Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Του Αγίου Δημητρίου



   Του Αγίου Δημητρίου έστρωνε η μάνα τα χαλιά. Στόλιζε τα βάζα με κίτρινα χρυσάνθεμα και μας έδινε και σπιτική μουσταλευριά. Με κανέλα κι άσπρο σουσαμάκι από πάνω. Η φιλενάδα της η Βασιλική που έμενε στο διπλανό μας σπίτι ήταν κι εκείνη μαστόρισσα σ' αυτά. Φίλευε όλα τα παιδιά της γειτονιάς και μετά γελούσε όλο χαρά. Η μέρα απ' το πρωί φορούσε τα γιορτινά της για κάποιο λόγο. Δημήτρη στο σπίτι δεν είχαμε. Παρόλα αυτά το καντήλι ήταν αναμμένο απ' την παραμονή. Τη μέρα της γιορτής σηκωνόταν αχάραγα να πάει πρόσφορο στην εκκλησιά. Το ετοίμαζε απ' την προηγούμενη. Είχε και μια σφραγίδα ξύλινη και την έβαζε πάνω στο ψωμί. Όλη την ώρα προσηλωμένη. Σαν να προσεύχεται. Τύλιγε ύστερα τη σφραγίδα σε μια άσπρη, λινή πετσέτα και την έκρυβε, για να μην κινδυνέψει από χέρια παιδικά. Έφτιαχνε κι ένα μοσχαράκι λεμονάτο, να φεύγει ο νους από τη μυρωδιά. Μετά κατέβαζε απ' το ντουλάπι το βάζο με το γλυκό καρυδάκι. Κέρασμα της θείας Ελένης απ' το χωριό. "Πότε έφαγες και δεν πήρα είδηση;" με ρωτούσε αυστηρά. Μ' εκείνο το αυστηρό ύφος που κρύβει στα σπλάχνα του μπόλικη αγάπη."Εεεε, χθες πήρα ένα!'' και τα μάγουλα γίνονταν κόκκινα σαν τη φωτιά. Έβαζε ύστερα τον μυρωδάτο καρπό στο πιατάκι του γλυκού με τα διάφανα κεντίδια. Για να μπορούν να έρχονται μόνες τους οι εικόνες αυτές. Και για να θυμάμαι πως έζησα μια ολόκληρη εποχή μαζί με ανθρώπους που αρωμάτιζαν τη ζωή. Και πως το μόνο που κρύβαμε ήταν το γλυκό στο βαζάκι.


Γιώτα Καραγιάννη

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Η τελευταία μέρα



Κατέβηκε στη μικρή προβλήτα όπου ήταν δεμένη η βαρκούλα του. Ένα ξύλινο σκαρί βαμμένο κόκκινο και γαλάζιο. Η κόρη του είχε διαλέξει τα χρώματα όταν ήταν 7 χρονών. Είχε ζωγραφίσει και δύο καρδιές στην πρύμνη, κατακόκκινες, μια για την μαμά και μια για τον μπαμπά. Τώρα η κόρη του έλειπε για σπουδές στη Θεσσαλονίκη και είχε να την δει μήνες." Ίσως έρθω το Πάσχα μπαμπά" του είπε στο τηλέφωνο και ράγισε η καρδιά του. Αυτό το "ίσως" ακούστηκε σαν αποκλείεται, ένα ίσως απλά για να μην της γκρινιάξει.
Ακούμπησε στο βρεγμένο ξύλο την τσάντα του και τα ροζιασμένα χέρια του έπιασαν τον λεπτό κάβο που συγκρατούσε την Αυγερινή να μην χαθεί στο πέλαγο. Έδωσε στη βάρκα το όνομα της γυναίκας του που χάθηκε τόσο πρόωρα. Έχει την κακιά αρρώστια έλεγε και τα μάτια του πλημμύριζαν. Τρία χρόνια βασανίστηκε η Αυγερινή και έσβησε ένα γλυκό απόγευμα στην αγκαλιά του κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα. Η κόρη τους ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Έμειναν οι δυο τους σ' αυτόν τον αφιλόξενο βράχο που τον λάξευαν ο αέρας και τα κύματα. Έγινε πατέρας και μάνα για το μικρό κορίτσι και πάλεψε να μην της λείψει τίποτα. "Τι έχω περάσει" μουρμούρισε και κούνησε το χέρι του μπροστά στα μάτια του σαν να προσπαθούσε να διαλύσει το σύννεφο των κακών σκέψεων.
Η Αυγερινή ήρθε κοντά στην προβλήτα και πήδηξε μέσα. Πήρε και την τσάντα του, δύο πράγματα είχε όλα κι όλα μέσα και έλυσε το σκοινί. Έβαλε μπρος τη μηχανή. Το ξύλινο σκαρί αναπήδησε και αργά ξεκίνησε να σκίζει τα νερά.
Παιδάκι ήταν την πρώτη φορά που έκανε τη διαδρομή. Είκοσι χρονώ, αμούστακο. Δεν το άντεχε το χωριό. Ούτε τη δουλειά στα χωράφια και τα ζώα, ούτε τον πατέρα του που μόλις έπινε δύο ποτήρια κρασί κοκκίνιζε ολόκληρος σαν δυναμίτης έτοιμος να εκραγεί. Αλίμονο σε όποιον ήταν κοντά σ' αυτή την έκρηξη... Να φύγει ήθελε αλλά να πάει πού; Τίποτα δεν ήξερε, το δημοτικό μόνο τελείωσε κι αυτό γιατί απείλησε ο δάσκαλος τον πατέρα του ότι θα φέρει την αστυνομία από την πόλη αν δεν στέλνει το παιδί σχολείο. Καμία τέχνη δεν ήξερε πέρα από αυτή της τσάπας, του αρότρου και του αρμέγματος. Δεν την άντεχε αυτή τη δουλειά, να σκάβεις το σκληρό χώμα κάτω από τον καυτό ήλιο και ύστερα ένα ξέσπασμα του καιρού, ένα αναπάντεχο χαλάζι και όλοι οι κόποι σου να πηγαίνουν χαμένοι. Να τους βλέπεις όλους, συμπαγείς, σαν γροθιά στις μικρές καταστροφικές μπαλιτσες πάγου.  Δεν τολμούσε να αποκαλύψει τις σκέψεις του στον πατέρα του. Πως να τολμήσει να του πει ότι θέλει να φύγει, ότι θέλει να ανοίξει φτερά, να δραπετεύσει από την ασφυκτική θηλεια αυτού του αφιλόξενου τόπου, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Το χωριό του ήταν ορεινό, το ψηλότερο από τη συστάδα των χωριών που βρίσκονταν διάσπαρτα στην οροσειρά των Αθαμανικών Ορέων. Τον μισό χρόνο καλύπτονταν από χιόνι και το κρύο ήταν τσουχτερό. Πολλές φορές διακόπτονταν κάθε επικοινωνία με τα γύρω χωριά. Ήταν πολύ δύσκολη η ζωή εκεί. Δεν τον πείραζε αυτό όμως. Τον πείραζαν οι μονότονοι ρυθμοί, η επανάληψη της ίδιας μέρας ξανά και ξανά, λες κι ο χρόνος είχε σταματήσει, λες και τίποτα δεν συνέβαινε. Τα μόνα γεγονότα ήταν καμιά γέννηση ή τίποτα θάνατοι που συζητιούνται καμιά βδομάδα και μετά πάλι κενό. Πως έπεσε στα χέρια του εκείνη η εφημερίδα δεν καλοθυμόταν. Κάποιοι περαστικοί την άφησαν στο καφενείο, τώρα ποιοι ήταν και που βρέθηκαν εδώ ούτε που ήξερε. Την είχε δει πάνω στο τραπέζι και ένιωσε μια σπίθα να ανάβει μέσα του. Η εφημερίδα έγραφε τόσα πράγματα για αλλά μέρη,όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά όλου του κόσμου. Την έκρυψε κάτω από την κάπα του και έφυγε. Κανείς δεν πήρε χαμπάρι. Άλλωστε η εφημερίδα ήταν άχρηστη για τους περισσότερους θαμώνες του καφενείου μιας και ήταν αναλφάβητοι. Δεν γύρισε σπίτι του. Έτρεξε στο πυκνό δάσος, στην μυστική του κρυψώνα, στην κουφάλα μιας βελανιδιάς πλάι στο ποτάμι που κυλούσε κοντά στο χωριό. Ο ήλιος θα έδυε σύντομα και το φως θα χανόταν γι' αυτό άνοιξε βιαστικά την εφημερίδα. Διάβασε για μια απεργία εργατών στην Αθήνα, για τον γάμο κάποιου επιφανούς, προφανώς, θεσσαλονικιού, για την τιμή του μπαμπακιού φέτος. Έριξε μια βιαστική ματιά στις πολιτικές ειδήσεις και η ματιά του σταμάτησε μια σελίδα πριν τις αθλητικές ειδήσεις. Υπήρχε μια αγγελία όπου το κράτος αναζητούσε φαροφύλακες. Πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις, βασικά τη μια και μοναδική, να έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Αυτή ήταν η ευκαιρία του, η διέξοδος του. Θα είχε μισθό και στέγη. Όλα τα άλλα θα τα έβρισκε στην πορεία...
Νύχτα έφυγε από το χωριό, κρυφά, σαν κυνηγημένος. Τίποτα σε κανέναν δεν είχε πει. Θα τηλεφωνούσε στους δικούς του όταν θα βρισκόταν πολύ μακριά. Φοβόταν την οργή του πατέρα του. Ήταν ικανός να κάνει τα πάντα προκειμένου να μην φύγει ο γιος του. Περπατούσε όλη νύχτα μέχρι να φτάσει στο κεφαλοχώρι, όπου νωρίς το πρωί ξεκινούσε το λεωφορείο για τα Γιάννενα. Είχε πάρει κρυφά χρήματα από την ποδιά της μάνας του. Μόλις έπαιρνε τον πρώτο μισθό θα της τα έστελνε πίσω διπλά. Μπήκε εξαντλημένος από την κούραση και έκατσε σε μια θέση δίπλα στο παράθυρο. Το ταξίδι διαρκούσε δύο ώρες και αφέθηκε σε έναν ύπνο βαθύ.
Στα Γιάννενα του πήρε αρκετή ώρα να βρει τα γραφεία της νομαρχίας. Εκεί έπρεπε να πάει έλεγε η αγγελία. Τον είχε δυσκολέψει η αίτηση αλλά ευτυχώς η υπάλληλος τον βοήθησε. "Περάστε αύριο να σας ενημερώσω, αν και σίγουρα θα προσληφθείτε. Δεν υπάρχουν πολλές αιτήσεις απ' όσο με ενημέρωσαν από την Αθήνα". Έφυγε χαρούμενος, ξαλαφρωμένος. Είχε επιτέλους την ευκαιρία που τόσο λαχταρούσε. Πέρασε όλη μέρα κάνοντας βόλτες στην πόλη και το βράδυ μην έχοντας που να μείνει κούρνιασε σε μια συστάδα δέντρων κοντά στη λίμνη. Τα υπόλοιπα έγιναν πολύ γρήγορα. Θυμόταν έντονα πόσο τον είχε πειράξει η θάλασσα την πρώτη φορά που μπήκε στη βάρκα να φτάσει στον φάρο. Αυτός ήξερε μόνο το νερό το ποταμίσιο που κύλαγε από τα ψηλά βουνά χωρίς σταματημό χαρίζοντας ζωή στο πέρασμα του. Με τα χρόνια όχι μόνο συνήθισε τη θάλασσα αλλά την αγάπησε κιόλας. Όπως αγάπησε και τον φάρο. Πάντα ασπρισμένος και καθαρός, με λουλούδια στα παρτέρια. Και στη γη γύρω έφτιαξε το μποστάνι του, όπου φύτευε εποχιακά φρούτα και λαχανικά. Χαμένος σε όλες αυτές τις αναμνήσεις έφτασε στη βραχονησίδα όπου φιλοξενούνταν όλα αυτά τα χρόνια. Έδεσε την Αυγερινή και κατέβηκε. Επιθεώρησε το μποστάνι του και πήγε απευθείας στην μικρή αυλίτσα όπου ήταν η καρέκλα του. Ήθελε να δει την ανατολή. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και αυλάκωσαν τα μάγουλα του. Το ίδιο συνέβη και κάμποσες ώρες αργότερα, την ώρα που ο ήλιος βούταγε στη θάλασσα χαρίζοντας πορτοκάλι ανταύγειες στον ορίζοντα. Κοίταξε προς τον φάρο. Είχε ανάψει αυτόματα. Οι ακτίνες έσκιζαν το μαβί του ουρανού. Ήταν ώρα πια να φύγει...

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Αδιάφθοροι



Είναι μερικοί άνθρωποι που ξεχωρίζουν μέσα στο πλήθος. Δεν μιλούν πολύ. Συνήθως μιλάνε μόνο με το βλέμμα. Είναι έτοιμοι για κάθε μάχη της ζωής, μικρή ή μεγάλη. Απλά θα δεις ν’ ανασηκώνουν τα μανίκια. Χωρίς φλυαρία και θόρυβο. Στις τσέπες τους έχουν πάντα καλούδια. Για την ώρα της ανάγκης. Ένα απαλό χάδι, μια λέξη αγαθή, μια αγκαλιά σαν ομπρέλα κι ένα μαντίλι καθαρό για να σκουπίζουν δάκρυα. Μαζεύουν συντρίμμια, ξερά φύλλα και τις πίκρες του κόσμου αυτού μόνο με γνώριμη κίνηση του χεριού. Γεμάτο από ρόζους της αγάπης. Η μόνη εξουσία που ξέρουν είναι αυτή της χαράς. Και την απλώνουν σαν σεντόνι τις νύχτες για να σκεπάζουν τους μοναχικούς. Άμα τους τάξεις κάστρα χάνονται κι άμα τους κολακέψεις θλίβονται. Φυτεύουν σπόρους πολύχρωμους σε άγονα χωράφια της ζωής, διώχνουν προσεκτικά τη σκόνη από αναμνήσεις και προχωράνε με βήμα αθόρυβο. Γι’ άλλες πολιτείες ξερές. Όνειρό τους να τις βλέπουν ν’ ανθίζουν. Συνήθως προχωράνε ένα βήμα πίσω, όμως είναι πάντα μπροστά. Δεν θέλουν χάρες, ούτε ανταμοιβή, ούτε καν μια εξεδρούλα μικρή. Προσέχουν πάντα τους περαστικούς κι εκείνους που παραπατάνε. Είναι γλυκομίλητοι, ακούραστοι, αδιάφθοροι. Εύκολα μπορεί να τους ξεχωρίσει κανείς. Συνήθως έχουν πάντα σηκωμένα τα μανίκια. Είτε χειμώνας είναι, είτε καλοκαίρι. Η ζέστη και το κρύο γι’ αυτούς εξαρτάται μόνο από το πόσο μπορείς να χαμογελάς.

Γιώτα Καραγιάννη
28/7/2019

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019

Μέτρον άνθρωπος



'Παν μέτρον άριστον' ακούγαμε συχνά όταν πηγαίναμε σχολείο. Αυτό το 'παν' με πήγαινε πολύ μακριά κι αυτό το 'μέτρον' μου άρεσε πολύ επειδή είχαμε και στο σπίτι. Η μάνα μου έραβε κουρτίνες στη ραπτομηχανή, μια παλιά singer μαύρη με ασημένια γράμματα κι είχε συνήθως μια κίτρινη μεζούρα περασμένη στο λαιμό της. Ο πατέρας μου μετρούσε στις οικοδομές μ' ένα σπαστό ξύλινο μέτρο κι έδειχνε και σ' εμένα τις υποδιαιρέσεις. Έφευγα κάθε φορά, κουραζόμουν. 'Αχ, αυτό το παιδί!' έλεγε απελπισμένος ο πατέρας μου κι εγώ έμπαινα μες στο δωμάτιο να γράψω κανένα ποίημα. Το 'άριστον' με κυνηγούσε απ' την άλλη μεριά μ' ένα σφίξιμο στο στομάχι. Στη σχολή οι καθηγητές μας έλεγαν να μη συμπαθούμε το μέτριο. Έβλεπα τότε το 'παν' να μου χαμογελάει κι ένιωθα μια συμφωνία μυστική, κοινή για όλους τους ανθρώπους. Ύστερα αμφισβητήθηκε κι αυτό, έμεινε μόνο το 'μέτρον άριστον'. Συμφιλιώθηκα αμέσως, δε γίνεται με κάθε μέτρο να υπολογίζεις τα πράγματα. Πρέπει ο καθένας να έχει το δικό του, σκέφτηκα. Όταν δούλεψα σε διάφορες δουλειές μέχρι να τελειώσω τις σπουδές, έφυγε και το 'άριστον' επειδή δεν είχα καθόλου ταλέντο στην πώληση ρούχων ή στερεοφωνικών. Πέρασαν τα χρόνια και πότε ερχόταν να με σκουντήσει ελαφριά στον ώμο το 'παν', πότε το 'μέτρον' και πότε το 'άριστον'. Ό,τι μάθεις μικρός άλλωστε, σε οδηγεί με κλωστές αδιόρατες σαν εκείνες της παλιάς ραπτομηχανής. Τα τελευταία χρόνια είναι αλήθεια πως ψάχνω και τα τρία. Κι όλο με κυριεύει η αγωνία μήπως κάτι δεν ακούω καλά ή μήπως μεγάλωσα τόσο πολύ που δεν αντιλαμβάνομαι εκείνα τα ελαφριά σκουντήγματα. Στον ώμο. Ειδικά όταν το 'μέτρο' αφορά σε συνθήκες ανθρώπινης ζωής και αξίας. Στο 'Μέτρον άνθρωπος' έχω βρει καταφύγιο και μ' αυτό θα συνεχίσω. Χωρίς υποδιαιρέσεις. Και χωρίς εκείνα τα αλληγορικά τερτίπια της φαντασίας. Που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει πόσο γέρασε.

Γιώτα Καραγιάννη 
18/7/2019

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Ξένος



Αυτόν τον καινούριο άνθρωπο δεν τον αναγνωρίζω. Μιλάει ψιθυριστά και χαράζει διαρκώς το ατομικό του σύνορο. Κάθε πρωί φυτεύει κάκτους στην αυλή και βάζει μικρά ναρκοπέδια. Στο μυαλό. Σπρώχνει με τον αγκώνα του για να περάσει, τρώει εφημερίδες και μετά από λίγο τις φτύνει. Ακούει μόνο τον εαυτό του, τα αυτιά του είναι κλειστά με κερί -τάχα για τις Σειρήνες- και του αρέσει να πολεμά μέσα από οθόνες. Μένει απαθής στο πραγματικό γίγνεσθαι, καταπίνει αμάσητες τις καμήλες ενώ γίνεται επιθετικός μπροστά στο κουνούπι. Στον ελεύθερο χρόνο του θάβει, γι’ αυτό κυκλοφορεί με φτυάρια και αξίνες. Γελάει δυνατά όταν γκρεμίζει, ποτέ δεν μαζεύει τα συντρίμμια κι ύστερα βρίζει τους περαστικούς για έλλειψη καθαριότητας. Δείχνει συνήθως με το δάχτυλο, σωπαίνει μόνο όταν κοιμάται και στήνει συρματόπλεγμα αδιαφορίας, αγκαθωτό. Αγαπημένη του αντωνυμία το «Εγώ» κι αγαπημένη του φράση το «Δεν με νοιάζει». Γλάστρες με γεράνια δεν έχει, γι’ αυτό όταν φεύγει δεν έχει πού ν’ αφήσει το κλειδί. Ας ξέρει πως αυτό δεν είναι σαν όλα τα κλειδιά κι ότι μονάχα αυτό ξεκλειδώνει ανθρώπινα καταφύγια. Ασύνορα. Εκεί που ο κόσμος αναπνέει χωρίς να πνίγεται κι η ελευθερία δεν είναι χάπι που το παίρνεις με συνταγές. Εκεί που η χαρά του διπλανού γίνεται μνήμη αρχέτυπη και κοκκινίζει μάγουλα σαν γεράνια. Γι’ αυτό κι ο καινούριος άνθρωπος δεν αναγνωρίζεται πια. Είναι ξένος. Ένα ξένο σύμπαν. Με αφόρητη ξηρασία, έλλειψη δροσιάς και χιλιάδες κάκτους. Ακόμα κι η χειραψία μαζί του αφήνει στο χέρι στίγματα από αγκάθια. Κι ατσάλινα, κοφτερά απομεινάρια από συρματόπλεγμα. Ξένα κι αυτά πάνω σε κάθε ανθρώπινη κι αυθεντική ταυτότητα.

Γιώτα Καραγιάννη

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

Η αλήθεια όμως;


Ο Ορειβάσιος ήταν ο προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα Ιουλιανού και άνθρωπος εμπιστοσύνης.
Η ερώτηση στην Πυθία ήταν σαφής.
«Ποιος είναι ο καλύτερος δυνατός τρόπος, για να αναβιώσει το μαντείο των Δελφών;»
Ο Ιουλιανός πίστευε πως ο θεός Απόλλωνας είχε μάθει τις προσπάθειές του να αναβιώσει την αρχαία θρησκεία και… όλο και κάποιο καλό λόγο θα είχε να στείλει στους ανθρώπους μέσω της ιέρειάς του.
Η πραγματικότητα όμως ήταν σκληρή.
«Πέστε του βασιλιά: γκρεμίστηκαν οι πλουμιστές αυλές εχάθη, δεν έχει ο Φοίβος πια καλύβι, ούτε προφητικιά έχει δάφνη μήτε πηγή που να λαλά και το μελητικό νερό βουβάθη».
Ο τελευταίος χρησμός της Πυθίας υποτίθεται πως προφήτεψε το τέλος όχι μόνο του ιερού των Δελφών αλλά και ολόκληρου του αρχαιοελληνικού κόσμου.
Η λέξη "υποτίθεται" προσδιορίζει το ρήμα "προφήτεψε" και όχι το αντικείμενο της προφητείας, το οποίο ήταν και δεδομένο.
Γιατί δεν προφήτεψε;
1.    1. Too Good to be true: Η συγκεκριμένη ιστορική πληροφορία εμφανίζεται αρκετά ελκυστική, αφού κάνει τα γεγονότα να μοιάζουν με σκηνές κινηματογραφικής υπερπαραγωγής, όμως πώς είναι δυνατόν όλοι οι προηγούμενοι χρησμοί να ήταν λακωνικοί, δυσνόητοι, αινιγματικοί και διφορούμενοι, ενώ ο τελευταίος να μας προκύπτει λαλίστατος, σαφέστατος και ξεκάθαρος;
2.   2. Κοίτα ποιος μιλάει: Οι ιστορικοί που διασώζουν τη συγκεκριμένη ιστορική πληροφορία είναι κατά πολύ μεταγενέστεροι των γεγονότων.
Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Φιλοστόργιος γεννήθηκε πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Ιουλιανού, ενώ ο βυζαντινός χρονογράφος Γεώργιος Κεδρηνός έζησε κοντά 7 αιώνες αργότερα. Και οι δυο ήταν μοναχοί.
3.    3. Κοίτα ποιος μιλάει 2: Το ίδιο ανακριβής θα πρέπει να θεωρηθεί και η ιστορική πληροφορία πως ο τελευταίος χρησμός της Πυθίας ήταν άλλος: «Θα έρθει η μέρα που ο Φοίβος θα επιστρέψει και θα μείνει για πάντα». Η πολυθρύλητη απάντηση των εθνικών θα ήταν κι αυτή μια πολύ ωραία σκηνή σε χολυγουντιανή ταινία για το τέλος του αρχαιοελληνικού κόσμου.
4.    4. Η αλήθεια όμως; Μήπως η δεδομένη πραγματικότητα έπρεπε να εμφανιστεί στις καρδιές των ανθρώπων και ως οριστική;
         Γιώργος Γιώτης, 15/6/2019.


Χρώματα



Έκλεισα τα παράθυρα και τράβηξα τις κουρτίνες. Τα θρανία ήταν άδεια. Προσπαθούσα να δω ποιος καθόταν πού, σε ποια σειρά και με ποιον διπλανό. Ήθελα να κρατήσω σταθερές τις εικόνες. Να τις αποθηκεύσω. Προτού σκορπίσουν σαν σελίδες βιβλίου στον διάδρομο. Τα γέλια, τη ζωηράδα τους και τις σιωπές τους. Ήθελα να ανακαλύψω ένα ένα σαν πολύχρωμα βότσαλα, όλα αυτά που κατάφεραν κι ήταν πολλά. Κοίταξα τους τοίχους κι οι ζωγραφιές του Ηρακλή έλειπαν, μα κάθε παιδί είχε πάρει μαζί του κι από έναν άθλο. Απλό, αθόρυβο και καθημερινό. Να δυναμώσει τα γράμματα, τη διαίρεση, τη φωνή στο 'ντιρλαντά', τα λόγια στο θεατρικό, την αγάπη. Κοίταξα ύστερα ψηλά κι έψαξα τα χαμόγελα των παιδιών του κόσμου. Έλειπαν κι αυτά. Κάτι πινέζες μόνο κρατούσαν ακόμα το χρώμα τους. Κι όταν έσβησα τα φώτα της αίθουσας κι ήρθε η ώρα να φύγω, είδα χαμόγελα ν' αναβοσβήνουν εκεί στο μέρος της καρδιάς. Κόκκινο, κίτρινο και πράσινο. Σαν πινεζούλες χρωματιστές. Κι όταν έκλεισα την κόκκινη πόρτα σιγά, έμεινα μόνη μ' εκείνο το μήνυμα που διάβασα σ' ένα μικρό ορθογώνιο ξύλο δίπλα στο δέντρο της ζωής: 'Πίσω από κάθε παιδί που πιστεύει στο εαυτό του, υπάρχει μια δασκάλα ή ένας δάσκαλος που πιστεύει πρώτα σε αυτό'. Και βρήκε μια θέση μέσα μου όλη την ώρα των ευχών. Σαν φυλαχτό. Μαζί με τη διάχυτη απορία την ώρα που έφτανα στην εξώπορτα: 'Άραγε σήμερα στους τωρινούς καιρούς, πόσο μεγάλη και ισχυρή είναι η πίστη μας στους ανθρώπους;' Δεν πρόλαβα ν' απαντήσω. Ένας μικρός κουνούσε ήδη το χέρι του από μακριά και χαιρετούσε το καλοκαίρι του. Και τη δική του παιδική θάλασσα.

Γιώτα Καραγιάννη 
14/6/2019