Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Αδιάφθοροι



Είναι μερικοί άνθρωποι που ξεχωρίζουν μέσα στο πλήθος. Δεν μιλούν πολύ. Συνήθως μιλάνε μόνο με το βλέμμα. Είναι έτοιμοι για κάθε μάχη της ζωής, μικρή ή μεγάλη. Απλά θα δεις ν’ ανασηκώνουν τα μανίκια. Χωρίς φλυαρία και θόρυβο. Στις τσέπες τους έχουν πάντα καλούδια. Για την ώρα της ανάγκης. Ένα απαλό χάδι, μια λέξη αγαθή, μια αγκαλιά σαν ομπρέλα κι ένα μαντίλι καθαρό για να σκουπίζουν δάκρυα. Μαζεύουν συντρίμμια, ξερά φύλλα και τις πίκρες του κόσμου αυτού μόνο με γνώριμη κίνηση του χεριού. Γεμάτο από ρόζους της αγάπης. Η μόνη εξουσία που ξέρουν είναι αυτή της χαράς. Και την απλώνουν σαν σεντόνι τις νύχτες για να σκεπάζουν τους μοναχικούς. Άμα τους τάξεις κάστρα χάνονται κι άμα τους κολακέψεις θλίβονται. Φυτεύουν σπόρους πολύχρωμους σε άγονα χωράφια της ζωής, διώχνουν προσεκτικά τη σκόνη από αναμνήσεις και προχωράνε με βήμα αθόρυβο. Γι’ άλλες πολιτείες ξερές. Όνειρό τους να τις βλέπουν ν’ ανθίζουν. Συνήθως προχωράνε ένα βήμα πίσω, όμως είναι πάντα μπροστά. Δεν θέλουν χάρες, ούτε ανταμοιβή, ούτε καν μια εξεδρούλα μικρή. Προσέχουν πάντα τους περαστικούς κι εκείνους που παραπατάνε. Είναι γλυκομίλητοι, ακούραστοι, αδιάφθοροι. Εύκολα μπορεί να τους ξεχωρίσει κανείς. Συνήθως έχουν πάντα σηκωμένα τα μανίκια. Είτε χειμώνας είναι, είτε καλοκαίρι. Η ζέστη και το κρύο γι’ αυτούς εξαρτάται μόνο από το πόσο μπορείς να χαμογελάς.

Γιώτα Καραγιάννη
28/7/2019

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019

Μέτρον άνθρωπος



'Παν μέτρον άριστον' ακούγαμε συχνά όταν πηγαίναμε σχολείο. Αυτό το 'παν' με πήγαινε πολύ μακριά κι αυτό το 'μέτρον' μου άρεσε πολύ επειδή είχαμε και στο σπίτι. Η μάνα μου έραβε κουρτίνες στη ραπτομηχανή, μια παλιά singer μαύρη με ασημένια γράμματα κι είχε συνήθως μια κίτρινη μεζούρα περασμένη στο λαιμό της. Ο πατέρας μου μετρούσε στις οικοδομές μ' ένα σπαστό ξύλινο μέτρο κι έδειχνε και σ' εμένα τις υποδιαιρέσεις. Έφευγα κάθε φορά, κουραζόμουν. 'Αχ, αυτό το παιδί!' έλεγε απελπισμένος ο πατέρας μου κι εγώ έμπαινα μες στο δωμάτιο να γράψω κανένα ποίημα. Το 'άριστον' με κυνηγούσε απ' την άλλη μεριά μ' ένα σφίξιμο στο στομάχι. Στη σχολή οι καθηγητές μας έλεγαν να μη συμπαθούμε το μέτριο. Έβλεπα τότε το 'παν' να μου χαμογελάει κι ένιωθα μια συμφωνία μυστική, κοινή για όλους τους ανθρώπους. Ύστερα αμφισβητήθηκε κι αυτό, έμεινε μόνο το 'μέτρον άριστον'. Συμφιλιώθηκα αμέσως, δε γίνεται με κάθε μέτρο να υπολογίζεις τα πράγματα. Πρέπει ο καθένας να έχει το δικό του, σκέφτηκα. Όταν δούλεψα σε διάφορες δουλειές μέχρι να τελειώσω τις σπουδές, έφυγε και το 'άριστον' επειδή δεν είχα καθόλου ταλέντο στην πώληση ρούχων ή στερεοφωνικών. Πέρασαν τα χρόνια και πότε ερχόταν να με σκουντήσει ελαφριά στον ώμο το 'παν', πότε το 'μέτρον' και πότε το 'άριστον'. Ό,τι μάθεις μικρός άλλωστε, σε οδηγεί με κλωστές αδιόρατες σαν εκείνες της παλιάς ραπτομηχανής. Τα τελευταία χρόνια είναι αλήθεια πως ψάχνω και τα τρία. Κι όλο με κυριεύει η αγωνία μήπως κάτι δεν ακούω καλά ή μήπως μεγάλωσα τόσο πολύ που δεν αντιλαμβάνομαι εκείνα τα ελαφριά σκουντήγματα. Στον ώμο. Ειδικά όταν το 'μέτρο' αφορά σε συνθήκες ανθρώπινης ζωής και αξίας. Στο 'Μέτρον άνθρωπος' έχω βρει καταφύγιο και μ' αυτό θα συνεχίσω. Χωρίς υποδιαιρέσεις. Και χωρίς εκείνα τα αλληγορικά τερτίπια της φαντασίας. Που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει πόσο γέρασε.

Γιώτα Καραγιάννη 
18/7/2019

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Ξένος



Αυτόν τον καινούριο άνθρωπο δεν τον αναγνωρίζω. Μιλάει ψιθυριστά και χαράζει διαρκώς το ατομικό του σύνορο. Κάθε πρωί φυτεύει κάκτους στην αυλή και βάζει μικρά ναρκοπέδια. Στο μυαλό. Σπρώχνει με τον αγκώνα του για να περάσει, τρώει εφημερίδες και μετά από λίγο τις φτύνει. Ακούει μόνο τον εαυτό του, τα αυτιά του είναι κλειστά με κερί -τάχα για τις Σειρήνες- και του αρέσει να πολεμά μέσα από οθόνες. Μένει απαθής στο πραγματικό γίγνεσθαι, καταπίνει αμάσητες τις καμήλες ενώ γίνεται επιθετικός μπροστά στο κουνούπι. Στον ελεύθερο χρόνο του θάβει, γι’ αυτό κυκλοφορεί με φτυάρια και αξίνες. Γελάει δυνατά όταν γκρεμίζει, ποτέ δεν μαζεύει τα συντρίμμια κι ύστερα βρίζει τους περαστικούς για έλλειψη καθαριότητας. Δείχνει συνήθως με το δάχτυλο, σωπαίνει μόνο όταν κοιμάται και στήνει συρματόπλεγμα αδιαφορίας, αγκαθωτό. Αγαπημένη του αντωνυμία το «Εγώ» κι αγαπημένη του φράση το «Δεν με νοιάζει». Γλάστρες με γεράνια δεν έχει, γι’ αυτό όταν φεύγει δεν έχει πού ν’ αφήσει το κλειδί. Ας ξέρει πως αυτό δεν είναι σαν όλα τα κλειδιά κι ότι μονάχα αυτό ξεκλειδώνει ανθρώπινα καταφύγια. Ασύνορα. Εκεί που ο κόσμος αναπνέει χωρίς να πνίγεται κι η ελευθερία δεν είναι χάπι που το παίρνεις με συνταγές. Εκεί που η χαρά του διπλανού γίνεται μνήμη αρχέτυπη και κοκκινίζει μάγουλα σαν γεράνια. Γι’ αυτό κι ο καινούριος άνθρωπος δεν αναγνωρίζεται πια. Είναι ξένος. Ένα ξένο σύμπαν. Με αφόρητη ξηρασία, έλλειψη δροσιάς και χιλιάδες κάκτους. Ακόμα κι η χειραψία μαζί του αφήνει στο χέρι στίγματα από αγκάθια. Κι ατσάλινα, κοφτερά απομεινάρια από συρματόπλεγμα. Ξένα κι αυτά πάνω σε κάθε ανθρώπινη κι αυθεντική ταυτότητα.

Γιώτα Καραγιάννη