Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Δυο δυο στο Ναύπλιο

Δυσκολία πρωτη: να καταφέρω να εντοπίσω Βασιλόπουλο στο Ναύπλιο. Όχι το πρώην βατραχάκι που με δυο τρεις γλύκες από νεαρά ευγενικής καταγωγής και ευοίωνης προοπτικής αποκτά γαλάζιο ή έστω τυρκουάζ χρωματάκι το αιματάκι του. 
Ο πρώτος που ρώτησα με κατατόπισε πλήρως.
Δυσκολία δεύτερη: η επιλογή 
- Δυο σούπερ μάρκετ με αυτό το όνομα υπαρχουν. Το ένα 5 χιλιόμετρα έξω από την πόλη...
Έκανε μια παύση να καταλάβει την έκφρασή μου. Τα χείλη μου σφιγμένα, λίγο μαζεμένα προς τα πάνω και προς τα έξω κι ένας ήχος τς τς τς... που μάλλον τον μπέρδεψε και για να τον βοηθήσω ρώτησα ξερά.
- Και το άλλο σούπερ μάρκετ;
- Ακολουθείς την πορεία όλων αυτών των αυτοκινήτων και στη μεγάλη διασταύρωση λοξώς δεξιά και είσαι στη Μπουμπουλίνας. Έφτασες, φίλε μου.
Δυσκολία τρίτη: να καταλάβω τι μου λένε και να βρω αυτό που θέλω.
Πρώτα τον ευχαρίστησα, έκλεισα το παράθυρο και μετά έφτασα. Αφού βέβαια ρώτησα άλλους δύο για να βρεθώ κατά τύχη τελικά μπροστά στο πάρκινγκ του μαγαζιού. Τόσο εύκολα...
Περισσότερη ώρα έκανα να το βρω παρά να ψωνίσω. Όταν βγήκα, ο δρομος έλιωνε, τα γόνατά μου λύγιζαν και φορτωμένος όπως ήμουν νόμιζα πως θα καταρρεύσω πριν φτάσω στο αυτοκίνητο. Είχα για καλό και για κακό τις τσάντες μπροστά να προσγειωθώ ομαλά.
- Έλα κι εσύ, φίλε.
Ήταν ένας τύπος με μια μπλε ανοικτή μπλούζα κι έτσι όπως χαμογελούσε στραβά σα να έγερνε η Μπουμπουλίνας και το Ναύπλιο ολόκληρο. Τον προσπέρασα και άφησα τις τσάντες στο πορτ μπαγκάζ. Ο τύπος με το στραβό χαμόγελο μιλούσε συνέχεια, έλεγε για κάποιον ανόητο που πάρκαρε στη μέση ακριβώς κι έκλεινε την έξοδο τεσσάρων αυτοκινήτων. Με ένα γρήγορο βλέμμα ανακάλυψα πως ένας από τους τέσσερις άτυχους ήμουν κι εγώ. Θυμήθηκα πως χρωστούσα στον εαυτό μου έναν καφέ.
Είχα κολλήσει στα χείλη το καλαμάκι και δεν είχα σκοπό να το αφήσω, όταν ο ανόητος όπως τον έλεγε ο τύπος που χαμογελούσε κι απειλούσε την Μπουμπουλίνας και το Ναύπλιο ολόκληρο έκανε θεαματική εμφάνιση. Με χειρονομίες και βρισιές απειλούσε όλους όσους είχαν παρκάρει γύρω του. Όσοι ήταν μαζεμένοι στο πάρκινγκ τον πλησίασαν να του εξηγήσουν ευγενικά πως το φταίξιμο ήταν δικό του αλλά προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν να ξεπαρκάρει. Βγήκαν και υπάλληλοι να βοηθήσουν τον ανόητο, ο τύπος με το στραβό χαμόγελο σιγοτραγουδούσε "ούζο όταν πιεις, γίνεσαι ευθύς", κάποιοι υπάλληλοι και κάποιοι πελάτες χοροπηδούσαν με φιγούρες που θα τις ζήλευαν τα μπαλέτα του Δαλιανίδη, η ώρα περνούσε, ο καφές μου λιγόστευε και μες στο λιοπύρι ζήλευα ίσκιο, βουτιές στη θάλασσα και λίγη ησυχία αλλά μπροστά μου ζωντάνευε το φινάλε της "Κόρης μου της Σοσιαλίστριας".
Μπήκα στο αυτοκίνητο δέκα λεπτά αργότερα, όταν το πάρκινγκ ήταν πια άδειο. Ο τύπος με το στραβό χαμόγελο μου έκανε νόημα.
- Οι ανόητοι έρχονται δυο δυο, είπε όπως ακριβώς θα έλεγε καλησπέρα και χάθηκε με ένα μακρύ σπινιάρισμα.
Έφυγα κι εγώ όσο πιο γρήγορα μπορούσα τη στιγμή που δυο αυτοκίνητα στριμώχνονταν στο κέντρο του πάρκινγκ.
Στο τέλος του δρόμου ο ήλιος επιτέλους συναντούσε τη θάλασσα.


Γιώργος Γιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου