόμου και με κοιτούσαν όλοι, ακόμη και τα αυτοκίνητα ή ένας γορίλας στο στυλ της πρώτης ταινίας του 33 αλλά τρομακτικός και καθόλου ψεύτικος έσπαγε το τζάμι, έμπαινε στο σπίτι κι ερχόταν καταπάνω μου. Τώρα όμως… Όλα γίνονταν χωρίς εμένα.
Έξω από την πόρτα ένας στενόμακρος διάδρομος, ένας εργάτης έβαφε τον τοίχο και τρεις κάθονταν σταυροπόδι με τις κιθάρες και τα μπουζούκια τους, «ενοχλείτε» ξεκίνησα να λέω κι ο τρίτος των καθήμενων σηκώθηκε να φέρει δυο βόλτες ζεϊμπέκικο. «Θα μιλήσω στην Τεχνική Υπηρεσία» ψέλλισα και σα να άκουσα όλους μαζί τραγουδιστά να απαντούν «να μιλήσεις».
«Ίσως είναι το ρεφραίν σε δικό τους τραγούδι» σκέφτηκα και πίσω στην αίθουσα τα παιδιά ήταν περισσότερα κι ανάμεσά τους μεγάλοι που έγραφαν, έγραφαν, έγραφαν ίσως την υπόθεση της ταινίας που έβλεπαν τα παιδιά, τα παράπονά τους μην τα ξεχάσουν, αναμνήσεις από τα σχολικά χρόνια ή κάποια ωραία συνταγή και τιπς που θα αναδείξουν το φαγητό «πότε να κλείσεις με καπάκι την κατσαρόλα και με ποια φορά να ανακατεύει η ξύλινη κουτάλα τον πηχτό βυθό».
Δε χτύπησε το κουδούνι, τα παιδιά είχαν βαρεθεί στα θρανία, οι μεγάλοι αντάλλασσαν τις σημειώσεις τους, μερικοί σα σαΐτες και οι εργάτες περισσότεροι από τέσσερις έμπαιναν μέσα στην αίθουσα κι απλώνονταν σαν αέριο παντού, έβαφαν, τραγουδούσαν, χόρευαν, τηλέφωνα χτυπούσαν κι άλλοι ήχοι παρόμοιοι μαζεύονταν δίπλα να πετύχουν ρυθμικά και μελωδικά ένα ακόμη κυριακάτικο ξύπνημα.
Γιώργος Γιώτης (6/12/2015)

Εικόνα: North Park University community art project

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Μυστράς


Ήταν Σάββατο μεσημέρι, βροχερό.
 Οι πέτρες άλλες σφηνωμένες στο λασπωμένο χώμα να δείχνουν το μονοπάτι και άλλες η μια πάνω στην άλλη ό,τι έμεινε όρθιο από την καστροπολιτεία.
 Να βγαίνουν μπροστά μου οι ερωτησεις των μαθητών μου, οι γάτες βγαλμένες από τη "Μεγαλη Πράσινη" της Φακίνου και ο φύλακας να εξηγεί γιατί λείπουν τα μάτια των Αγίων, πώς και ο Χριστός δεν είναι στη μέση του Μυστικού Δείπνου, όπως τον ήθελαν ο Ντα Βίντσι κι οι υπόλοιποι δυτικοί ζωγράφοι και τέλος για ποιο λόγο υπήρχαν τρύπες στις κολόνες της Περίβλεπτου. Ζωντάνευαν μπροστά μου Έλληνες έξω να ντουφεκάνε Έλληνες κρυμμένους μέσα στον ναό και σα να κατέβαιναν από τα τείχη του κάστρου οι νότες που έντυσαν μια παλιά "Συννεφιασμένη Κυριακή" μα έξω ήταν Σάββατο μεσημέρι ακόμα... βροχερό.

Γιώργος Γιώτης (4/12/2016)