Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Βέργα



Όταν πήγαινα σχολείο πάντα η βέργα καθόταν πρώτη στην έδρα. Μετά τη δασκάλα. Το ξύλο έβγαινε συχνά απ' τον παράδεισο και προσγειωνόταν πάνω σε μάγουλα. Κάθε φορά κι από μια Παπασταύρου να βλέπει πεταλούδες κόκκινες, κίτρινες και πράσινες. Μια φορά θυμάμαι ένας μαθητής δεν είχε πει καλά την πρωινή προσευχή κι η σφαλιάρα τον είχε γυρίσει ανάποδα στο προαύλιο. Περίμενα για καιρό να τελειώσει το μαρτύριο του ξύλου, έλεγα δεν μπορεί, κάποιος θα καταλάβει ότι είναι λάθος. Θ' αλλάξει ο κόσμος, θα γίνει καλύτερος έλεγα. Θυμάμαι ακόμα την κουβέντα μιας γυναίκας ''Είναι ντροπή να δέρνει κάποιος παιδιά επειδή ξέρει καλά πως δεν μπορούν να αμυνθούν''. Ύστερα τα χρόνια προχώρησαν με το δικό τους υφάδι, οι σκηνές με το ξύλο κόπηκαν απ' την τάξη και μια ανακούφιση πλανιόταν σε μάγουλα παιδικά. Τώρα είναι κάμποσος καιρός που βλέπω πάλι τη βέργα. Παντού. Σε δρόμους, σε πλατείες, σε εκδηλώσεις, στην αντίθετη άποψη, στην ίδια τη ζωή που ακόμα τραβά τη δική της ανηφόρα. Σαν να γίναμε πάλι μικρά παιδιά που πρέπει να κάτσουμε ήσυχα. Για να μη φάμε ξύλο. Χαστούκια κλεισμένα σε λευκούς φακέλους, ειδήσεις που πυροβολούν, ομαδικές επιθέσεις με ξύλο, άνθρωποι πεσμένοι στο οδόστρωμα και σφαλιάρες απανωτές σε μια κοινωνία που έχει αρχίσει να δέρνει. Κι αυτή. Με κάθε τρόπο. Τα βράδια ακούω καβγάδες ή έντονες φωνές στις γειτονιές. Απ' τα ανοιχτά παράθυρα. Ψάχνει το καλοκαίρι να βρει μια χαραμάδα να μπει και δεν μπαίνει. Επειδή είναι θυμωμένο. Κι αυτό. Δεν μπορεί, λέω πάλι μέσα μου, κάποιος θα καταλάβει πως όλο αυτό είναι λάθος. Γιατί όσο και να παρηγορούμε με φατσούλες λύπης τα θύματα, η ποιότητα στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων αναζητείται ακόμα. Και καθόλου δεν φταίει η Γιαδικιάρογλου γι' αυτό. Είναι ντροπή να λέμε συνέχεια πως φταίει αυτή.



Γιώτα Καραγιάννη