Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

Τροφή



Το λεωφορείο αργούσε. Η ζέστη αφόρητη. Η κυρία με την πολύχρωμη μπλούζα αγκομαχούσε στον ανήφορο. Στο δεξί χέρι δυο ταπεράκια καλά στριμωγμένα σε σακούλα διάφανη.
-Πάω φαγητό στον εγγονό μου! είπε ηρωικά.
-Πόσο χρονών ο εγγονός? ρώτησα για να κυλήσει η κουβέντα.
-37! Και να τώρα που έκαμα λάθος!Βγήκα στη ζέστη να του πάω φαγητό!Ας όψεται! Έβρασα χόρτα κι έψησα κι ένα ψαράκι που είχα! Δεν μπορώ να τον αφήσω νηστικό!Έχει να δουλέψει!
Το λεωφορείο αργούσε ανησυχητικά. Όλη αυτή την ώρα έμαθα για τα παιδιά, τα εγγόνια, για το σπίτι που έχτισε πετραδάκι πετραδάκι, για το κουραστικό ωράριο στα υφάσματα, για τους δρόμους που την έφαγαν και της άφησαν πεσκέσι τους πόνους στα γόνατα, για την κόρη που ψάχνει την τύχη της στο εξωτερικό και για τη σύνταξη που έγινε ατμός, παρέα με όλα όσα εξατμίστηκαν στα χρόνια της κρίσης.
Το λεωφορείο ήρθε. Η ευτραφής γιαγιά ανέβασε με δυσκολία τα ογδόντα τρία της χρόνια, κρατώντας γερά τα ταπεράκια. Κατέβηκε ευδιάθετη μετά από δυο στάσεις, αφού χαιρέτησε πρώτα μερικούς γνωστούς κι εμένα την άγνωστη. Πού να ΄ξερε πως μαζί με τον εγγονό της είχε ταίσει κι εμένα! Αυτή την τροφή της προσφοράς που μόνο οι γιαγιάδες έχουν. Μέσα στα ταπεράκια τους. Ή μες στα μάτια τους. Ίδια με πυρωμένα κάρβουνα, να σε πηγαίνουν λαμπυρίζοντας σε κάτι αλλιώτικους ωκεανούς δύναμης!



Γιώτα Καραγιάννη
12/7/2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου