Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Φύλλα


Αυτό θα ήθελα να ήμουν. Ένα φθινοπωρινό φύλλο πεσμένο μέσα σε μια λίμνη τον χειμώνα. Να διατηρώ αναλλοίωτο το έντονο καφέ μου χρώμα, να μην κιτρινίσω, μην ξεραθώ. Απλά να λικνιζομαι ήρεμα στα παγωμένα νερά περιμένοντας την επόμενη ανατολή, για να λάμψω κάτω από τις ακτίνες του ήλιου, λίγες στιγμές θέρμης, και ύστερα να αφεθώ ξανά στα χάδια του νερού και στην αιωνιότητα μιας στιγμής που μπορεί να ζήσει για πάντα σε μια εικόνα.

Μαρίνα Γιάννου

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Αντικατοπτρισμοί




Ομίχλη και σύννεφα, ένα τοπίο αλλιώτικο, μυστηριώδες, ίσως και τρομακτικό. Τα παιχνίδια των αντικατοπτρισμών δημιουργούσαν μια αίσθηση απόκοσμη. Άραγε ζουν στα αλήθεια τέρατα στις λίμνες; Και με αυτές τις σκέψεις έπιασε τα κουπιά στα χέρια του. Η μικρή ξύλινη βάρκα κινήθηκε αργά στα ήρεμα νερά της λίμνης. Έβλεπε ευθεία μπροστά του το μικρό νησί. Η απόλυτη ησυχία του πρωινού τον ταραζε. Μόνο ο ήχος των κουπιών καθώς έσπρωχναν το νερό. Μόνο ο ήχος της βαρκούλας καθώς έσκιζε το νερό. Στα μισά σταμάτησε. Έσκυψε από την βάρκα και κοίταξε τη λίμνη. Είδε τον εαυτό του, ανάμεσα στα σύννεφα και την πρωινή πάχνη, τυλιγμένο με αυτό το πέπλο μυστηρίου. Άπλωσε το χέρι του στο νερό, να πιάσει ένα κομματάκι "εγώ", να δει έστω και για μια στιγμή τον καθαριο του εαυτό. Με μιας η εικόνα του διαλύθηκε και μια αντανάκλαση θολή, τρεμόπαιξε στο νερό προσπαθώντας να ανασυνταχθεί ανάμεσα στις μικρές δίνες που ο ίδιος δημιούργησε. Έκλεισε τα μάτια, σήκωσε το κεφάλι, γέμισε με πρωινή δροσιά τους πνεύμονες του και έπιασε ξανά στα χέρια τα κουπιά. Ευθεία μπροστά από ένα μικρό κενό ηλιαχτίδες φώτιζαν τη λίμνη. Συνέχισε αργά να κωπηλατει. Ήξερε πως μόνο μέσα από το φως θα φτάσει στο δικό του νησί.
(Φώτο: λίμνη Πλαστήρα)

Μαρίνα Γιάννου
10/02/2019

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

Χειμώνες



Ο δρόμος ήταν μελαγχολικός. Ένας αέρας δυνατός τίναζε το πάπλωμα απ' τα ξερά φύλλα του χειμώνα. Περαστικοί με σκυμμένο κεφάλι μπαινόβγαιναν σε μαγαζιά της γειτονιάς. Ένα καπέλο πέταξε δίπλα μου κι ο γκριζομάλλης κύριος άπλωσε τα χέρια του για να το πιάσει. Βγήκε από μέσα του ένα 'αχ' που πήρε αμέσως, σε δευτερόλεπτα, σχήμα και μορφή.
''Ετσι όπως μας κάνανε κυρία μου, τι να περιμένει κανείς!'
'Το λεωφορείο;' ήθελα να πω, μα για ένα περίεργο λόγο δεν μίλησα. 'Μακάρι να ήταν στα πράγματα ο Παπαδόπουλος!Να δεις πού θα κρύβονταν όλοι αυτοί!' συνέχισε με κοφτερή φωνή.Το 'αυτοί' ξαφνικά έγινε μια αντωνυμία τόσο απρόσωπη, σαν το καπέλο που σκέπαζε τη μορφή του αγανακτισμένου.'Μετά λέμε για τον Χίτλερ!Ότι δεν ήταν καλός άνθρωπος!Μια χαρά ήταν ο Χίτλερ!' είπε, ενώ τα μάτια του έβγαζαν μικρές, ατίθασες σπιθούλες. Κοίταξα πιο προσεκτικά. Έψαχνα για ανθρώπινη μορφή. Κάτω απ' το γκρι καπέλο. Το παραλήρημα όμως είχε αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά. Και μουντζούρωνε και την ψυχή μου. Γιατί τ' ακούω αυτά όλο και πιο συχνά. Παντού. Έμεινα σαν ένα κομμάτι μάρμαρο να κοιτάζω τα φύλλα, τους περαστικούς και τα άδεια μαγαζιά. Όλα ήταν γνώριμα. Τα είχα ξαναδεί, τα είχα ζήσει. Εκτός απ' τον μονόλογο του παραλόγου. Ήρθαν στο νου μου στρατόπεδα και φυλακές. Χωρίς φύλλα. Μόνο με ανθρώπους που τινάζονταν στο άπειρο. Σαν τόξα. Χωρίς καπέλα. Ούτε μιλιά. Μόνο με την ελπίδα πως ο άνθρωπος θα σπάσει το συρματόπλεγμα του μυαλού του μια μέρα και θα καταλάβει πως οι χειμώνες δεν βρίσκονται πάνω στα δέντρα πια.


Γιώτα Καραγιάννη