Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Το ένστικτο της μάνας;


Ένστικτο της μάνας δεν το λες, αλλά το κατάλαβε στα πρώτα δέκα λεπτά.
 «Τι έπαθες; Εσύ και να μην πίνεις κρύα μπύρα; Πήγες στη βρύση δύο φορές να βάλεις νερό να πιεις και στα ’λεγα εγώ».
Αμέσως ταξίδεψα χρόνια πίσω και ζωντάνεψε μπροστά στα μάτια μου μια σκηνή με τον πατέρα μου γύρω στα πενήντα, όπως εγώ τώρα και τη γιαγιά μου ογδόντα χρονών τότε να μένει ακόμη η υπερπροστατευτική μητέρα, να θέλει να του ρίξει στους ώμους ζακέτα, για να μην τον βρει κανένα ρεύμα μες στο κατακαλόκαιρο.
Προσγειώθηκα στο παρόν με την ερώτησή της δικής μου μητέρας και πάλι.
«Κρυωμένος είσαι ή μήπως έχεις καμιά ίωση;»
Δε μιλούσα. Φανταζόμουν την καταιγίδα των ερωτήσεων και των συμβουλών.
«Πίνεις κρύα; Να μην πίνεις πολύ κρύα. Κάθεσαι στο αιρκοντίσιον; Μην κάθεσαι στο αιρκοντίσιον πολλή ώρα»
Και όλα θα τελείωναν με τη ζακέτα στους ώμους μου. Κούνησα το κεφάλι. Τίποτα δε με γλίτωνε.
«Στο είχα πει από την αρχή της εβδομάδας και δε μ’ άκουσες»
Περίμενα τη συνέχεια. Καμιά ερώτηση. Καμιά συμβουλή. Πουθενά η καταιγίδα.
«Το είπαν στην τηλεόραση. Οι Αιγόκεροι πρέπει να προσέχουν την υγεία τους. Η Σελήνη είναι στον Καρκίνο και ο Ερμής στην Παρθένο. Στο είπα και δε μ’ άκουσες»
Δεν καταλάβαινα πού είμαι και αν άκουσα καλά. Ήμουν πιο χάλια από όσο νόμιζα. Ο λαιμός μου πονούσε και δεν απάντησα.
Η μητέρα μου έκλεισε το μάτι κι άλλαξε αμέσως συζήτηση.

Γιώργος Γιώτης

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Όραση




Τράπεζα σήμερα το πρωί...Μια κυρία μπροστά μου εξυπηρετείται
για πολλή ώρα προκειμένου να μάθει το i-banking...To έμαθα, παρακολουθώντας άθελά μου
τη συζήτησή της , με την υπομονετική και καθ' όλα εξαιρετική υπάλληλο που μάλλον έτρωγε διαμάντια για πρωινό ή τουλάχιστον έτσι έγραφε η ανοιχτόχρωμη μπλούζα της.
''I eat diamonds for breakfast'' κι ένα διαμάντι σίγουρα ξέφευγε απ' το στόμα της όση ώρα με ιώβεια υπομονή, εξηγούσε τις απορίες της γκριζομάλλας κυρίας που έπεφταν βροχηδόν.
Μού φάνηκε ότι το είδα να λάμπει , όση ώρα περίμενα.
Μπαίνει ένας κύριος λίγο πελαγωμένος με το τάμπλετ παραμάσχαλα, μεσήλιξ θα έλεγα, 
ο οποίος ζητάει βοήθεια, επειδή σβήστηκε ο κωδικός του στο ίντερνετ ή κάτι τέτοιο τελοσπάντων.
Ένας άλλος κύριος σπρώχνει την πόρτα εξόδου για ν' ανοίξει , πριν ανάψει το πράσινο φως , τελικά έσπρωξε, άναψε κόκκινο , μετά πράσινο φως ταυτόχρονα και μετά πέταξε ελεύθερος στο πεζοδρόμιο λίγο ατσούμπαλα βέβαια, σαν πουλί με τσακισμένα φτερά. 
Μια ηλικιωμένη γυναίκα πιο πέρα ζητάει ενημέρωση. Όλοι κοιτούν μπροστά τους αλλά και περιμετρικά, ακόμα κι οι υπάλληλοι της τράπεζας . Μπήκε ένας κύριος με μακριά μαλλιά στριμωγμένα σε κοτσίδα , νομίζω είχε και σκουλαρίκι στο ένα αυτί κι όλη η τράπεζα σκάναρε την κοτσίδα.
Όσοι περίμεναν στα γραφεία ήξεραν πόσοι είναι στα ταμεία κι όσοι περίμεναν στα ταμεία ήξεραν
πόσοι περπατούν στο δρόμο. Ήξεραν το χρώμα της μπλούζας μου, τι έχω μες στην τσάντα, αν φοράω σκουλαρίκια και ποιον περιμένω τρία τέταρτα όρθια.
Η περιμετρική όραση σε πλήρη ανάπτυξη, χωρίς διακρίσεις φύλου, ηλικίας ή χρώματος μπαίνει σε τράπεζες , περιμένει έξω από μηχανήματα αυτόματης ανάληψης , γυρνάει πίσω της όταν ακούει βήματα, όταν παρκάρει το αυτοκίνητο ή όποτε γράφει κείμενα  όπως αυτό εδώ. 
Μια καινούρια εξέλιξη των καιρών. Μια εξέλιξη που με κάνει να επιθυμώ ασύστολα την ηρεμία των ματιών που βλέπουν ευθεία μπροστά. Στο κέντρο κι όχι στην περιφέρεια του ενδόμυχου φόβου που στριμώχνει την ίριδα σα σύννεφο μπουκωμένο γεμάτο βροχή.
Μες στο κατακαλόκαιρο , ώρα Ιουλίου πρωινή στην τράπεζα , με ανύπαρκτες νεφώσεις.




Γιώτα Καραγιάννη

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Άγονη γραμμή



Άγονη γραμμή 

Κυκλάδες των πειρατών 

και των φιλήσυχων βράχων .

Λιμάνια 

που χρυσαφίζουν 

καταφύγια απάνεμα .

Μικρά εκκλησάκια 

σφιχτοδεμένα σε κορφές ,

τον εσπερινό ψιθυρίζουν .

Άγονη αγκαλιά 

κι  ένα μονάχα ένα 

φιλί αμοργιανό, 

σαν  οπτασία λευκή 

στην απουσία 

των αιώνια κυνηγημένων.


Δώρο αναλλοίωτο  

για το ταξίδι .



Γιώτα Καραγιάννη


Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Αγγελία γνωριμίας


Χρόνος μουλωχτός
κι αιχμάλωτος κακών σκέψεων, 
με εχθρική διάθεση στα χαμόγελα
και νοσταλγός μιας καταχνιάς.
Ζητά γνωριμία
με τόπο άγριο
και όμηρο αγαθών προθέσεων
με σύννεφα στα βουνά του
και κανένα χρώμα πάνω του.

Γιώργος Γιώτης

Κάθε μέρα




Αμίλητη σηκώθηκα το πρωί , είδα τους δικούς μου να κοιμούνται ήρεμα
κι έκλεισα λίγο το παράθυρο στην πρωινή δροσούλα . 
Η ησυχία του σπιτιού μοιάζει μυστήριο κι εγώ δεν ξέρω τι να κάνω.
Φοβάμαι ν' ανοίξω την τηλεόραση , οι κάνες των όπλων στοχεύουν ανθρώπους.
Το εμπορικό κέντρο φόρεσε μοβ κορδέλα κι εμείς το πένθος στο μανίκι.
Ένα ατέλειωτο πένθος που το κουβαλάμε παντού , όλη τη μέρα , σ' όλο το μυαλό και την καρδιά.
Πέρσι έβλεπα τους πνιγμένους , νόμιζα πως γίνομαι μούσκεμα κι η ανάσα μου είχε γίνει δυσεύρετη
κάτω απ' το νερό  μες στο σαλόνι του σπιτιού μου.
Τώρα τα ίχνη του τέρατος τα βλέπω στη στεριά. Πλατείες με νεκρική σιγή , τανκς σε λωρίδες κυκλοφορίας, σκορπισμένα παπούτσια και κούκλες δακρυσμένες.

Ο τρόμος κάνει τη βόλτα του ανενόχλητος , μπαίνει σ' αεροδρόμια και παριστάνει τον επιβάτη , 
πίνει στα γρήγορα ένα γαλλικό καφέ κι ύστερα κάνει τα ψώνια του στο Μόναχο
με μαύρες σακούλες, τρύπιες κι ανοιγμένες.
Μες στο σαλόνι του σπιτιού μου πάλι , μαζεύω κάθε μέρα τα συντρίμμια, φυλάω φωτογραφίες 

κι ονόματα για να τα δώσω στις οικογένειες των νεκρών, σκουπίζω κάλυκες από τις σφαίρες
και καθαρίζω τα τζάμια από τη στάχτη των καιρών.
Κάθε μέρα αυτό κάνω.
Την ώρα που οι δικοί μου κοιμούνται ήρεμα στη θέση τους.





Γιώτα Καραγιάννη

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Johnny B. Goode...



Κινήθηκε πιο γρήγορα.
Με φευγάτους ήχους πίσω.
Ο καιρός κι αυτός γελούσε.
Κατέβηκε την κατηφόρα.
Το τραγούδι επέμενε, 
αλλά εκείνος δεν ανησυχούσε.
Λογικά με τόσα παρακάλια
ο Johnny θα ήταν καλά …

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Καινούργια σελήνη




Ξύπνημα στις έξι το πρωί , πότισμα , μαγείρεμα , διάφορα συμμαζέματα , μετά θάλασσα.
Επιστροφή. Κολατσιό , σκούπισμα , σφουγγάρισμα , παιχνίδι με τα παιδιά , μεσημεριανό , πιάτα , δεν κοιμούνται με τίποτα , ζωγραφικές κι άλλο παιχνίδι, απογευματινό , δουλειές στον κήπο , μπανιαρίσματα , ύπνος...και επιτέλους βγαίνω ήρεμη στη βεράντα. Πίσω απ' τα πυκνά φύλλα της φορτωμένης μυγδαλιάς η λάμψη του είναι εκτυφλωτική.
 '' Μα έχει πανσέληνο απόψε κι είν' ωραία...'' ακούω , όχι με τη φωνή της Αλεξίου , αλλά
μιας φίλης απ' τα παλιά που χαθήκαμε κάποτε...
Μένω και κοιτάω το φεγγάρι. Ποτέ δε μου άρεσε η πανσέληνος , σα να μου χάλαγε η διάθεση.
Μόνο μια φορά θυμάμαι , εδώ στο εξοχικό , ήμουν κάπου στα δέκα, όταν είδα το αυγουστιάτικο φεγγάρι να βγαίνει κατακόκκινο μέσα από τη θάλασσα , ολοστρόγγυλο , πελώριο , σαν άπλωνα το χέρι μου θα το 'πιανα κιόλας . Τόσο με άγγιξε η εικόνα αυτή που άλλο φεγγάρι δεν κοίταξα ξανά.
Καμία άλλη πανσέληνος δεν έχει καταφέρει ως και τα σήμερα να μου κόψει την ανάσα, να με κάνει να κοιτώ ανήμπορη να βγάλω μια λέξη, να κάνω μια σκέψη...
Και τούτο δω το σημερινό , όχι πως έχει κάτι το φοβερό , αλλά έτσι όπως ξεπρόβαλλε πίσω απ' τη
μυγδαλιά μου , που στον κορμό της πάνω όλο το απόγευμα ήμουν σκαρφαλωμένη να μαζεύω τους νόστιμους καρπούς , κάπως με ξάφνιασε.
Και είναι τόσο λαμπερό απόψε ή έτσι μου φαίνεται τουλάχιστον , μιας κι η λάμπα του δρόμου κάηκε και δεν κλέβει πια τη λάμψη τ' ουρανού. Το κοιτώ και σα να με τρυπάει η λάμψη του ίσα μέσα στην καρδιά. Και έτσι ξαφνικά νιώθω τόσο όμορφα , έχω ξεχάσει όλη την κούραση και τον εκνευρισμό της μέρας. Ο κήπος αστράφτει κάτω από τις ασημένιες αχτίδες. Οι ντοματιές έχουν γεμίσει καρπούς , την άλλη βδομάδα σίγουρα θα φάμε γλυκιές ντοματούλες , οι μελιτζάνες κι οι πιπεριές το ίδιο , σύντομα θα είναι έτοιμες να τις κόψουμε.
Τα αρώματα από τα γιασεμιά και τα νυχτολούλουδα έχουν μπερδευτεί και με μεθάνε. Η γάτα μου τρέχει κυνηγώντας ακρίδες και νυχτοπεταλούδες , αν και δεν έχει ζέστη , τα τζιτζίκια έχουν τα δικά τους να πουν κι ένα τριζόνι χαλάει την ομοφωνία τους.
Το δροσερό αεράκι παίρνει μακριά την κάψα της καλοκαιριάτικης μέρας και κάνει τα φύλλα των δέντρων να θροίζουν απαλά. Με συνεπαίρνει όλη αυτή η ομορφιά της φύσης , χάνομαι μέσα στη γλυκιά πανδαισία των αισθήσεων.
Πώς αντέχω να ζω στην Αθήνα ; Εγκλωβισμένη στους τσιμεντένιους τοίχους , περιορισμένη στα λίγα τετραγωνικά μέτρα του σπιτιού μου; Πώς αντέχω να μη βλέπω λίγο πράσινο , να μην μπορώ να βγω έξω , να γεμίσω τα πνευμόνια μου καθαρό αέρα ; Να μην μπορώ να τρέξω στα λιβάδια , τα πνιγμένα με παπαρούνες , ν' ανέβω στις βουνοκορφές , να βουτήξω στα γαλάζια νερά του Αιγαίου;
Μόνο απ' το σχολείο κάθε πρωί , βλέπω από το παράθυρο το Σαρωνικό και την Αίγινα που τόσο αγαπώ και με φαντάζομαι εκεί να βολτάρω στα χωριά της , να λιάζομαι στις παραλίες της και να χαζεύω τη θέα στο σπίτι της φίλης μου της Ιωάννας.
Κι όταν τα παιδιά γράφουν στον πίνακα, πάλι κοιτώ απ' το παράθυρο κι ονειρεύομαι κήπους κατάφυτους και ακτές δαντελωτές και καθαρό αέρα ν' αναπνέω για να μένει κι η ψυχή καθάρια...
Πόση ομορφιά υπάρχει σ' αυτόν τον κόσμο που για όλους μας υπάρχει χώρος , που σε όλους μας έχει να δώσει κι  όλους μπορεί να μας θρέψει.
Πόσο όμορφη είναι η ζωή .
Πόσα ωραία πράγματα υπάρχουν γύρω μας ικανά να διεγείρουν όλες τις αισθήσεις.
Τι μικρά πλάσματα εμείς οι άνθρωποι , να μην μπορούμε να ευχαριστηθούμε τίποτα , να κλείνουμε τα μάτια στην πραγματική ευτυχία και να την αναζητούμε σε υλικά αγαθά.
Έχθρες , διχόνοιες και  άνθρωποι εναντίον ανθρώπων , αντί να μας κατακλύζει η αγάπη.
Το πιο υψηλό κι ακόμα το πιο αγνό απ' όλα τα συναισθήματα.
Κι εκεί που αναρωτιέμαι τι έπαθα απόψε και σκέφτομαι όλ' αυτά , συνειδητοποιώ πόσο καιρό είχα ν' ακούσω το ψιθύρισμα των φύλλων και την πολυλογία των τζιτζικιών , να δω τα λουλούδια ν' ανοίγουν τα άνθη τους στην πρωινή δροσιά , να μυρίσω το θαλασσινό αέρα , τον καθαρό , όχι αυτόν που παλεύει να συνυπάρξει με τα αντηλιακά και τις εξατμίσεις, να νιώσω την καρδιά μου έτσι λεύτερη κοντά στη φύση.
Γιατί τελικά αυτό που εγώ θέλω πιο πολύ απ' όλα είναι να νιώθω ελεύθερη.


Μαρίνα Γιάννου

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

Χρέος




Η ανθρωπότητα τρελαίνεται . 
Στέκεται ώρες στη γραμμή για ένα κομμάτι ψωμί , περπατά στο λιοπύρι να βρει καταφύγιο, 
κουβαλάει τα παιδιά της στην πλάτη, βγάζει μαχαίρι για λίγα ευρώ και ξεγυμνώνεται σε γήπεδα περιμένοντας τη Νέμεση.
Άνθρωποι εναντίον ανθρώπων , καπνοί από σώματα που καίγονται , άσπρα σεντόνια 
στους δρόμους και σειρήνες να τρυπάνε τ' αυτιά, μόνο σειρήνες για να σκεπάζουν τις κραυγές. 
Η ανθρωπότητα τρελαίνεται.
Τρώει σκουπίδια , ξαπλώνει στο πάτωμα με το περίστροφο στο κεφάλι , ματώνει απ' τα συρματοπλέγματα και πατάει χιλιόμετρα ξυπόλητη. Φτύνει κατάμουτρα τη ζωή, κρύβεται κάτω από σημαίες και κηδεύει κάθε λεπτό. Σκύβει το κεφάλι για να περάσουν οι βόμβες, ψάχνει ένα τετράγωνο γης, κρύβεται απ' τον παρανοικό που θα πατήσει ένα κουμπί και στεγνώνει τα δάκρυα με μουντζουρωμένη παλάμη. Στρώνει κουβέρτες πίσω από κάγκελα, περπατάει με τα χέρια ψηλά , ψάχνει τις τσέπες της μα είναι άδειες και πάει κατευθείαν για ανάκριση.
Η ανθρωπότητα στο κρατητήριο κι όσοι απομείναμε , καταλαβαίνουμε την παραβίαση της ανθρώπινης φύσης , τη γράφουμε σε στίχους ή σε κείμενα , τη συζητάμε μεταξύ μας , παρακολουθούμε στενά το παράλογο και κρατάμε ένα χάδι και μια αγκαλιά για τη στιγμή εκείνη που τα τραύματα θα πρέπει επιτέλους να κλείσουν .
Κι ας έχουμε γεμίσει αίματα.
Μια τρελή ανθρωπότητα θα χρειαστεί άμεσα να της μιλάμε ήρεμα , να της δείχνουμε ουρανό και να της διηγούμαστε ιστορίες που δε θα την τρομάζουν.
Όσοι απομείνουμε , αυτό θα κάνουμε.





Γιώτα Καραγιάννη

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Πραξικόπημα



Το πραξικόπημα είναι πραξικόπημα . Είναι κατάλυση, επιβολή , διωγμός , οδύνη και μαύρο.
Δεν υπάρχουν συμπαθητικά πραξικοπήματα ή περισσότερο ανεκτά από κάποια άλλα.
Ιούλιος ήταν και τότε πριν κάμποσα χρόνια, με βρήκε στο Λυχνό Υπάτης , θα ήμουν εννιά χρονών κι ένιωσα φόβο για πρώτη φορά.
Ο πατέρας μου έφυγε βουβός , όλα ετοίμαζαν τη γιορτή του Προφήτη Ηλία κι εμείς μαθαίναμε για την εισβολή στην Κύπρο . 
Ζεστάθηκαν οι λεμονάδες, οι πίτες μαράζωσαν μέσα στο φύλλο τους και τακαρυδάκια ξέμειναν μόνα τους μες στα κεντητά πιατάκια τους , αφάγωτα. Ποιος είχε όρεξη να φάει...
Περιμέναμε νέα του πατέρα , η μάνα μου μας αγκάλιαζε πιο πολύ απ' το ''συνήθως'' κι οι μεγάλοι συζητούσαν χαμηλόφωνα με το σιωπηλό παππού που έριχνε το βλέμμα του μακριά, στις παρυφές της Οίτης , ψάχνοντας τους παλιούς συντρόφους.
Τότε κατάλαβα πως πραξικόπημα είναι η γιορτή που κόβεται στη μέση, οι καλεσμένοι φοράνε μόνο χακί κι ο κόσμος δεν έρχεται να σου ευχηθεί στη γιορτή του παππού ή του αδελφού, γιατί δεν μπορεί.

Είναι μια ατέλειωτη αγωνία κι ένας φόβος σα μανιτάρι πυρηνικής βόμβας που απλώνεται πάνω από σπίτια , αυλές , πλατάνια κι ανθρώπινες καρδιές.
Κι αν ο κόσμος τρελάθηκε σήμερα και δε θυμάται πώς να συνυπάρχει ειρηνικά, με σεβασμό και σύνεση, λυπάμαι, αλλά θα προτιμώ πάντα εκείνο το άλλο, το πραξικόπημα της ζωής που φέρνει δημοκρατία , χαμόγελα , δουλειές, δικαιοσύνη και άσπρο.
Εκείνο το πραξικόπημα της μουριάς που, παρά την ξηρασία , σου κάνει σκιά σαν αγκαλιά να πιεις τον καφέ σου , πάνω στο πλαστικό τραπεζομάντιλο με τα γαλαζοκίτρινα λουλούδια.
Εκείνο το πραξικόπημα που στις γιορτές , δε λείπει κανείς.
Αυτό προτιμώ.
Από εννιά χρονών.



Γιώτα Καραγιάννη

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Η αργία της Κυριακής



Την Κυριακή 17/7 τα καταστήματα θα είναι ανοιχτά διάβασα...

Οι γονείς μου είχαν μια μικρή βιοτεχνία με φωτιστικά. "Ο μπαμπάς φτιάχνει φωτιστικά και η μαμά τα πουλάει", έλεγα μικρή. Δούλευαν πολλές ώρες, πάρα πολλές ώρες... Δευτέρα, Τετάρτη, Σάββατο 8.30π.μ. - 3.00μ.μ, Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 8.30π.μ. - 2.30μ.μ. και 5.00μ.μ.-9.00μ.μ. Άνοιγαν και μία Κυριακή ανάμεσα στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Τις ώρες που δεν ηταν στο μαγαζι, είχαν να παραδώσουν παραγγελίες, να πάνε σε εκθέσεις ή να κάνουν άλλες δουλειές του μαγαζιού. 
Τους γονείς μου δεν τους έβλεπα πολύ, ήταν όλη μέρα στο μαγαζί, κάθε μέρα, χωρίς αργίες, χωρίς ρεπό. Μόνο την Κυριακή είχαμε, που ξυπνούσα νωρίς και πήγαινα στο κρεβάτι τους και βλέπαμε όλοι μαζί παιδικά.
Διακοπές δεν πήγαμε ποτέ, πουθενά, γιατί δεν μπορούσαν να λείψουν πάνω από μια βδομάδα από το μαγαζί και αυτή τη βδομάδα της "άδειας" τους ήταν πολύ κουρασμένοι για να πάνε οπουδήποτε.
Δεν πήγαμε ποτέ για ψώνια, όσο ήμουν μικρή έδιναν λεφτά στη γιαγιά ή στη θεία Μαίρη να μου ψωνίσουν τα σχολικά μου, τα ρούχα μου ή τα παπούτσια μου. Όταν μεγάλωσα, μου έδιναν λεφτά να ψωνίζω μόνη μου ό,τι χρειαζόμουν και πολλές φορές μου ζητούσαν να ψωνίζω και για αυτούς γιατί δεν μπορούσαν να πηγαίνουν στα μαγαζιά.
Τους θυμάμαι να γυρίζουν κατάκοποι τα μεσημέρια, να τρώνε μια μπουκιά φαΐ και να φεύγουν για δουλειά ξανά.
Θυμάμαι πόσο ζήλευα τα άλλα παιδιά που οι γονείς τους τα πήγαιναν στις κούνιες, στο Λούνα Παρκ, στο σινεμά, στο πάρκο, διακοπές... Εμένα οι γονείς μου μια φορά με πήγαν στις κούνιες. Είχαμε πάει μια Κυριακή με τα ξαδέρφια στην έκθεση λουλουδιών στη Βάρκιζα και στον γυρισμό σταματήσαμε σε κάτι μεγάλες κούνιες και κάναμε πικ-νικ.
Ζήλευα και τους συμμαθητές μου, που οι γονείς τους έρχονταν στο σχολείο και ο δάσκαλος τα πρόσεχε περισσότερο αυτά τα παιδιά. Εμένα ο κος Βασίλης μου μίλαγε προσβλητικά - τον άκουσα να λέει μια φορά σε μια άλλη δασκάλα πως είμαι παρατημένο και θα με μαζεύουν από τους δρόμους. Δεν ήμουν παρατημένο, απλά οι γονείς μου είχαν μαγαζί και δεν έρχονταν ποτέ στο σχολείο, γιατί δούλευαν. Δεν μπορούσαν... Με άφηναν το πρωί με το αυτοκίνητο και έφευγαν βιαστικά να ανοίξουν το μαγαζί. Το μεσημέρι γυρνούσα με τα γειτονόπουλα... Μια Κυριακή όμως πετύχαμε τον δάσκαλο στην πλατεία Υμηττού. Είχαμε πάει για καφέ - εγώ έτρωγα παγωτό. Και είδε ότι δεν ήμουν παρατημένο, είχα μια χαρά ωραιότατους γονείς που με αγαπούσαν και με φρόντιζαν, απλά είχαν μαγαζί... Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο είχα άλλο πρόβλημα - δεν μπορούσαν να έρθουν να μου δικαιολογήσουν τις απουσίες μου, οπότε δεν μπορούσα να αρρωστήσω ή να κάνω κοπάνες...
Γενικά, ότι έκανα με τους γονείς μου το έκανα τις Κυριακές...
Και πολύ λυπάμαι τώρα όλα αυτά τα παιδιά που είναι σαν κι εμένα και δεν θα έχουν ούτε καν την Κυριακή για να γνωρίσουν τους γονείς τους...


Μαρίνα Γιάννου

Δυο δυο στο Ναύπλιο

Δυσκολία πρωτη: να καταφέρω να εντοπίσω Βασιλόπουλο στο Ναύπλιο. Όχι το πρώην βατραχάκι που με δυο τρεις γλύκες από νεαρά ευγενικής καταγωγής και ευοίωνης προοπτικής αποκτά γαλάζιο ή έστω τυρκουάζ χρωματάκι το αιματάκι του. 
Ο πρώτος που ρώτησα με κατατόπισε πλήρως.
Δυσκολία δεύτερη: η επιλογή 
- Δυο σούπερ μάρκετ με αυτό το όνομα υπαρχουν. Το ένα 5 χιλιόμετρα έξω από την πόλη...
Έκανε μια παύση να καταλάβει την έκφρασή μου. Τα χείλη μου σφιγμένα, λίγο μαζεμένα προς τα πάνω και προς τα έξω κι ένας ήχος τς τς τς... που μάλλον τον μπέρδεψε και για να τον βοηθήσω ρώτησα ξερά.
- Και το άλλο σούπερ μάρκετ;
- Ακολουθείς την πορεία όλων αυτών των αυτοκινήτων και στη μεγάλη διασταύρωση λοξώς δεξιά και είσαι στη Μπουμπουλίνας. Έφτασες, φίλε μου.
Δυσκολία τρίτη: να καταλάβω τι μου λένε και να βρω αυτό που θέλω.
Πρώτα τον ευχαρίστησα, έκλεισα το παράθυρο και μετά έφτασα. Αφού βέβαια ρώτησα άλλους δύο για να βρεθώ κατά τύχη τελικά μπροστά στο πάρκινγκ του μαγαζιού. Τόσο εύκολα...
Περισσότερη ώρα έκανα να το βρω παρά να ψωνίσω. Όταν βγήκα, ο δρομος έλιωνε, τα γόνατά μου λύγιζαν και φορτωμένος όπως ήμουν νόμιζα πως θα καταρρεύσω πριν φτάσω στο αυτοκίνητο. Είχα για καλό και για κακό τις τσάντες μπροστά να προσγειωθώ ομαλά.
- Έλα κι εσύ, φίλε.
Ήταν ένας τύπος με μια μπλε ανοικτή μπλούζα κι έτσι όπως χαμογελούσε στραβά σα να έγερνε η Μπουμπουλίνας και το Ναύπλιο ολόκληρο. Τον προσπέρασα και άφησα τις τσάντες στο πορτ μπαγκάζ. Ο τύπος με το στραβό χαμόγελο μιλούσε συνέχεια, έλεγε για κάποιον ανόητο που πάρκαρε στη μέση ακριβώς κι έκλεινε την έξοδο τεσσάρων αυτοκινήτων. Με ένα γρήγορο βλέμμα ανακάλυψα πως ένας από τους τέσσερις άτυχους ήμουν κι εγώ. Θυμήθηκα πως χρωστούσα στον εαυτό μου έναν καφέ.
Είχα κολλήσει στα χείλη το καλαμάκι και δεν είχα σκοπό να το αφήσω, όταν ο ανόητος όπως τον έλεγε ο τύπος που χαμογελούσε κι απειλούσε την Μπουμπουλίνας και το Ναύπλιο ολόκληρο έκανε θεαματική εμφάνιση. Με χειρονομίες και βρισιές απειλούσε όλους όσους είχαν παρκάρει γύρω του. Όσοι ήταν μαζεμένοι στο πάρκινγκ τον πλησίασαν να του εξηγήσουν ευγενικά πως το φταίξιμο ήταν δικό του αλλά προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν να ξεπαρκάρει. Βγήκαν και υπάλληλοι να βοηθήσουν τον ανόητο, ο τύπος με το στραβό χαμόγελο σιγοτραγουδούσε "ούζο όταν πιεις, γίνεσαι ευθύς", κάποιοι υπάλληλοι και κάποιοι πελάτες χοροπηδούσαν με φιγούρες που θα τις ζήλευαν τα μπαλέτα του Δαλιανίδη, η ώρα περνούσε, ο καφές μου λιγόστευε και μες στο λιοπύρι ζήλευα ίσκιο, βουτιές στη θάλασσα και λίγη ησυχία αλλά μπροστά μου ζωντάνευε το φινάλε της "Κόρης μου της Σοσιαλίστριας".
Μπήκα στο αυτοκίνητο δέκα λεπτά αργότερα, όταν το πάρκινγκ ήταν πια άδειο. Ο τύπος με το στραβό χαμόγελο μου έκανε νόημα.
- Οι ανόητοι έρχονται δυο δυο, είπε όπως ακριβώς θα έλεγε καλησπέρα και χάθηκε με ένα μακρύ σπινιάρισμα.
Έφυγα κι εγώ όσο πιο γρήγορα μπορούσα τη στιγμή που δυο αυτοκίνητα στριμώχνονταν στο κέντρο του πάρκινγκ.
Στο τέλος του δρόμου ο ήλιος επιτέλους συναντούσε τη θάλασσα.


Γιώργος Γιώτης

Στην εξοχή...

Το λεωφορείο έκανε περίπου μιάμιση ώρα να φτάσει στο εξοχικό και κατέβαιναμε με πονοκέφαλο από το θόρυβο και το κούνημα. "Ούτε το καΐκι του αδερφού μου στο χωριό δεν κούναγε έτσι" έλεγε η γιαγιά.
Φτάναμε σπίτι. Με το που άνοιγε η πόρτα ξεκινούσαν και οι δουλειές, οι καλοκαιρινές. "Δεν ήρθαμε για να καθόμαστε, έχουμε δουλειές, τι νόμιζες πως θα σε έχω εδώ ξάπλα όλη μέρα; Σήκω, άσε τα παιχνίδια". Και άφηνα πίσω τις κούκλες με τα λουλουδιαστά φορέματα και σηκωνόμουν...

Πρώτα έπρεπε να βγάλουμε έξω όλα τα σεντόνια και τις κουβέρτες και να τα απλώσουμε στον ήλιο, για να πεθάνουν τα μικρόβια και να φύγει η μυρωδιά του χειμώνα. Και γέμιζαν τα σκοινιά της αυλής, τα έβλεπε η γειτόνισσα απέναντι και έπαιρνε σήμα, ότι ήρθαμε. "Καλό καλοκαίρι, καλώς ήρθατε" φώναζε από την αυλή της. Και έτρεχε η γιαγιά να πιει τον πρώτο καλοκαιρινό καφέ και να πούνε τα νέα τους.
Και ύστερα έπρεπε να πλύνουμε τις αυλές και τις βεράντες. Έπαιρνα το λάστιχο και τη σκούπα, έριχνα νερό και σκουπίζα τις σκανταλιές του χειμώνα. Και αφού στέγνωναν, έπρεπε να τις περάσουμε και δεύτερο και τρίτο χέρι για να είναι καθαρά. "Πως θα ασβεστώσουμε άμα δεν λάμπουν"; Και δωσ'του έριχνε νερά η γιαγιά και εγώ τα σκουπίζα τρίβοντας με μανία τα μωσαϊκά και τα τσιμέντα.
Κι όταν όλα λάμπανε πήγαινε η γιαγιά στην γειτόνισσα που είχε τηλέφωνο, έδινε ένα πενηνταράκι το αντίτιμο και τηλεφωνούσε στον κυρ Νίκο να της φέρει 3 τσουβάλια ασβέστη.
Τέσσερις μέρες κράταγε το ασβέστωμα. Πρώτα περνάγαμε με τον αραιό ασβέστη, να ποτίσει τους τοίχους, τα τσιμέντα και τους κορμούς των δέντρων. "Βάζε μπόλικο" φώναζε η γιαγιά. Και βούταγα τη βούρτσα στη σκάφη με τον ασβέστη και πέρναγα τους τοίχους και τις μάντρες. Η γιαγιά φρόντιζε τους κορμούς και τις αυλές, γιατί ήθελε να κάνει σχέδια στο πλατύσκαλο.
Και αφού στέγνωνε το πρώτο χέρι, ετοιμάζαμε το επόμενο, πιο παχύς ασβέστης. Και ξανά από την αρχή τοίχους, μάντρες, τσιμέντα, αυλές και κορμούς. "Μπράβο Μαρίνα νοικοκυρά" φώναζε η γειτόνισσα απέναντι. Κι εγώ έβλεπα τη θάλασσα και ανυπομονούσα να τελειώσω τα ασβεστώματα και να πάω να βουτηξω με τη μάσκα μου και να χαθώ στη μαγεία του βυθού.
Τις επόμενες δύο μέρες βάζαμε στον ασβέστη και μία χούφτα αλάτι χοντρό. "Να μην ξεφλουδάει" έλεγε η γιαγιά. Και σιγά σιγά όλα έπαιρναν αυτό το υπέροχο κατάλευκο χρώμα και το σπίτι έλαμπε και φαινόταν τόσο όμορφο και περιποιημένο. "Ο ασβέστης σκοτώνει τα μικρόβια και διώχνει τα έντομα από τα δέντρα μου" μου εξηγούσε η γιαγιά." Άσε που κάνει δροσιά και καθόμαστε τι ωραία στην αυλή." Πρόσφατα βέβαια διάβασα ότι μόνο το τελευταίο ισχύει επειδή το λευκό ανακλά και δεν απορροφά το ηλιακό φως. Η αντιμικροβιακή δράση του ασβέστη είναι μύθος.
Και μετά έπρεπε να φτιάξουμε τον κήπο. Να σκαλίσουμε, να ξεχορταριάσουμε, να σκάψουμε τα αυλάκια, για να φυτέψουμε μαρούλια, ντομάτες, κολοκύθια, πιπεριές και μελιτζάνες. Ύστερα περιποιούμασταν τις τριανταφυλλιές και κατόπιν ανέβαινα στη σκάλα για να κόψουμε τα ξερά κλαδιά στις μπουκαμβίλιες και τα γιασεμιά και το αγιόκλημα. "Αυτό,  στο αριστερό σου χέρι, δεν είναι αυτό το αριστερό χέρι βρε. Αυτό είναι το δεξί, δεν έμαθες ότι  με το δεξί χέρι κανείς το σταυρό σου"; Και εγώ έβλεπα τη θάλασσα να λαμπυρίζει στο φως του ήλιου και ονειρευόμουν μακροβούτια και γρήγορα έκοβα τα ξερά, για να ελευθερωθώ.
Μόλις έμπαινε ο Ιούλιος και ζέσταινε πολύ ο καιρός έπρεπε να ποτίζουμε κάθε μέρα τα αμέτρητα φυτά του κήπου. " Όχι από ψηλά το νερό, το ξεριζώνει, και βάλε το χέρι σου μπροστά, να πέφτει σαν βροχή, όχι πάνω στα φύλλα, θα τα κάψει ο ήλιος". Να τα κάψει να ησυχάσουμε σκεφτόμουν και καιγόταν και η καρδιά μου που η ώρα περνούσε και εγώ αντί να κάνω βουτιές στη θάλασσα, πότιζα τα γεράνια και τις μαργαρίτες.
Και μετά η όμορφη μυγδαλιά μας φορτωμένη νόστιμα αμύγδαλα έδινε το σήμα. Σκαρφάλωνα κάθε μέρα και έκοβα τσάντες αμύγδαλα και μετά καθόμουν στο πεζούλακι της αυλής με μία πετρούλα και τα έσπαγα. Ένα έσπαγα, ένα έτρωγα και φώναζε η γιαγιά "Δεν θα φας φαγητό, μην τρως άλλα".  Και όταν ήταν έτοιμα και τα σύκα ανέβαινα και στη συκιά και μαζευα τους νόστιμους καρπούς. Τα μισά τα κραταγαμε ή τα φιλεύαμε στη γειτονιά. Τα άλλα τα απλώναμε στον ήλιο, πάνω στη σκεπή της αποθηκούλας, να τα ξεράνουμε και να τρώμε σύκα και το χειμώνα. Κάποιες φορές τα φτιάχναμε και μαρμελάδα.
Μαρμελάδα φτιάχναμε και με τα βερίκοκα, τα τζάνερα και τις βανίλιες. Τα μάζευα, τα έπλενα, έβγαζα τα κουκούτσια και η γιαγιά έβαζε στο πετρογκάζ τις κατσαρόλες και το σπίτι μοσχομυρίζε.
Ο Αύγουστος ξεκινούσε με ασβεστωματα πάλι. " Μην μας βρει της Παναγίας ξέστρωτους".
Και μετά οι αχλαδιές, οι κοντούλες, γέμιζαν χρυσόμυγες και έτσι καταλάβαιναμε πως τα αχλαδάκια ήταν έτοιμα. Και επειδή δεν γίνονταν μαρμελάδα, τα μοιράζαμε στη γειτονιά, ακόμα και στους περαστικούς.
Και ερχόταν η σειρά για τα σταφύλια. Έκοβα τα τσαμπιά, τα μισά τα τρώγαμε τα άλλα γίνονταν γλυκό του κουταλιού. Σκαρφάλωνα στις πέργκολες και μάζευα τα λευκά και τα ροζ τσαμπιά και η γιαγιά από κάτω φούσκωνε από περηφάνια και φώναζε στη γειτόνισσα " Έλα να δεις τι σταφύλι έβγαλα και φέτος".
Μόνο οι φυστικιες δεν έδιναν καλούς καρπούς. Πάντα γεμάτες, αλλά οι καρποί πάντα χαλασμένοι. Όλα τα δοκίμασε η γιαγια, μέχρι και γεωπόνο έφερε και στο τέλος τις έκοψε. " Τεμπεληδες στον κήπο μου εγώ δεν θέλω" είπε.
Και τα όμορφα τριαντάφυλλα τα κάναμε γλυκό του κουταλιού ή ροδόνερο για να πλένουμε το πρόσωπό μας κάθε πρωί. "Κάνει ωραίο δέρμα, η μάνα μου δεν είχε ούτε μια ρυτίδα" έλεγε η γιαγιά που το πρόσωπό της θύμιζε πλισέ φούστα από τις πολλές ρυτίδες.
Και ερχόταν ο Σεπτέμβρης και έπρεπε να φύγουμε. Μάζευα τα λεμόνια, για να τα πάρουμε μαζί, έβλεπα και τη θάλασσα και μελαγχολούσα.
Για μπάνιο πηγαίναμε πάντα στα βράχια, έβλεπα τα παιδιά στην αμμουδιά και ζήλευα, καημό το είχα να χτίσω πύργο στην άμμο με τα κουβαδακια μου, και έπρεπε να περπατάω ξυπόλητη για να σκληραγωγηθώ και να σκληρύνουν οι πατούσες μου. Έτσι έλεγε η γιαγιά και μου έπαιρνε τις σαγιονάρες μου. Έβγαζα τους αχινούς και τους τρώγαμε, μάζευα και κοχύλια "μπομπολάκια" τα 'λεγε η γιαγιά και με έβαζε να φτιάχνω κομπολόγια με αυτά και τα χάριζε στους ξάδερφούς της που μας επισκέπτονταν συχνά.
Και ξεκινούσε το σχολείο και εμένα το μυαλό ταξίδευε στην εξοχή, στη θάλασσα, στον κήπο και μετρούσα τις μέρες για να ξαναπάμε. Και με μάλωνε ο δάσκαλος που χάζευα και ρώταγε "Πού αρμενίζει πάλι ο νους σου"; "Ασβέστωνα την αυλή κύριε" έλεγα και ήξερα πως δεν πρόκειται να καταλάβει...

Μαρίνα Γιάννου

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Ο παιδικός μου φίλος




Μια μεγάλη αυλή γεμάτη λουλούδια κι ένας μικρός τοίχος στη μέση , που χώριζε ή ένωνε τα μαθητικά μας χρόνια , ήταν για πολύ καιρό το ορμητήριό μας. Εκεί γινόμαστε όλοι μια παρέα , η οικογένεια του διπλανού σπιτιού έμοιαζε με συγγενή και τα παιδιά εκεί κλείναμε το ραντεβού για να βγούμε να  παίξουμε ρακέτες στο δρόμο. Το πλατύφυλλο της μάνας μου και τα γεράνια ως κλασσική αξία στο σπίτι , χαμογελούσαν κρυφά από ικανοποίηση , κάθε φορά που σηκώναμε τη μεσοτοιχία στα χέρια απ' το πολύ γέλιο. Σαν παλιό σινεμά και σαν τη Χαλιμά αφήναμε να βγουν απ' την καρδιά οι δικές μας ιστορίες γι' ανθρώπους που αγαπούν ή για λάμψεις μαγικές.
Τα χρόνια πέρασαν , αλλάξαμε γειτονιά , άλλαξε ο δρόμος , αλλάξαμε κι εμείς.
Συχνά πυκνά μάθαινα τα νέα των παιδικών μου φίλων μέχρι που αραίωσαν κι αυτά, σαν το μέλι που ετοιμάζεται να γίνει σιρόπι. Τα τελευταία νέα ήρθαν απ' το εξωτερικό εντελώς τυχαία.
Η χαρά απερίγραπτη , όπως συμβαίνει πάντα σα γίνεσαι ξανά δώδεκα χρονών. Έστω για λίγο.
Η υπόσχεση να βρεθούμε κρατήθηκε σα μεταξένιο νήμα για καιρό και ξετυλίχτηκε αθόρυβα σε μια πλατεία με άλλα παιδιά να παίζουν τριγύρω.
Ο παιδικός μου φίλος με τη δική του οικογένεια πια καθόταν απέναντί μου , χωρίς τη μεσοτοιχία.
Συμπληρώσαμε μαζί το παζλ της μνήμης , γελάσαμε και  θυμηθήκαμε τα παλιά  τόσο που τα μαλλιά μου λες κι  άρχισαν να βάφονται  με  μαύρο χρώμα , οι φακίδες μου σκούρυναν και το άσπρο μου φόρεμα με τα σκόρπια σχέδια έπαψε πια  να είναι κιτρινισμένη ανάμνηση σε μια φωτογραφία.
Είπαμε και πολλά  καινούρια , για τους ανθρώπους που χάσαμε , για την κρίση που δε γνωρίζει σύνορα  και για τη  θέληση να βρεθούμε ξανά , σα μια  συμφωνία μυστική.
Χαιρετηθήκαμε με την αίσθηση πως αφήσαμε την κουβέντα στη μέση και πως κάπου αλλού θα τη συνεχίσουμε. Δεν ξέρω το πού , ούτε το πότε.
 Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι πως τα γεράνια απόψε κρυφογελούσαν ασταμάτητα , όλη την ώρα του παγωμένου  καφέ , μαζί  με το πλατύφυλλο της μάνας μου.
Στη μέση ακριβώς της πλατείας. Για να τα βλέπουμε.


Γιώτα Καραγιάννη


  

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Ματαντόρ




Το αμφιθέατρο γεμάτο.
Η αρένα στέλνει  με αδηφάγο μένος στις κερκίδες , το παιχνίδι με το θάνατο.
Ο ματαντόρ χορεύει μπροστά στον ταύρο. Οι ξύλινες χρωματιστές βέργες καρφώνονται στη ράχη
του ζώου. Το πλήθος πανηγυρίζει . Έχει πληρώσει πολλά λεφτά και το θέαμα αποζημιώνει .
Ταυροκαθάψια με θάνατο . Η ανδρεία , η γενναιότητα κι  η ικανότητα του ματαντόρ εξαρτώνται απ' τις ιαχές του κόσμου. Οι βοηθοί , το ίδιο.
Μόνο ο ταύρος είναι ανεξάρτητος. Απρόβλεπτος.
Μια απότομη κίνησή του κι ο νεαρός ταυρομάχος σωριάζεται στο έδαφος. Δε σηκώνεται ποτέ.
Αφήνει παγωμένη την αρένα . Έχει χάσει.  Ο θάνατος άλλωστε πάντα  παραμονεύει  σιωπηλός.
Έφυγε με πολλά ζευγάρια χέρια . Σκυφτός . Σαν κουβάρι χρυσοκίτρινης κλωστής , χωρίς σκοπό.
Ο ταύρος τον ακολούθησε , χωρίς χρυσοκίτρινη κλωστή , μαζί με τη μητέρα του.
Μαζί κι οι τρεις  θα  κάνουν το ταξίδι αυτό , με τις βέργες να αιωρούνται στον αέρα και το κόκκινο πανί να σκεπάζει τα σώματα. Σαν ελάχιστος φόρος τιμής , σα σπονδή.
Μαζί κι οι τρεις .
Ταγμένοι στο βωμό της πολιτιστικής κληρονομιάς , της κερδοφόρας επιχείρησης
και της ρωμαικής αρένας.
Ο ματαντόρ τώρα χορεύει  αέρινος , μπροστά στον ήρεμο ταύρο , με κινήσεις κοφτές ,
σα να χορεύει τανγκό. Ίσως και να ζητάει τη λύτρωση που είχε πεθάνει δεκάδες φορές , από λίγο , πριν μπει σ' αυτή την κατάμεστη  αρένα .
Δεκάδες φορές πριν συναντήσει τον ταύρο.
Δεκάδες φορές που είχε σκοτώσει κάτι μέσα του .
Την ίδια στιγμή που  πήρε τη μεγάλη  απόφαση ότι μπορεί να σκοτώσει.
Όπως ακριβώς έκανε κι ο ταύρος.


Γιώτα Καραγιάννη










Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Μπουκαμβίλια και γιασεμί

- Έχεις πιάσει όλο τον χώρο!
- Εσύ έχεις απλωθεί παντού!
- Εγώ τον δικαιούμαι τον παραπάνω χώρο, αν θες να ξέρεις!
- Μπα; Και γιατί παρακαλώ;
- Γιατί τα άνθη μου έχουν μοναδικό άρωμα!
- Χαχαχα ας γελάσω! Εγώ πρέπει να πάρω παραπάνω χώρο, γιατί τα άνθη μου έχουν εκπληκτικό χρώμα!

- Πάλι τσακώνονται αυτά τα δύο;
- Τρίτο καλοκαίρι που δεν θα μας αφήσουν σε ησυχία...
Τα δυο αμπέλια μοιράζονταν εδώ και δεκάδες χρόνια την ίδια πέργκολα. Και παρ' όλο που το ένα έβγαζε ροζ σταφύλια, ενώ το άλλο άσπρα δεν είχαν τσακωθεί ποτέ. Μαζί τα φύτεψαν ένα από την μία και ένα από την άλλη μεριά της πέργκολας. Μεγάλωσαν, κάποια στιγμή συναντήθηκαν κιόλας, μπέρδεψαν τους βλαστούς και τα φύλλα τους και τώρα σαν ένα φυτό συνεχίζουν ήρεμα τον κύκλο της ζωής στον κήπο. Αν δεν ξέρεις, σίγουρα θα αναρωτηθείς πως είναι δυνατόν το ίδιο αμπέλι να δίνει και ροζ και άσπρα σταφύλια!
Μία χρυσόμυγα έχει κάτσει πάνω σε ένα άπο τα πολλά τσαμπιά και ρουφάει με λαιμαργία τον γλυκό χυμό του.
- Ακόμα να τα βρούνε; ρωτάει μία μέλισσα που πετάει γύρω γύρω.
- Ασ'τα δεν είναι να πλησιάζεις! Πονοκέφαλος με έπιασε...

Όταν γκρέμισαν τις δύο μικρές αποθηκούλες, έφτιαξαν μία μεγάλη, ψηλή πέργκολα και από κάτω έβαλαν τραπέζι και καρέκλες, για να μπορούν να κάθονται και να απολαμβάνουν την ομορφιά του καλοκαιριού. Ο ήλιος όμως, για αρκετές ώρες κάθε μέρα χαλούσε τα σχέδιά τους. Πολλές ιδέες ακούστηκαν, τέντα, ομπρέλα, πανί, καλάμια... Η γιαγιά, όμως, που τόσο αγαπά τα λουλούδια, δεν μίλησε. Πήγε και φυτεψε από τη μία μεριά μία μοβ μπουκαμβίλια και από την άλλη ένα γιασεμί.
Το πρώτο καλοκαίρι τα δύο φυτά απλά αναρριχηθηκαν στα κάθετα στηρίγματα της πέργκολας. Το δεύτερο καλοκαίρι όμως έφτασαν πάνω και εκεί ξεκίνησαν τα προβλήματα. Άρχισαν να συναγωνίζονται ποιο είναι πιο όμορφο, πιο αγαπητό, πιο μυρωδάτο και τελικά ποιο πρέπει να καταλάβει και τον περισσότερο χώρο στην πέργκολα. Τρίτο καλοκαίρι φέτος και η κατάσταση ήδη είναι δύσκολη. Τα δυο φυτά μπλέκονται το ένα με το άλλο, σπρώχνονται, γαντζώνονται ποιο από τα δύο θα επικρατήσει...

- Καλέ κοίτα ποσό μεγάλωσαν!
- Φοβερός ίσκιος!
- Και τα χρώματα, άλλο πράγμα! Κοίτα τι όμορφη που είναι η μπουκαμβίλια!
- Φοβερή αντίθεση με το λευκό απο το γιασεμί!
- Και το άρωμα μεθυστικό!
- Να βάλουμε μία αιώρα να καθόμαστε.

Και έβαλαν. Και ήταν η σειρά των ανθρώπων να αρχίσουν να μαλώνουν για το ποιος θα κάτσει στην αιώρα, να απολαύσει τα όμορφα άνθη της μπουκαμβίλιας, το μοναδικό άρωμα του γιασεμιού, το περίπλοκο μπλέξιμο τους, το τραγούδι των τζιτζικιών που τεμπέλιαζαν στα κλαδιά τους, τα γλυκά σταφύλια, το δροσερό αεράκι, τον ήχο της θάλασσας, τα κρωξίματα των γλάρων, την καλοκαιριάτικη μεσημεριανή ραστώνη τρώγοντας καρπούζι με φέτα κάτω από τη σκιά μιας ολάνθιστης πέργκολας.

Μαρίνα Γιάννου 

Μπλε φεγγάρι


«Μπλε φεγγάρι πάνω από το Σούνιο» ψιθύριζα, άκουγα το τραγούδι του Elvis και οδηγούσα στην παραλιακή, φλερτάροντας επικίνδυνα, με τα βράχια δεξιά πάνω από τα νερά που καθρέφτιζαν την πανσέληνο και τα φώτα αριστερά να με σημαδεύουν στο δόξα-πατρί.
Η Χαρά μιλούσε για την καλύτερη διαδρομή της Αττικής, η κόρη μας η Δήμητρα είχε δαιμονισμένο κέφι και η φίλη της η Μαρία γελούσε ευγενικά.
Με παρηγορούσε κάπως η εικόνα του Ερρίκου Μπριόλα να κοιτάει μπροστά και να κουνάει πέρα δώθε το τιμόνι στην ίδια παραλιακή, όσο ο φακός ασχολιόταν πότε με τις ρόδες που στρίγκλιζαν στα βράχια και πότε με τα χείλη του βρεγμένα από το ουίσκι εκείνης της δεκαετίας.
Στην επόμενη σκηνή σχεδόν πάντα ήταν εκτός εαυτού με φόντο κάποια ερημική παραλία του Σαρωνικού.
Για μένα όμως επόμενη σκηνή δεν υπήρχε.
Εκατοντάδες αυτοκίνητα, μπροστά να θέλουν κι αυτά να πάνε στην ίδια συναυλία, πίσω να κορνάρουν που οδηγώ αργά ο άσχετος, δεξιά κι αριστερά παρκαρισμένα να διστάζουν αν πρέπει να γυρίσουν ή να συνεχίσουν.
Λίγο μετά τα Λεγραινά σταμάτησα.
Επέστρεφα διανύοντας τις ίδιες αποστάσεις στο μισό χρόνο.
Σταματήσαμε στο προάστιο με τον περισσότερο κόσμο και περπατούσαμε δίπλα στη θάλασσα.
Ο χρόνος είχε σταματήσει στη δεκαετία του 70 και πετούσε πάνω από τα σπίτια, προσγειωνόταν σε τραπέζια δίπλα σε πίτσες και μπύρες, τσιμπούσε τα ψίχουλα κάτω από τα παγκάκια και ψάρευε με φακό στην προκυμαία.
Αυτό ήταν όλο.  

Γιώργος Γιώτης 
(Σεπτέμβριος 2012)


Τα δικά μου ποδήλατα




Ήθελα πάντα ένα λευκό ποδήλατο με καλαθάκι μοβ για να βάζω λουλούδια , συγκεκριμένα ανεμώνες. Πάντα προσπαθούσα να ισορροπώ πάνω σ' ένα ποδήλατο αλλά το δικό μου κέντρο βάρους , λες και δεν ήταν ποτέ συμβατό . Όλες μου οι προσπάθειες κατέληξαν στο κενό ή καλύτερα πάνω σ' ένα τοίχο απέναντι απ' το διώροφο που μέναμε. Κάτι μώλωπες μόνο , μερικές γρατζουνιές και μια απόφαση πως δε θα επιχειρήσω ξανά.
Άρχισα τότε να σχεδιάζω ποδήλατα σε χαρτί και ν' ακούω με κλειστό στόμα και μάτια ανοιχτά σαν κάμερα τις συζητήσεις φίλων για τροχούς , δυναμό , κόρνα και φωτάκι πορείας .
Αγαπημένες μου σκηνές σε ταινίες , έγιναν εκείνες με τις παρέες που οδηγούν ποδήλατο χαμογελώντας. Αγαπημένη μου χώρα η Ολλανδία με σήμα κατατεθέν το ποδήλατο.
Το πρώτο πράγμα που ήθελα να μάθει η κόρη μου μετά το ''μαμά '' και '' μπαμπά'' ήταν ποδήλατο.
Οι φίλοι κατά καιρούς προσπαθούσαν να μ' ενθαρρύνουν : '' Έλα, βρε , δεν είναι τίποτα! '' σα να έπρεπε ν' ανέβω σ' ένα  άγνωστο άλογο , όπως τότε στα Ζαγοροχώρια που αναστέναζε το άλογο μαζί με το  Βοιδομάτη. Έτσι αναστέναζαν κάθε φορά κι οι φίλοι μου.
Τα χρόνια πέρασαν μ' αυτό τον καημό, μέχρι που άρχισα να φτιάχνω τα δικά μου ποδήλατα από λέξεις. Έτσι κάνω ακόμα και σήμερα  ταξίδια μακρινά , τα παρκάρω κάτω από σκιερά πλατάνια και πίνω νερό από δροσερές πηγούλες. Τα οδηγώ σε ανεξερεύνητα τοπία , μπαίνω σε απάτητα δάση και ψάχνω για ξέφωτο. Φορτώνω λουλούδια το μοβ καλαθάκι και τα μοιράζω στους περαστικούς. Χαμογελώντας όλ' αυτά , χωρίς να κουράζομαι.
Κι αν τύχει να ταξιδεύουν κι άλλοι άνθρωποι  μαζί μου , ακόμα καλύτερα.
Βρίσκω αυτόματα το δικό μου κέντρο βάρους .
Εντελώς μαγικά , μ' ένα περίεργο τρόπο, τότε γίνεται συμβατό.



Γιώτα Καραγιάννη 

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Κλέφτης ποδηλάτων



Τα παιδικά μου καλοκαίρια

ήταν βουτηγμένα
στο άγχος των εξετάσεων.
Έπρεπε να αποστηθίσω ευρωπαϊκές πρωτεύουσες
αλλά τις μπέρδευα με πεδία μαχών
και τους τύπους της φυσικής
τους έβρισκα ανακατεμένους με κανόνες γραμματικής
που έμοιαζαν τελικά με προσκοπικά τραγούδια.
Ήθελα να βγω να κάνω ποδήλατο,
αλλά έπρεπε να μείνω μέσα
να μάθω να συγκρατώ
ονόματα, χρονολογίες, τύπους, κανόνες.
Όλα ένα κουβάρι.
Η βιβλιοθήκη στέναζε από το βάρος των βιβλίων
που είχαν καταφέρει
όλη τη χρονιά δόλιοι πλασιέ
να πουλήσουν στη μητέρα μου,
εκείνη με κοιτούσε με παράπονο
που οι σελίδες τους παρέμεναν άκοπες
κι εγώ κοιτούσα έξω από το παράθυρο
με το φόβο πως θα περνούσε το καλοκαίρι
χωρίς να το πάρω είδηση.
Εκείνο το μεσημέρι φοβήθηκα στ’ αλήθεια.
Μέναμε στο ισόγειο.
Είδα μία σκιά να γλιστράει σκυφτή
έξω από το παράθυρο.
Έτρεξα να προλάβω.
Δεν ήταν το καλοκαίρι που έφευγε στα κλεφτά.
Δεν υπήρχε κανείς.
Η σκιά είχε φτάσει ήδη
στο τέλος του δρόμου
με το ποδήλατο
που είχα αφήσει ξεκλείδωτο.

Γιώργος Γιώτης (12/6/2012)

Εικόνα: από την ταινία "Κλέφτης ποδηλάτων" (1948) του Βιτόριο Ντε Σίκα

Τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω

Φάρος (lighthouse) ονομάζεται ένα ειδικής και τυποποιημένης κατασκευής κτίσμα που οικοδομείται σε διάφορα σημεία των ηπειρωτικών ή νησιωτικών ακτών ή και επί βραχονησίδων στο επάνω μέρος του οποίου φέρεται ειδικός μηχανισμός που φωτοβολεί, (εκπέμπει), συνήθως περιοδικό φως, χαρακτηριζόμενο εκ του σκοπού του ως ιδιαίτερο βοηθητικό μέσο στην ασφαλή ναυσιπλοΐα.
Με το όνομα Φάρος χαρακτηρίζεται τόσο το κτίσμα όσο και η μηχανή φωτοβολίας που είναι εγκατεστημένη σ΄ αυτό.

Θυμάμαι τον δάσκαλο που είχα στην έκτη δημοτικού με απέχθεια. Με είχε πληγώσει πολύ γιατί στην έκθεση με θέμα: "Τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω" έγραψα Φαροφύλακας. Περιέγραψα την δουλειά που κάνει ένας φαροφύλακας και τεκμηρίωσα με επιχειρήματα την άποψή μου. Διάβασα το γραπτό μου δύο φορές, δίορθωσα τρία ορθογραφικά λάθη και ένα συντακτικό και το παρέδωσα πολύ ευχαριστημένη. Ο δάσκαλος έριξε μια λοξή ματιά στο χαρτί, δεν έκανε καν τον κόπο να το διαβάσει όλο, με κοίταξε με ένα ξινό βλέμμα και είπε να γράψω μια άλλη έκθεση που να μιλάω για μια κανονική δουλειά και να μην ξαναγράψω βλακείες. Ένιωθα τον κόμπο στον λαιμό να με καίει, τα δάκρυα να κάνουν τα μάτια μου λιμνούλες έτοιμες να πλημμυρίσουν... "Δεν θα κλάψω, δεν θα σου δώσω αυτή τη χαρά" Πήρα βαθιά ανάσα. "Εγώ αυτό θέλω να γίνω, εσείς δεν ξέρετε αυτό το επάγγελμα γιατί το χωριό σας είναι ορεινό και δεν έχετε φάρους εκεί" Θύμωσε, αγρίεψε, κάτι πήγε να πει, δεν το είπε όμως, μου πέταξε απλά το χαρτί και μου έκανε νεύμα να κάτσω στη θέση μου. Τον μίσησα...
Ακόμα θέλω να ζήσω σ' έναν φάρο. Αγαπώ τους φάρους. Κάθε φορά που βλέπω κάποιον, νιώθω μια ζεστασιά, μια οικειότητα, σαν να γυρνάω από μακρινό ταξίδι σπίτι μου..

Στα ταξίδια με καράβι πάντα κάθομαι κατάστρωμα μην τύχει και δω τον δικό μου φάρο εκεί κάπου καταμεσής στο Αιγαίο μου, κάτασπρος, πνιγμένος στο μπλε τ' ουρανού και της θάλασσας, με γλάρους να πετούν τριγύρω του, σιωπηλός, μικρός, χαμένος στην απεραντοσύνη της θάλασσας, τεράστιος να με προστατεύει από τα καραβοτσακίσματά μου.

Βλέπω φωτογραφίες με φάρους και με φαντάζομαι να ζω εκεί. Να ανεβαίνω τα πέτρινα σκαλιά του πύργου, για να ελέγξω το μονότονο φως και να χάνομαι στην απεραντοσύνη της θάλασσας που τόσο αγαπώ. Να ξυπνώ και να κοιμάμαι με τον ήχο της, τη μυρωδιά και τη γεύση της. Να την κοιτώ ήρεμη, γαλήνια και να φέρνω στο νου όλους τους αγαπημένους. Να την κοιτώ αγριεμένη, ορμητική και να συνειδητοποιώ πόσο μικρή είμαι όταν τα κύματα θα καταπίνουν τον φάρο μου.
Με βλέπω να ασπρίζω τον φάρο μου, κατάλευκος να αστράφτει στο φως του ήλιου, καθάριος και μαζί του να αστράφτω και εγώ, μακριά από όλα αυτά που κάνουν τις μέρες μου σαν τις χειμωνιάτικες φουρτούνες...


Μαρίνα Γιάννου

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Μ' ένα όνειρο τρελό




Πέρσι τέτοιο καιρό , ονειρεύτηκα . Ήμουν ξύπνια κι ήταν πολλοί.
Ονειρεύτηκα μια χώρα που αγαπάει τα παιδιά της , τους ηλικιωμένους και τους νεκρούς της.
Μια χώρα που δεν υβρίζει και δεν ασχημονεί.
Μια χώρα που ο χτίστης χτίζει κι ο αγρότης σπέρνει. Μια χώρα που δε λαδώνει , ούτε λαδώνεται.
Μια χώρα που τα σχολεία της είναι σκέτη αγκαλιά κι οι δάσκαλοί τους ευτυχισμένοι. 
Μια χώρα που στα σπίτια της απλώνουν το βιτάμ στο ψωμί πανευτυχείς όλοι μαζί, όπως ακριβώς στις διαφημίσεις. Μια χώρα που σε κοιτάει κατάματα, δε λέει ψέματα, διαβάζει βιβλία κι ακούει μουσική. Μια χώρα που σέβεται το διαφορετικό στ' αλήθεια, χωρίς κονκάρδες και διακριτά σύμβολα.
Μια χώρα που δε φωνάζει συνέχεια το εκατό  όταν διαφωνεί , ούτε σε δείχνει με το δάχτυλο.

Μια χώρα ήρεμη που αγαπά την πρόσθεση και τους συμπλεκτικούς συνδέσμους κι ας ζούμε στην εποχή της αφαίρεσης. Μια χώρα που χαίρεται με την επιτυχία του διπλανού ,
δε ρίχνει λάσπη και δε θέλει να σε εξοντώσει.
Μια χώρα που δεν της αρέσει το βόλεμα , ούτε  το λιθοβόλημα.
Ναι , πέρσι τέτοιος καιρός ήταν. Ήμουν ξύπνια κι ήταν πολλοί.
Το όνειρο που φυσούσε στις πλατείες και τα έβαφε όλα πορτοκαλί ,πήρε αναβολή.

Η αναβολή στα όνειρα είναι πάντα μεγάλη πληγή κι όταν αλλάζει ο καιρός πονάει.
Ένας χρόνος πέρασε που μοιάζει με αιώνα , ψάχνοντας για μια παράγραφο αυτού του ονείρου.
Γιατί και μια παράγραφος να ήταν σωστή , στ' αλήθεια, δε θα μ' ένοιαζε καθόλου, αν η ελληνική αποστολή στις συναντήσεις κρατών, φορούσε ακόμα και χλαμύδα.
Μόνο για μια παράγραφο.
Του περσινού ονείρου.




Γιώτα  Καραγιάννη

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Aποδείξεις

'' Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου! ''...
Μ' αυτό μεγαλώσαμε και στα διαλείμματα ακούγαμε το τραγουδάκι:
''Να δούμε ποιος , ποιος θα φαγωθεί...''
Τα χρόνια πέρασαν , οι καιροί άλλαξαν , άλλαξαν και τα μοτίβα.
''Εσύ , να κοιτάς!...'' λέμε μόνο. Για δουλειά ούτε λόγος.
Το τραγουδάκι δεν το τραγουδάμε πια γιατί φαγωθήκαμε όλοι.
Κανείς δεν έμεινε. Κάτι αποδείξεις μαζεύουμε μόνο για να γνωρίζει το κράτος ότι υπάρχουμε. Ξεχύνονται οι αποδείξεις στα σπίτια σα Δούναβης μαζί με τους παραπόταμους.
Πότε έφαγες , από πού έφαγες , τι έφαγες , τάισες το αμάξι καύσιμα, πήρες κανένα βιβλίο παραπάνω , στο περίπτερο τι ψώνισες, μήπως έκανες σπατάλες και δεν το λες, ήπιες κανένα καφεδάκι και πού το ήπιες, έκανες σφράγισμα, υπέρηχο ή αξονική? Αποδείξεις!...
Κι εσύ νιώθεις ασφυξία, κάτι δεν πάει καλά, χτυπάνε τα μηνίγγια σα μπουκαπόρτες πλοίου, νιώθεις να εξαερώνεσαι και να γίνεσαι ξηρός καρπός. Σα σταφίδα κορινθιακή συσκευασμένη αεροστεγώς, ένα πράμα. Σαν Κωπαίδα που την αποξήραναν.
Ψάχνεις με αγωνία για τις άλλες, τις αποδείξεις λέω, εκείνες που δείχνουν πως είσαι άνθρωπος, μ' ανθρώπινο λογισμικό και μυρωδιά.
Όχι , ότι τις ζητάει κανείς. Εσύ ψάχνεις με μανία στα συρτάρια της ψυχής σου, όπως όταν χάνεις τα κλειδιά σου, πρωί στην πόρτα , έτοιμος να φύγεις σε όρθια θέση, με το βλέμμα σε ένταση.
Ψάχνεις αποδείξεις γι' αυτά τα εικοσιένα γραμμάρια.
''Εσύ λοιπόν να κοιτάς την ψυχή σου!''
Αυτό να λέμε.




Γιώτα Καραγιάννη

Το καινούργιο κρεβατάκι με τα κόκκινα σεντόνια.



Τον κοιτάω, κουλουριασμένος στο καινούργιο του κρεβατάκι με τα κόκκινα σεντόνια, με την πιπίλα του στο στόμα και την κουβερτούλα του -το νάνι του- σφιχτά στα χεράκια του, χαϊδεύει το σατέν ρέλι της με τα δαχτυλάκια του...
Η καρδιά μου χοροπηδάει... Μου κόβεται η ανάσα... Τα αστεράκια στο ταβάνι φωσφορίζουν. Αυτοκόλλητα, ζωγραφιές και φωτογραφίες διακοσμούν τους τοίχους  Κοιτώ κάθε γωνιά. Σταματάω σε μια φωτογραφία. Γεμίζω τα πνευμόνια μου με αέρα και τον αφήνω να βγει σιγά-σιγά ονειροπολώντας. Παντού υπάρχει η μυρωδιά του, αυτή η γλυκιά μυρωδιά μωρού. Είναι μωρό ακόμα, ούτε τα δύο δεν έχει κλείσει. Κι όμως ανέβηκε μόνος του στο καινούργιο παιδικό κρεβατάκι του με τα κόκκινα σεντόνια, ξάπλωσε στο μαξιλαράκι του και αποκοιμήθηκε...
  Λες κι η αγάπη ήταν μια σελίδα χαρτί, η αγάπη για την κόρη μου, το πρώτο μου παιδί. Μόλις κράτησα στα χέρια μου τον νεογέννητο γιο μου, αυτή η σελίδα σκίστηκε στη μέση, και κάθε παιδί πήρε από ένα κομμάτι μοιράζοντας έτσι ισόποσα την αγάπη, ώστε να μην αδικηθεί κανένα.
  Ήταν ένα δύσκολο μωρό. Ήθελε αγκαλιά όλη την ώρα, δεν καθόταν ούτε ένα δευτερόλεπτο μόνος του, έκλαιγε δυνατά, πολύ δυνατά, τόσο που πολλές φορές αναρωτιόμουν πώς ένας τόσο μικρός άνθρωπος βγάζει τέτοια δυνατή φωνή. Και δεν κοιμόταν ποτέ, μόνο στην αγκαλιά. Και μόλις πήγαινα να τον αφήσω, με κάποιο μαγικό τρόπο το καταλάβαινε, άνοιγε τα μάτια του και με κοίταζε ίσια μέσα στα δικά μου και ετοιμαζόταν να διαμαρτυρηθεί σε περίπτωση που δεν έπιανα το μήνυμα. Και οι θηλασμοί, ατελείωτοι, μαραθώνιοι. Όσες φορές κι αν προσπάθησα να του δώσω ξένο γάλα, μόλις έβλεπε το μπιμπερό έκλαιγε σπαρακτικά, σαν να ήξερε τι είναι το καλύτερο για αυτόν!
Τα βράδια ήταν ένας εφιάλτης. Ξύπναγε κάθε 45 λεπτά, λες και είχε καταπιεί χρονόμετρο, λες και είχε ραντεβού... Δεν κοιμόμουν καθόλου, πολλές φορές με έπαιρνε ο ύπνος καθισμένη στο κρεβάτι με το μωρό αγκαλιά και πεταγόμουν έντρομη μην και μου πέσει κάτω. Κάποια βράδια με το κλάμα του ξύπναγε την κόρη μου, η οποία ερχόταν στο δωμάτιο και ζητούσε να ξαπλώσω μαζί της για να ξανακοιμηθεί. "Πώς είναι δυνατόν να είμαι ταυτόχρονα σε δύο δωμάτια" μουρμούριζα, έπαιρνα το μωρό αγκαλιά και πήγαιναμε όλοι παρέα στο παιδικό δωμάτιο. "Την φρεγάτα μαμά, πες μου την φρεγάτα" μου ζητούσε η μικρή και κάνοντας βόλτες γύρω γύρω με το μωρό στα χέρια τραγουδούσα όσο πιο γλυκά μπορουσα και ευχόμουν να ανοίξει η γη να με καταπιεί, να με απαγάγουν εξωγήινοι ή να βρω ένα μαγικό ραβδί, να πω "Κοιμήσου παιδί μου", να το κουνήσω, να γεμίσει το δωμάτιο ροζ και γαλάζια χρυσόσκονη και να κοιμηθούν και τα δύο αμέσως.
 Και ερχόταν το ξημέρωμα... Από τις 5 το πρωί ήμασταν στο πόδι. Πόσες ανατολές είδαμε, ούτε που θυμάμαι, πόσες βόλτες γυρω από το τραπέζι του σαλονιού κάναμε σταμάτησα κάποια στιγμή να μετράω... Πόσες φορές έχασα την υπομονή μου, πόσες φορές σκέφτηκα "έλεος, τι αμαρτίες πληρώνω", δεν θυμάμαι επίσης. Θυμάμαι όμως μία προς μία τις φορές που είπα "ναι, είμαι ευτυχισμένη, ναι αυτή είναι η απόλυτη ευτυχία" και ας ήταν χιλιάδες. Ήταν πολλές και οι φορές που ένιωθα εξαντλημένη, έτοιμη να καταρρεύσω, αλλά ακόμα περισσότερες αυτές που ένα του χαμόγελο, μια του έκφραση με γέμιζε ενέργεια και όρεξη και διάθεση να πάμε βόλτες, να παίξουμε, να τραγουδήσουμε, να χορέψουμε...
Απόλαυσα κάθε στιγμή από την βρεφική του ηλικία χωρίς να βαρυγκομήσω ή να διαμαρτυρηθώ. Ο χρονος δεν γυρνάει πίσω και κάποια πράγματα έχεις την ευκαιρία να τα ζήσεις μόνο μία φορά στη ζωή σου. Μόνο μια φόρά ο μικρός μου γιος υπήρξε γκρινιάρικο βρέφος που ήθελε αγκαλιές και παρηγόριες και είμαι ευγνώμων που το έζησα τόσο έντονα...
  Και τώρα κάθομαι στο παιδικό δωμάτιο και τον χαζεύω που κοιμάται στο καινούργιο του κρεβατάκι με τα κόκκινα σεντόνια. Έπαιξε λιγάκι με τα παιχνίδια του και μόλις νύσταξε ανέβηκε μόνος του, με την πιπίλα του και την κουβερτούλα του με το σατέν ρέλι που τόσο του αρέσει να χαϊδεύει ανάμεσα στα δαχτυλάκια του και αποκοιμήθηκε.
Του χαϊδεύω το κεφαλάκι και χαμογελάει στον ύπνο του και νιώθω τόσο μα τόσο παράξενα... χαρούμενη και στεναχωρημένη μαζί. Τι αντιφατικό! Χαρούμενη που έχω ένα τόσο ευτυχισμένο μωρό και στεναχωρημένη γιατί συνειδητοποιώ πως δεν είναι πια μωρό. Είναι ολόκληρο αγοράκι! Και αναρωτιέμαι αν στα μάτια μου θα είναι πάντα το μωρό  μου, αυτό που έκλαιγε για να το πάρω αγκαλιά, που ξενυχτούσε τα βράδια και που τώρα κοιμάται στο δικό του κρεβατάκι με τα κόκκινα σεντόνια...

Μαρίνα Γιάννου

Λόγια...


Λόγια / γέφυρες ανάμεσά μας / γκρεμίζονται.
Εικόνες / στα μάτια μπροστά / ξένες.
Τραγούδια / μελαγχολικά / όσο το φως δε λέει να φύγει.
Ταινίες / συναισθήματα παλαιάς κοπής.
Βιβλία / σε διαβάζουν χαιρέκακα.
Εικόνες / δε σε αφορούν.
Λόγια / δε σε ρωτούν / επιστρέφουν.

Γιώργος Γιώτης (20/4/2012)

Ο πίνακας: George Grosz, La Ville (1916-17)