Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Τύχη



Η πλατεία ήταν άδεια. Οι θαμώνες λιγοστοί.Ένα σπουργιτάκι πετούσε αγχωμένο ανάμεσα στα τραπέζια για αναζήτηση τροφής. Δυο ηλικιωμένοι απολάμβαναν τον πρωινό καφέ τους.Κάτι παιδιά στριφογύριζαν μια μπάλα στα πόδια τους κι εύχονταν να μην τελειώσει το παιχνίδι ποτέ. Ένας λαχειοπώλης πλησίασε τους ηλικιωμένους και πρότεινε το δελεαστικό του εμπόρευμα. Αυτό της τύχης. Είχε κι ένα διαπεραστικό βλέμμα που προσκαλούσε ν' αγοράσουν. Το σπουργιτάκι κάθισε δίπλα τους. Οι δυο συνταξιούχοι, αστειευόμενοι, έσπρωξαν απαλά τα ποτήρια τους στο τραπέζι κι άρχισαν την αναζήτηση. Του τυχερού αριθμού. Σκυμμένοι πάνω από ένα λαχείο ξυστό. Πείραζαν ο ένας τον άλλον και μοίραζαν καλημέρες στους περαστικούς. Ο τυχερός αριθμός δεν βρέθηκε, μα είχαν κερδίσει το γέλιο,που ανήκε και στους δυο.Το σπουργιτάκι βρήκε επιτέλους τα ψίχουλα που γύρευε και τα παιδιά συνέχισαν να χαίρονται το παιχνίδι τους. Η μπάλα τους περιχαρής έβρισκε δρόμο για το τέρμα.Όλοι σ' αυτή την πλατεία έψαχναν το δικό τους μερίδιο στην τύχη. Κι εγώ που παρακολουθούσα αθόρυβα τη σκηνή, ένιωσα με τη σειρά μου πολύ τυχερή. Επειδή μπορώ να γράφω τώρα αυτές τις γραμμές.


Γιώτα Καραγιάννη

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Σπιτάκι




Ένα μικρό σπιτάκι κι η θάλασσα. Άσπρο, με κάτι μεγάλα παράθυρα που ανοιγόκλειναν στο μπλε. Μέσα μια επίπλωση λιτή. Ένα διπλό ξύλινο κρεβάτι με ανοιχτόχρωμο ξύλο κι ένα δεύτερο μονό στο χωλ. Τα πορτοκαλένια στρωσίδια τους θύμιζαν ηλιοβασίλεμα κι οι πετσέτες με το ξεφτισμένο μπεζ, τα χρόνια που πέρασαν. Σαν τις παλιές φωτογραφίες που ξεθώριασαν. Μια κουζινούλα με λευκό νεροχύτη και μια βρύση που έσταζε πού και πού, έδιναν το δικό τους σύνθημα στο χρόνο. Να ξεκινήσει. Ένα ξύλινο τραπεζάκι πάνω στην άμμο, ήταν η αυλή του σπιτιού. Με τραπεζομάντιλο σε χοντρό καρό και με το ένα πόδι πιο κοντό, που βούλιαζε συχνά στο ξανθό πάτωμα. Δίπλα ακριβώς, εκεί που τέλειωνε ο τοίχος του σπιτιού, ήταν παραταγμένα κρινάκια της θάλασσας. Με στόματα σαν χωνιά, πότε κοιτούσαν το πέλαγο και πότε πλησίαζαν κοντά το ένα στο άλλο. Ν' αφουγκραστούν τον ψίθυρο των ανθρώπων. Ή το πρωινό ξύπνημα που ήθελε μόνο πέντ' έξι βήματα για μια βουτιά στη δροσιά. Ένα ολόγιομο φεγγάρι, αυγουστιάτικο, είχε σημαδέψει με γέλια αυτό το σπιτάκι. Κι όταν ξαναπήγα μετά από χρόνια να το βρω, τα κρινάκια είχαν ξεραθεί και το λευκό στους τοίχους είχε εξαφανιστεί. Όλα είχαν βαφτεί με το χρώμα της εγκατάλειψης κι εμένα μ' έπιασε τότε μια αλλόκοτη βιασύνη να φύγω. Ίσως γιατί ήξερα καλά, πως θα το κουβαλώ για πάντα μέσα μου. Έτσι όπως κουβαλάμε οι άνθρωποι τα ανεξήγητα του κόσμου.


Γιώτα Καραγιάννη
18/7/2018

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

Τροφή



Το λεωφορείο αργούσε. Η ζέστη αφόρητη. Η κυρία με την πολύχρωμη μπλούζα αγκομαχούσε στον ανήφορο. Στο δεξί χέρι δυο ταπεράκια καλά στριμωγμένα σε σακούλα διάφανη.
-Πάω φαγητό στον εγγονό μου! είπε ηρωικά.
-Πόσο χρονών ο εγγονός? ρώτησα για να κυλήσει η κουβέντα.
-37! Και να τώρα που έκαμα λάθος!Βγήκα στη ζέστη να του πάω φαγητό!Ας όψεται! Έβρασα χόρτα κι έψησα κι ένα ψαράκι που είχα! Δεν μπορώ να τον αφήσω νηστικό!Έχει να δουλέψει!
Το λεωφορείο αργούσε ανησυχητικά. Όλη αυτή την ώρα έμαθα για τα παιδιά, τα εγγόνια, για το σπίτι που έχτισε πετραδάκι πετραδάκι, για το κουραστικό ωράριο στα υφάσματα, για τους δρόμους που την έφαγαν και της άφησαν πεσκέσι τους πόνους στα γόνατα, για την κόρη που ψάχνει την τύχη της στο εξωτερικό και για τη σύνταξη που έγινε ατμός, παρέα με όλα όσα εξατμίστηκαν στα χρόνια της κρίσης.
Το λεωφορείο ήρθε. Η ευτραφής γιαγιά ανέβασε με δυσκολία τα ογδόντα τρία της χρόνια, κρατώντας γερά τα ταπεράκια. Κατέβηκε ευδιάθετη μετά από δυο στάσεις, αφού χαιρέτησε πρώτα μερικούς γνωστούς κι εμένα την άγνωστη. Πού να ΄ξερε πως μαζί με τον εγγονό της είχε ταίσει κι εμένα! Αυτή την τροφή της προσφοράς που μόνο οι γιαγιάδες έχουν. Μέσα στα ταπεράκια τους. Ή μες στα μάτια τους. Ίδια με πυρωμένα κάρβουνα, να σε πηγαίνουν λαμπυρίζοντας σε κάτι αλλιώτικους ωκεανούς δύναμης!



Γιώτα Καραγιάννη
12/7/2018

Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

Μπροστά στο ψέμα...



Κοιτούσα τη μαρμάρινη πινακίδα ακριβώς δίπλα στη βιτρίνα του εμπορικού καταστήματος που πουλούσε ηλεκτρικά είδη δύο κτίρια μετά την είσοδο της παλιάς πόλης.  Διαφωνούσα και δεν είχα προλάβει να χρωματίσω με ειρωνεία το χαμόγελό μου. Φανταζόμουν να αναλύω στους μαθητές μου το ψέμα. Ναι, το φαρμακείο ήταν του Βονιφάτιου Βοναφίν. Ναι, σε αυτήν ακριβώς τη θέση βρισκόταν το πρώτο φαρμακείο της χώρας και μάλιστα με το πολύ φιλόδοξο και καθόλου μετριοπαθές όνομα «Ο Σωτήρ», αλλά όχι, δεν ταριχεύτηκε ο πρώτος κυβερνήτης εδώ. Μετά τη δολοφονία του μεταφέρθηκε… μεταφέρθηκε…
Έψαξα απέναντι. Στο σημείο που βρισκόταν τώρα το άγαλμα του Όθωνα παλαιότερα υπήρχε το Κυβερνείο, όπου εκεί στην πραγματικότητα έγινε…
-          Μπορείτε να με βοηθήσετε;
Η ερώτηση με έβγαλε από τις σκέψεις. Πρέπει να είχα το ύφος του ανόητου που σηκώνει τις πέτρες και περιμένει να ανακαλύψει φαντάσματα. Τα μάτια μου έπεσαν στο κομμένο του πόδι.
-          Τι θέλετε;
-          Να με βοηθήσετε να κάτσω στο καρότσι.
-          Φυσικά.
Πρέπει και η φωνή μου να μην πρόδωσε το ανόητο ύφος που λέγαμε.
-          Το ήξερα. Μόλις είδα το πρόσωπό σου, κατάλαβα ότι είσαι καλός άνθρωπος. Εμένα με λένε Δημήτρη.
Με βιαστικές κινήσεις σκαρφάλωσε στο αναπηρικό καρότσι, τεντώθηκε να μαζέψει τα πράγματα που είχε απλώσει στο παγκάκι, τρία μπουκάλια νερό, αφόρητη η ζέστη σίγουρα και ένα ύφασμα, ίσως ρούχο ίσως τσάντα, δεν μπορούσα να καταλάβω. Ξαναείπε πολλές φορές ευχαριστώ. Με ρώτησε το όνομά μου. «Δεν υπάρχουν σήμερα καλοί άνθρωποι», είπε δυο φορές πως πριν από εμένα ζήτησε βοήθεια σε άλλους δέκα περαστικούς. Κανείς δε σταμάτησε. Μια υποψία πέρασε από το μυαλό μου. Κι αν είναι όλο αυτό κόλπο; Αν με οδηγήσει σε κανένα στενό όπου θα μου την έχουν στημένη;
-          Πέρασέ με απέναντι. Σε ευχαριστώ. Δεν τους αδικώ, Γιώργο. Κανένα δεν αδικώ. Φοβάται ο κόσμος. Φοβάται ακόμη και να δείξει τον καλό του εαυτό.
-          Διαβάζει τις σκέψεις μου. Εκτός κι αν… εκτός κι αν… εγώ σκέφτομαι δυνατά… προσπάθησα να σιγουρέψω αυτή τη φορά πως μιλάω στον εαυτό μου και μόνο στον εαυτό μου.
-          Θα φτάσουμε σε αυτό το περίπτερο. Το βλέπεις; Λοιπόν, θα αναρωτιέσαι πώς έχασα το πόδι μου.
-          Όχι… εγώ…
-          Όλοι αυτό απορούν με το που με βλέπουν… φίλε Γιώργο, έπαθα ζάχαρο… ξέρεις τι παλιοαρρώστια είναι αυτή; Παλεύεις με τις αδυναμίες σου… κάθε ώρα και κάθε στιγμή… πρέπει αυτό που σου αρέσει να το αποφεύγεις… φαντάζεσαι τον εαυτό σου να διώχνεις συνεχώς αυτό που σου αρέσει; Τώρα όμως προσέχω. Αν δεν προσέξω, θα χάσω και το άλλο πόδι. Μου το είπε ο γιατρός, φίλε Γιώργο, σε αυτόν πάω τώρα. Μου το είπε ξεκάθαρα. Με την παραμικρή ενόχληση να πάω να με εξετάσει. Στο νοσοκομείο πάω. Αν δεν μπορείς, άφησέ με εδώ. Θα πάω μόνος. Και μέχρι εδώ που με έφερες, σε ευχαριστώ πολύ, φίλε Γιώργο. Είσαι αναπλιωτάκι;
-          Θα σε πάω μέχρι το νοσοκομείο, μη σε νοιάζει. Όχι, δεν είμαι από το Ναύπλιο, αλλά μου αρέσει πολύ η πόλη.
-          Σε ευχαριστώ πολύ, φοβάμαι και με το παραμικρό τρέχω στον γιατρό. Να φανταστείς δεν πατάω το καλό πόδι στη γη. Να μην το κουράσω και έχω πρόβλημα μετά και σ’ αυτό. Σταμάτα εδώ, σε παρακαλώ. Θα σε κεράσω κάτι στο περίπτερο. Θα μου την κάνεις τη χάρη.
-          Όχι, σε ευχαριστώ πολύ, δε θέλω τίποτα.
-          Μαρία, έναν πύραυλο και ρέστα από δίευρο.
Η νεαρή γυναίκα έδειξε πως δεν ξαφνιάζεται, σαν να συνέβαινε το ίδιο ακριβώς περιστατικό κάθε μέρα χρόνια τώρα, άνοιξε το ψυγείο και πρόφερε διστακτικά μια δικαιολογία πως δεν έχει τον πύραυλο που είναι ο αγαπημένος του.
-          Αύριο θα έχεις όμως, είπε με την αισιοδοξία του να χτυπάει κόκκινο και τη λαιμαργία να κάνει το βλέμμα του γυάλινο.
-          Είπες πως προσέχεις, αλλά… σκέφτηκα με τον φόβο μη διαβάσει ξανά τις σκέψεις μου.
-          Δεν προσέχω, Γιώργο, το ξέρω, αλλά φοβάμαι πως ο γιατρός θα με κρατήσει μέσα και θα με αποκλείσει από όλα αυτά τα ωραία… Ακολούθησε αυτό το πράσινο αυτοκίνητο και στάσου στη μέση του δρόμου, αλλιώς κανείς δεν πρόκειται να σταματήσει…
-          Όλα τα ξέρεις; Σιγά μη και δε σταματήσουν. Κάποιος θα σταματήσει. Δεν μπορεί. Βλέπουν ένα αναπηρικό καρότσι να πρέπει να διασχίσει τον δρόμο. Όλοι θα σταματήσουν.
Σιγουρεύτηκα πως μιλάω στον εαυτό μου και μόνο στο εαυτό μου. Ο Δημήτρης δε μιλούσε. Κάποια στιγμή μόνο, όπως ξεφυσούσα από απογοήτευση και προσπαθούσα να αποφύγω τα μηχανάκια που με προσπερνούσαν και τα αυτοκίνητα που μας έκλειναν τον δρόμο, μου έριχνε ένα βλέμμα που διάβαζες ξεκάθαρα τι ήθελε να πει. «Κάθε μέρα τα ίδια, φίλε Γιώργο. Δεν αλλάζει ο κόσμος!».
Περάσαμε ανάμεσα στα τραπέζια ενός καφενείου με τους θαμώνες να μη δίνουν καμία σημασία στον Δημήτρη που τους χαιρετούσε και σε μένα, σαν να συνέβαινε κάθε μέρα το ίδιο καθόλου ασυνήθιστο περιστατικό, ένας άγνωστος να σπρώχνει το καρότσι του Δημήτρη. Ήθελα να τον ρωτήσω αν έχει συγγενείς και φίλους. Μου φάνηκε πως κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Τρόμαξα.
 Το πεζοδρόμιο στην είσοδο του νοσοκομείου είχε ειδικά διαμορφωμένο χώρο από όπου μπορούσε πιο εύκολα να περάσει το καρότσι, αλλά… ο μισός σχεδόν χώρος είχε καλυφθεί από ένα παρκαρισμένο φορτηγάκι, που ο οδηγός προφανώς απολάμβανε το καφεδάκι του συν μια παρτίδα δηλωτή ή τάβλι και φυσικά ούτε που μπήκε στον κόπο να σηκωθεί να μας βοηθήσει. Ένας νοσοκόμος μάς άνοιξε την κεντρική είσοδο και μετά συνέχισε το τσιγάρο του. Ο Δημήτρης ήξερε τους διαδρόμους απέξω κι ανακατωτά. Με οδήγησε στα εξωτερικά ιατρεία και τον βοήθησα να καθίσει σε μια καρέκλα κοντά στη γραμματεία.
-          Σε ευχαριστώ πολύ, Γιώργο.
-          Να είσαι καλά και να προσέχεις, φίλε.
Δε βρήκα να πω τίποτα άλλο και τον χαιρέτισα. Από τα μάτια του είχε φύγει η γυαλάδα. Είχαν μείνει θολά. Δε με κοιτούσαν. Ξαναπέρασα μπροστά από την πινακίδα του «πρώτου φαρμακείου της χώρας» και προσπέρασα αδιάφορα το ψέμα της.

Γιώργος Γιώτης, 10/7/2018