Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Τι κι αν δεν είναι ο κόσμος ό,τι ονειρεύτηκες;


Περιμένω στην ουρά σε μια τράπεζα.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο μέσα μου στριφογυρνάει ένας στίχος
«Τι κι αν δεν είναι ο κόσμος ό,τι ονειρεύτηκες»
Η πόρτα ανοίγει. Αυτός που μπαίνει χαμογελάει σε όλους μας.
Μας προσπερνάει και σταματά μπροστά σε ένα γραφείο. 
Κανείς δε διαμαρτύρεται.
Ο στίχος έχει χαθεί. Ο κόσμος δεν είναι ό,τι ονειρεύτηκα.
«Δε θα χρειαστώ καρέκλα», αστειεύεται. Κανείς δε γελά. Εγώ χαμογελώ.
Φεύγοντας, χτυπάει το αναπηρικό καρότσι του σε μια καρέκλα.
«Δεν είμαι καλός οδηγός» χαμογελάει μόνο σε μένα και του απαντώ αυθόρμητα
«Έχεις όμως χιούμορ, είσαι φοβερός».
Συνεχίζω να περιμένω στην ουρά στην ίδια τράπεζα αλλά με άλλο στίχο:
«Είναι κάτι στιγμές,
τρυφερές και λεπτές,
σαν κλωστές τυλιγμένες σ’ αδράχτι»

Γιώργος Γιώτης, 11/10/2017