Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Αύγουστος


Ο Αύγουστος ήταν πάντα εκεί. Να μου θυμίζει τη σιωπή που μιλάει, τις επιγραφές 'Κλειστόν' και τους άδειους δρόμους. Να ψιθυρίζει στίχους του Παπάζογλου, να περιμένει το καράβι στα λιμάνια χαράματα και να μετρά φωτάκια τις νύχτες. Να κουβαλά εικόνες βουτηγμένες στο μπλε κι ανθρώπους πολύχρωμους. Με παγωτό καιμάκι στο χέρι. Και με τη βεβαιότητα πως όλα είναι ταξίδι. Για να γνωρίσουμε, να μοιραστούμε, μετά να θυμηθούμε κι ύστερα να κατέβουμε ανάλαφροι τα σκαλιά του Αυγούστου. Γελώντας και παίζοντας. Κάθε μέρα κι από μια ανάσα βαθιά. Για τα κρύα του χειμώνα. Λες κι ο Αύγουστος στεκόταν πάντα στο χολ. Μόνο που φέτος καμιά υποδοχή. Οι μέρες κυλάνε αργά, νωχελικά κι έχω να μάθω κάμποσα για έναν καινούριο Αύγουστο.Έναν μονόχρωμο διαχειριστή του πόνου. Για ανθρώπους που έφυγαν πρόωρα, χωρίς καράβι, αλύτρωτες ψυχές. Και για άλλους που σφράγισαν τις κουβέντες τους στη γη με το παράπονο. Για τη ζωή που δεν έζησαν. Για κείνους που ψάχνουν ένα μέτρο ξενοιασιάς στην αμμουδιά, ξένοι σε ξένη θάλασσα που θα γεννήσει κι άλλη θάλασσα. Για κείνους που δεν μπόρεσαν -κι ας προσπάθησαν- να βρουν ένα ασφαλές καταφύγιο. Ή έναν Αύγουστο κανονικό. Με την ψυχή ανοιχτή και με την αίσθηση πως όπου κι αν ταξιδέψουμε, όπου κι αν ρίξουμε άγκυρες, θα βρεθούμε ξανά, ίδιοι. Άνθρωποι ασύνοροι με αλήθειες προσωπικές, χωνάκι παγωτό στο χέρι κι εκείνη την ανάλαφρη σιωπή που μιλάει.


Γιώτα Καραγιάννη

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Νομοτέλεια



Οι ναυτικοί λένε πως άμα δουν κορμοράνους, τότε η στεριά είναι πολύ κοντά. Έτσι κι εμείς. Μετά από τόσα χρόνια στη θάλασσα τη μνημονιακή, φτάσαμε επιτέλους σε αραξοβόλι. Έβαλα τα καλά μου, τις πέρλες στ' αυτιά, εκείνη τη ροζ μπλούζα που βρήκα σε τιμή ευκαιρίας κι άναψα όλα τα φώτα στο σαλόνι. Τσιγκουνιές θα κάνουμε τώρα? Ήρθαν κι οι γείτονες, που όλο το καλοκαίρι τους κατάπιε αμάσητους το μπαλκόνι τους, μ' ένα καινούριο χαμόγελο σαν διαφήμιση οδοντόκρεμας, για να γιορτάσουν μαζί μας. Η στεριά είναι κοντά, το είπαν στις ειδήσεις. Μην κοιτάς που οχτώ χρόνια τώρα, κάναμε οκτώ φορές την απόσταση Γης - Σελήνης μετ' επιστροφής. Να τρώμε και να κοιμόμαστε εν πτήση.Σαν τα πετροχελίδονα. Πάνε αυτά. Τελειώσανε. Αγγίζουμε το έδαφος πια - ό,τι απέμεινε δηλαδή- και φτιάχνουμε τσαγάκι ζεστό. Να ζεσταθεί η ψυχή μας. Χωρίς πλανάρισμα στον ουρανό. Νισάφι. Όλα τα δώσαμε. Δεν έμεινε και τίποτα. Τι να μας πάρουν πια? Τα σπουργίτια άλλωστε δεν έχουν τσέπες. Όσο για τους κορμοράνους μας κάνουν σινιάλο αρχέγονο, σαν συνεννόηση μυστική. Να συναντήσουμε εκείνη την άλλη τη στεριά. Εκεί που βλέπουμε πρώτα τον διπλανό. Και μετά στεγνώνουμε τα ρούχα στον ήλιο. Τα δικά του. Κι ύστερα θυμόμαστε αυτά που μας σημάδεψαν, τα μοιραζόμαστε σαν προζυμένιο ψωμί και λυτρωνόμαστε με την απλότητα που έχουν τα κύματα, κάθε φορά που σκάνε στην ακτή. Πουλιά, άνθρωποι και θάλασσα σε μια νομοτέλεια των αιθέρων. Κοινοτική.


Γιώτα Καραγιάννη
21/8/2018

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

Η Κατερίνα γράφει ποιήματα



Η Κατερίνα κοιτάζει πάλι την εικόνα. Το νεανικό πρόσωπο με τα γέρικα μάτια σε έκφραση εγκαρτέρησης στον πόνο. Συνδυάζει όλα τα προσόντα να χαρακτηρισθεί Θεός για τους έξω. Ακάνθινο στεφάνι κι ένα βλέμμα που στοχεύει τον Ύψιστο πώς να μην αναδείξουν τη φιγούρα της εικόνας του Μεσσία; Με μόνο μια βδομάδα Παθών.
Προσποιείται την απορροφημένη από το ανοιχτό βιβλίο. Ο τύπος του Ήρωνα. Η Κατερίνα δείχνει πως δυσκολεύεται. Ο καθηγητής όμως παραμένει σκυμμένος στο πλευρό των άλλων παιδιών με γυρισμένη σ' αυτήν την πλάτη του. Αφημένη να πλήττει δίπλα από το παράθυρο και τη συννεφιά της μονοτονίας.
Περνάνε όλα ξανά από το μυαλό της Κατερίνας. Τρένο οι αναμνήσεις. Τα πρώτα γεγονότα θα τα γεννήσει η φαντασία της βασισμένη στις διηγήσεις. Οι βίαιες και άτσαλες κινήσεις της μαμής στο χωριό της πριν δεκαεννιά χρόνια. Έφτασε δύο χρονών, δεν είχε ακόμα περπατήσει και οι γονείς της δεν ανησυχούσαν. Την άφηναν όλη μέρα στο πάτωμα να κυλιέται, να κλαίει και δεκάρα δεν έδιναν, αφού έτσι κι αλλιώς τους βόλευε αυτή η αδυναμία της.
Σάρωσε με το βλέμμα της τον χώρο της τάξης. Τέσσερα καρότσια, με το δικό της πέντε. Κι ο καθηγητής να μην την πλησιάζει. Ευτυχώς που κρύωσε για τα καλά τότε. Βήχας δαιμονισμένος να την πνίξει και ο πυρετός να μη λέει να πέσει από το 39. Την πήραν στο Αίγιο κι ο γιατρός που την εξέτασε, πετάχτηκε ως το ταβάνι ουρλιάζοντας:
«Δεν το βλέπατε το παιδί... τόσο καιρό... τα ποδαράκια του».
Τους έδιωξε για την Αθήνα. Μόνο εκεί θα συναντούσαν τους κατάλληλους γιατρούς. Αυτοί θα τους έλεγαν.
Μετά στο ίδρυμα. Οι γονείς την ξέχασαν. Είχαν στο μεταξύ άλλα παιδιά, ήταν και μεγάλη η διαδρομή χωριό – Αθήνα, πώς να πηγαινοέρχονταν; Μόνο τις γιορτές.
Η Κατερίνα είχε γίνει πέντε χρονών, ήταν Πάσχα και η μάνα της υπέγραφε να την πάρει για λίγες μέρες σπίτι. Ήρθε η μέρα κι επέστρεψαν. Ο φύλακας όμως τους έδιωξε.
«Τι λες, κυρά μου; Αυτό που μου δείχνεις δεν είναι απλό εξιτήριο. Εδώ λέει πως δέχεσαι από δω και πέρα να έχεις το παιδί στο σπίτι σου. Για πάντα. Τι δεν καταλαβαίνεις;»
Έτσι έχασε την ευκαιρία της η Κατερίνα να πάει σχολείο, επειδή απλά έξω από το ίδρυμα, το ένιωθε κι η ίδια, ήταν βάρος για όλους. Πέντε χρόνια βολόδερνε μες στα δωμάτια του πατρικού της. Ούτε τα αδέρφια της δεν την έκαναν παρέα.
Το κεφάλι της πονάει. Νιώθει τη μικρή αίθουσα να φλέγεται. Θέλει να ζητήσει άδεια. Να αποσυρθεί στο δωμάτιό της. Θα εκληφθεί όμως ως δειλία και δεν το θέλει.
Ευτυχώς εμφάνισε πρόβλημα με τα δόντια της. Ευλογία για αυτό το κορίτσι τα προβλήματα υγείας. Τα προσωρινά. Απολάμβανε κάτι διαφορετικό μακριά από τους ίδιους τοίχους. Τον τροχό να τρίβει τα χαλασμένα τμήματα αδαμαντίνης στους τομείς και στους γομφίους. Η οδοντίατρος έσκυψε φιλικά πάνω της να βγάλει νόημα από τα γρυλίσματα. Την έμαθε να μη νιώθει άσχημα που δεν περπατούσε σαν τους άλλους. Αυτή το κυνήγησε και με δικές της ενέργειες βρέθηκε η Κατερίνα πάλι σε ίδρυμα και ξεκίνησε σχολείο.
Το κράτος της έκοψε επίδομα. Εκατό χιλιάδες δραχμές τον μήνα. Τα κανόνισε ο πατέρας της κι έρχονταν τα χρήματα σπίτι του στο χωριό.
«Μη σε νοιάζει, θα στα στέλνω εγώ», της έλεγε κάθε φορά και της έστελνε πότε δεκαπέντε πότε είκοσι χιλιάδες στους δύο μήνες. Σε μια από τις επισκέψεις στο χωριό η Κατερίνα ρώτησε για τα χρήματα.
«Αυτόν τον μήνα ο ταχυδρόμος δεν τα έφερε. Τα έκλεψαν», απάντησε ο πατέρας, φροντίζοντας να καταχωνιάσει τα πειστήρια.
«Και η σύνταξη της μαμάς;»
«Ούτε αυτή ήρθε».
Χαράματα είχαν φύγει οι γονείς της για το χωράφι και η Κατερίνα με αργά βήματα, αφού έβαλε το φαγητό στη φωτιά, έπιασε να συγυρίζει. Ανοίγοντας το τελευταίο συρτάρι της ντουλάπας στην κρεβατοκάμαρα των γονιών της και προσπαθώντας να στριμώξει τα σιδερωμένα σεντόνια, κάνει μια και βγάζει τη σύνταξη που είχε «χαθεί». Δεν τους είπε τίποτα.
Ο καθηγητής την κοιτάζει. Τώρα θα της χαμογελάσει κι εκείνη θα ξεχάσει την άρνησή του για βοήθεια. Του είχε ζητήσει να την αναλάβει στα Μαθηματικά. Έστω, αν δεν μπορούσε, ας της έβρισκε κάποιον συνάδελφό του να της κάνει ιδιαίτερα μαθήματα, προκειμένου να δώσει Πανελλαδικές. Μάταια. Στρέφει πάλι το βλέμμα προς τ' άλλα παιδιά, τους αναλύει τι πρέπει να προσέχουν, πώς πρέπει να δουλεύουν. Δεν απευθύνεται σ' εκείνη. Άλλωστε οι συμμαθητές της δε μένουν όπως η Κατερίνα στο ίδρυμα, ζουν με τις οικογένειές τους. Εκείνη στα μάτια του καθηγητή είναι μόνη.
Μόνο στη δασκάλα της μίλησε για τα λεφτά. Κι αυτή πέτυχε να έρχονται κατευθείαν στην Κατερίνα. Από τότε έχει να δει τους γονείς της. Δεν την πειράζει πολύ. Έχει ζήσει κι άλλα χειρότερα. Τα λέει όμως στην οδοντίατρο και τη δασκάλα. Δεν είναι δυστυχισμένη. Έχει τουλάχιστον αυτές. Υπάρχουν άραγε στον κόσμο αυτό πολλοί που μπορούν να καυχηθούν πως έχουν δυο ανθρώπους να τους νοιάζονται;
Περιμένει να φύγουν όλοι. Τελευταία φορά. Θα πλησιάσει τον κύριο Δημήτρη έτοιμη για την ίδια ερώτηση. Θα μπει η άνοιξη, οι εξετάσεις πλησιάζουν. Δεν τον προλαβαίνει.
Θυμάται τον πονοκέφαλο. Αποφεύγει τον συνωστισμό στο μεγάλο σαλόνι. Πιάνει μια νοσοκόμα στον διάδρομο. «Σας παρακαλώ», κομπιάζει. Εμφανίζει μια μικρή δυσκολία στις λεπτές εξειδικευμένες κινήσεις των δαχτύλων, επομένως και στο γράψιμο.
«Με βοηθάτε για μια αγγελία στην εφημερίδα;»
Υπαγορεύει στην ευγενική γραφέα.
«Ζητείται Καθηγητής Μαθηματικών
να βοηθήσει “ειδικό” παιδί
στην προετοιμασία του για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις».
Ένα γλυκό χαμόγελο ομορφαίνει το κοριτσίστικο πρόσωπο που συνεχίζει:
«Το παιδί δε δαγκώνει».

Γιώργος Γιώτης


Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Φάρσες (Από τις διηγήσεις του πατέρα μου)


Ο μπαρμπα-Χαράλαμπος ο Ματσούκης, ο αδερφός της μάνας μου, ήταν ο μέγας πλακατζής κι όλοι στο χωριό τον υπολόγιζαν στις φάρσες τους. Είχε χτυπηθεί σε μια ενέδρα και είχε χάσει το αριστερό μάτι. Ως ανάπηρος πολέμου που ήταν, του είχαν δώσει περίπτερο, στο καφενείο απέναντι.
Φτάνει μια φορά ένας έμπορος και ρωτάει:
«Έχει εδώ πουθενά να ξυριστώ;»
Τον κοιτάζουν οι χωριανοί περίεργα.
«Ολόκληρο κεφαλοχώρι και δεν έχετε μπαρμπέρη;» τους ρωτάει με ύφος ανθρώπου που πρέπει σώνει και καλά να συνεννοηθεί με εξωγήινους.
«Στον περιπτερά να πας. Αυτός μας ξυρίζει όλους», πετάγεται ένας έξυπνος, δήθεν για να τον σώσει.
Μόλις ακούει ο μπαρμπα-Χαράλαμπος τι του ζητάει ο ξένος, αμέσως μπαίνει στο νόημα. Τον γεμίζει σαπουνάδες και μετά προφασίζεται πως το φως δεν τον βοηθάει καθόλου.
«Πάμε στο καφενείο, για να γίνει σωστά η δουλειά», του λέει και μπαίνουν στο καφενείο απέναντι που είναι μαζεμένοι όλοι, έτοιμοι να σκάσουν στα γέλια. Μπροστά ο έμπορος μες στις σαπουνάδες και τις πετσέτες κι από πίσω ο μπάρμπας μου με ένα ξυράφι μεγάλο σαν μικρό σπαθί που δεν έλεγε να βγει όμως από τη θήκη του τόσο σκουριασμένο που ήταν. Κλείνει το μοναδικό του μάτι κι αμέσως πονηρεύονται οι άλλοι, μπαίνουν στο κόλπο και μαζεύονται γύρω τους.
Με την πρώτη που του χάραξε το δέρμα, ίσα – ίσα που τράβηξε τις σαπουνάδες. Καταλαβαίνει ο έμπορος πως το ξυράφι δεν κόβει ούτε βούτυρο, πιάνει και τα χάχανα των άλλων πίσω και μαζεύεται.
«Άσε, δεν πειράζει», λέει στον μπάρμπα μου και φεύγει.
Παίρνει την κατηφόρα τρέχοντας. Έξω από την εκκλησία χώνεται κάτω από τη βρύση. Αυτή στην αρχή δεν κατεβάζει νερό, μέχρι να μαζέψει πίεση, αλλά μετά το πετάει με ορμή και τον κάνει χάλια.
Τον είδαν να τα μαζεύει και να εξαφανίζεται. Κάποιος τον άκουσε να μονολογεί βρισιές για το χωριό και τους ανθρώπους του.
«Ακόμη και οι βρύσες σε αυτό το χωριό σε δουλεύουν».


Μια άλλη φορά αφορμή για τη φάρσα ήταν η κακοκεφιά του χωροφύλακα. Γινόταν πανηγύρι στο Αμπελοχώρι και χρειάζονταν αστυνομική προστασία. Έστειλαν λοιπόν στο χωριό μας, την Παναγία, κάποιον με δυο μουλάρια να συνοδέψει τον χωροφύλακα μέχρι εκεί.
«Χαράλαμπε, εσύ τα καταφέρνεις, σκέψου κάτι να γλιτώσω την αγγαρεία. Πού να τρέχω τώρα», λέει ο χωροφύλακας στον θείο μου κι αυτός πήγε και παραφύλαξε εκεί που περίμενε ο συνοδός. Μόλις τον είδε να απομακρύνεται από το μέρος που είχε δέσει τα ζώα, γρήγορα – γρήγορα τα λύνει και τα δένει πιο κάτω, πίσω από τη μεγάλη βρύση. Πηγαίνει μετά και περιμένει.
Τα έχασε ο συνοδός, δεν είδε τα μουλάρια του και κόντεψε να τρελαθεί.
«Τι τρέχει, πατριώτη; Έπαθες τίποτα», του κάνει ο μπαρμπα-Χαράλαμπος.
«Τίποτα... τίποτα... να εδώ... είχα δέσει δυο μουλάρια και τώρα χάθηκαν... μήπως τα είδες;»
«Γι' αυτό κάθεσαι και μου σκας, πατριώτη; Να, πάρε αυτή την ανηφόρα που βλέπεις μπροστά σου. Μόνο τρέξε μην πάρουν άλλο δρόμο».
Ξεφύσηξε ο συνοδός ανακουφισμένος που κάποιος είχε δει κατά πού πήγαν τα μουλάρια του και βάλθηκε να τρέχει να τα προλάβει.
«Στάσου», του ξαναλέει ο μπάρμπας μου. Τον έκανε ό,τι ήθελε πια. Τον έφερε πίσω και αργά και βασανιστικά άρχισε να του ξεφουρνίζει άλλο παραμύθι.
«Μάλλον λάθεψα, πατριώτη. Συγχώρα με, αλλά με ζάλισε ο ήλιος. Είδα δυο μουλάρια αλλά ώρα πριν. Πότε τ' άφησες εσύ;»
«Ούτε δέκα λέπτα».
«Περίμενε τότε. Είδα εγώ δυο μουλάρια, αλλά για κάτσε να θυμηθώ... ήταν πριν καμιά ώρα... ναι... ναι... και τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, τα μουλάρια που είδα ήταν από τα δικά μας. Τα έχω ξαναδεί στο χωριό. Εσύ όμως δε δείχνεις να είσαι από δω».
«Από το Αμπελοχώρι ήρθα, για να πάρω μαζί μου τον χωροφύλακα», του απάντησε άκεφα.
Πώς κατάφερνε και ζύγιζε στο ένα χείλι το αστείο και στ' άλλο το σοβαρό χωρίς να σκάει ούτε χαμόγελο;
«Το βρήκα! Τα μουλάρια τραβάνε για τ' Αμπελοχώρι, αφού αυτόν τον δρόμο ξέρουν».
Στον δρόμο συνάντησε ίσαμε πενήντα άτομα που δούλευαν στα χωράφια κι όλους τους ρώτησε αν είδαν τα μουλάρια του.
«Όχι, άνθρωπέ μου, ούτε που είδαμε ούτε που ακούσαμε τα μουλάρια σου».
Είχε σχεδόν φτάσει περπατώντας λίγο έξω από το Αμπελοχώρι, όταν τον πλησιάζει ένας πιτσιρίκος.
«Θα σε πάω εγώ», του λέει λαχανιασμένος, αφού είδε κι έπαθε να τρέχει ξοπίσω του να τον προφτάσει δασκαλεμένος από τον μπαρμπα-Χαράλαμπο.
Παίρνει ο κακόμοιρος ο Αμπελοχωρίτης πάλι τον δρόμο για πίσω, ξαναγυρνάει στην Παναγία, βρίσκει τα ζώα του εκεί που τα είχε κρύψει ο μπαρμπα-Χαράλαμπος και επιτέλους πηγαίνει στον χωροφύλακα.
«Είσαι έτοιμος να φύγουμε;»
«Τώρα; Άργησες. Πήγαινε μόνος σου. Δεν το προφταίνουμε το πανηγύρι». 


(Συνεχίζεται...)
Γιώργος Γιώτης, Από τις διηγήσεις του πατέρα μου, 11/8/2018