Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Σπιτάκι




Ένα μικρό σπιτάκι κι η θάλασσα. Άσπρο, με κάτι μεγάλα παράθυρα που ανοιγόκλειναν στο μπλε. Μέσα μια επίπλωση λιτή. Ένα διπλό ξύλινο κρεβάτι με ανοιχτόχρωμο ξύλο κι ένα δεύτερο μονό στο χωλ. Τα πορτοκαλένια στρωσίδια τους θύμιζαν ηλιοβασίλεμα κι οι πετσέτες με το ξεφτισμένο μπεζ, τα χρόνια που πέρασαν. Σαν τις παλιές φωτογραφίες που ξεθώριασαν. Μια κουζινούλα με λευκό νεροχύτη και μια βρύση που έσταζε πού και πού, έδιναν το δικό τους σύνθημα στο χρόνο. Να ξεκινήσει. Ένα ξύλινο τραπεζάκι πάνω στην άμμο, ήταν η αυλή του σπιτιού. Με τραπεζομάντιλο σε χοντρό καρό και με το ένα πόδι πιο κοντό, που βούλιαζε συχνά στο ξανθό πάτωμα. Δίπλα ακριβώς, εκεί που τέλειωνε ο τοίχος του σπιτιού, ήταν παραταγμένα κρινάκια της θάλασσας. Με στόματα σαν χωνιά, πότε κοιτούσαν το πέλαγο και πότε πλησίαζαν κοντά το ένα στο άλλο. Ν' αφουγκραστούν τον ψίθυρο των ανθρώπων. Ή το πρωινό ξύπνημα που ήθελε μόνο πέντ' έξι βήματα για μια βουτιά στη δροσιά. Ένα ολόγιομο φεγγάρι, αυγουστιάτικο, είχε σημαδέψει με γέλια αυτό το σπιτάκι. Κι όταν ξαναπήγα μετά από χρόνια να το βρω, τα κρινάκια είχαν ξεραθεί και το λευκό στους τοίχους είχε εξαφανιστεί. Όλα είχαν βαφτεί με το χρώμα της εγκατάλειψης κι εμένα μ' έπιασε τότε μια αλλόκοτη βιασύνη να φύγω. Ίσως γιατί ήξερα καλά, πως θα το κουβαλώ για πάντα μέσα μου. Έτσι όπως κουβαλάμε οι άνθρωποι τα ανεξήγητα του κόσμου.


Γιώτα Καραγιάννη
18/7/2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου