Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Πάει ο παλιός ο χρόνος …


«Πάει ο παλιός ο χρόνος …»

Ο παλιός χρόνος είναι 45 κλεισμένα,
τα ρούχα του μυρίζουν καμένο ξύλο, 
η ανάσα του μελομακάρονο 
και κόκκινο γερμανικό κρασί.
Κατεβάζει ταινίες και τις βλέπει στο σκοτάδι …

Ο παλιός χρόνος θα ήθελε να είναι 17,
είναι κορίτσι και μόνο 14.
Τρώει ποπ-κορν με τις φίλες της,
γράφει κάρτα στον Αϊ-Βασίλη
και τη δείχνει στους γονείς της
«Έχω ελπίδες;»
ρωτάει με χαμόγελο …

Ο παλιός χρόνος είναι έφηβος
και θ’ αρχίσει το διάβασμα με το νέο χρόνο …
Είναι η βροχή που δεν ήρθε …
Το φρούτο που σάπισε …
Ευτυχισμένη γυναίκα χωρίς ηλικία
που κουρνιάζει σε ζεστή αγκαλιά
και δε λέει να πάει πουθενά …

Ο παλιός χρόνος είναι τρεις φίλοι,
τα πίνουν περασμένη ώρα
και ονειρεύονται πως είναι μακριά,
στο Δουβλίνο …
Την ώρα που στο διπλανό διαμέρισμα
ένα παιδί ξυπνάει και τραγουδά:
«Πάει ο παλιός ο χρόνος …»

Γιώργος Γιώτης (31.12.2011)

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Οι ίδιες εικόνες...


Οι ίδιες εικόνες στις ειδήσεις. 
Ίδιο συναίσθημα.
Έβαλα το αγαπημένο μου τραγούδι όσο πιο δυνατά μπορούσα.
Ο Λένον έβλεπε τις λέξεις 
"σαν ατέλειωτη βροχή στο χάρτινο ποτήρι".
Περίμενα την επόμενη εικόνα,
αλλά αυτός
εντελώς ιδιότροπος όμως
επαναλάμβανε
πως τίποτα δε θα αλλάξει τον κόσμο του.
Τέσσερις συνεχόμενες φορές ο ίδιος στίχος.
Τις μέτρησα.
Και έκλεισα τα μάτια.
Αλλά στις ειδήσεις οι εικόνες δεν έφευγαν.


Γιώργος Γιώτης
20/12/2016

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Παγκόσμια Ημέρα Παιδιού



Ένα παραμύθι , μια ιστορία απ' τα παλιά, ένα αυτοσχέδιο νανούρισμα, ένα παιχνίδι χαλασμένο που το φτιάχνουμε , μια ζωγραφιά κολλημένη στο ψυγείο, ένα χάδι απρόσμενο ή ένα αστείο που προέκυψε μέσα απ' τις καθημερινές Συμπληγάδες.
Μια αλήθεια που να μοιράζεται σαν αραιωμένη φρουτόκρεμα, μέχρι εκεί που μπορεί να ειπωθεί. Ένα γέλιο παιδικό να 'ναι το στοίχημα κι εκεί απάνω που σου λέει κρυώνω να το ζεσταίνεις με φτερούγες αγάπης. Ανοιχτές. Για να μη νιώθει μοναξιά. Για να μη μεγαλώνει χωρίς μνήμη. Χωρίς μυρωδιές. Για να ταξιδεύει μαζί με άλλα παιδιά. Για να επιστρέφει και να σκορπά τη χρυσόσκονη του Πήτερ Παν.
Για να μπορεί να επιστρέφει. Για να είναι δυνατό. Για να μη νιώθει υπάλληλος κι εσύ ο εργοδότης. Για να 'χει στις βαλίτσες του πολιτισμό. Για να μην κλαίει από θυμό. Για να χαίρεται που γεννήθηκε.
Για να μπορεί να φτιάξει έναν αρμονικό ενήλικα. Αληθινό.
Για να μπορούμε κι εμείς να συμπληρώνουμε το παζλ. Χωρίς να κοιτάμε το ρολόι. Για να γίνεται ο χρόνος δικός του. Να μην τον κοιτά απ' το τζάμι. Για να πηγαίνουμε μαζί στην αλάνα, να χτυπάμε τα γόνατα και να μετράμε τ' αστέρια. Μαζί του.
Για να θελήσει να δώσει ευκαιρία και σ' εμάς να βρούμε το δρόμο.
Εκεί που περιμένει ανυπόμονα να συναντηθούμε.
Στην αλάνα των παιδικών μας χρόνων.




Γιώτα Καραγιάννη 

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

Σε όνειρο...



Αναρωτιόμουν πώς βρέθηκα εκεί. Μια τεράστια αίθουσα με έναν πίνακα όσο ο τοίχος και γεμάτος θρανία ο χώρος με τα παιδιά λίγα και ήσυχα στις θέσεις τους. Δεν άκουγαν τι έλεγα κι ούτε μιλούσαν μεταξύ τους. Κατέβηκε με θόρυβο ένα πανί που κάλυψε τελικά το κέντρο του πίνακα. Ο θόρυβος ήταν από πλήκτρα γραφομηχανής και δε βρήκα άλλον παραξενεμένο όσο κι αν έψαξα με το βλέμμα όλη την αίθουσα.
 Μια ταινία έπαιζε κι ήθελα να πάρω τον λόγο να πω «δε διάλεξα εγώ αυτό που βλέπετε», φοβόμουν τη στιγμή τόσα μάτια να στραφούν ξαφνικά πάνω μου και μου πέρασε η ιδέα να σταματήσω την προβολή και να κρυφτώ. Όλα ήταν μαγικά σ’ αυτή την αίθουσα, μαγικά και κατά έναν τρόπο ανεξήγητα. Τριγυρνούσα ανάμεσα στα θρανία αόρατος και το ένιωθα ήμουν σε όνειρο κι έψαχνα τον τρόπο να βγω. Εντόπισα πίσω στο βάθος μια πόρτα.
 Σε άλλα όνειρα κυκλοφορούσα με ένα παπούτσι στη μέση ενός δρόμου και με κοιτούσαν όλοι, ακόμη και τα αυτοκίνητα ή ένας γορίλας στο στυλ της πρώτης ταινίας του 33 αλλά τρομακτικός και καθόλου ψεύτικος έσπαγε το τζάμι, έμπαινε στο σπίτι κι ερχόταν καταπάνω μου. Τώρα όμως… Όλα γίνονταν χωρίς εμένα.
Έξω από την πόρτα ένας στενόμακρος διάδρομος, ένας εργάτης έβαφε τον τοίχο και τρεις κάθονταν σταυροπόδι με τις κιθάρες και τα μπουζούκια τους, «ενοχλείτε» ξεκίνησα να λέω κι ο τρίτος των καθήμενων σηκώθηκε να φέρει δυο βόλτες ζεϊμπέκικο. «Θα μιλήσω στην Τεχνική Υπηρεσία» ψέλλισα και σα να άκουσα όλους μαζί τραγουδιστά να απαντούν «να μιλήσεις».
«Ίσως είναι το ρεφραίν σε δικό τους τραγούδι» σκέφτηκα και πίσω στην αίθουσα τα παιδιά ήταν περισσότερα κι ανάμεσά τους μεγάλοι που έγραφαν, έγραφαν, έγραφαν ίσως την υπόθεση της ταινίας που έβλεπαν τα παιδιά, τα παράπονά τους μην τα ξεχάσουν, αναμνήσεις από τα σχολικά χρόνια ή κάποια ωραία συνταγή και τιπς που θα αναδείξουν το φαγητό «πότε να κλείσεις με καπάκι την κατσαρόλα και με ποια φορά να ανακατεύει η ξύλινη κουτάλα τον πηχτό βυθό».
Δε χτύπησε το κουδούνι, τα παιδιά είχαν βαρεθεί στα θρανία, οι μεγάλοι αντάλλασσαν τις σημειώσεις τους, μερικοί σα σαΐτες και οι εργάτες περισσότεροι από τέσσερις έμπαιναν μέσα στην αίθουσα κι απλώνονταν σαν αέριο παντού, έβαφαν, τραγουδούσαν, χόρευαν, τηλέφωνα χτυπούσαν κι άλλοι ήχοι παρόμοιοι μαζεύονταν δίπλα να πετύχουν ρυθμικά και μελωδικά ένα ακόμη κυριακάτικο ξύπνημα.
Γιώργος Γιώτης (6/12/2015)

Εικόνα: North Park University community art project

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Μυστράς


Ήταν Σάββατο μεσημέρι, βροχερό.
 Οι πέτρες άλλες σφηνωμένες στο λασπωμένο χώμα να δείχνουν το μονοπάτι και άλλες η μια πάνω στην άλλη ό,τι έμεινε όρθιο από την καστροπολιτεία.
 Να βγαίνουν μπροστά μου οι ερωτησεις των μαθητών μου, οι γάτες βγαλμένες από τη "Μεγαλη Πράσινη" της Φακίνου και ο φύλακας να εξηγεί γιατί λείπουν τα μάτια των Αγίων, πώς και ο Χριστός δεν είναι στη μέση του Μυστικού Δείπνου, όπως τον ήθελαν ο Ντα Βίντσι κι οι υπόλοιποι δυτικοί ζωγράφοι και τέλος για ποιο λόγο υπήρχαν τρύπες στις κολόνες της Περίβλεπτου. Ζωντάνευαν μπροστά μου Έλληνες έξω να ντουφεκάνε Έλληνες κρυμμένους μέσα στον ναό και σα να κατέβαιναν από τα τείχη του κάστρου οι νότες που έντυσαν μια παλιά "Συννεφιασμένη Κυριακή" μα έξω ήταν Σάββατο μεσημέρι ακόμα... βροχερό.

Γιώργος Γιώτης (4/12/2016)

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Ο χιονάνθρωπος



Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία. Σκάλα που μ' ανεβάζει στο πατάρι , κούτες στα χέρια , το φωτιστικό στο χολ που πηγαινοέρχεται απ' την πίεση ή απ' τη χαρά του δεν ξέρω και στολίδια που ξεμουδιάζουν μέσα στο σαλόνι , έτοιμα να πάρουν τη θέση τους. Το πρόγραμμα λέει να 'χω τελειώσει πριν το μεσημέρι, η μέση μου διαμαρτύρεται έντονα - καμιά φορά το σώμα δεν ακολουθεί αυτά που θες να κάνεις - και κάπως έτσι αρχίζουν τα Χριστούγεννα να παίρνουν σχήμα σπιτίσιο με τα λευκά δεντράκια από κερί σε ξεχωριστή θέα. Ο μικρούλης αρκούδος μέσα στο ξύλινο στεφάνι του εύχεται χρόνια πολλά κάθε χρόνο τέτοιες μέρες κι ας έχει χάσει λίγα φύλλα απ' το γκι που τον συνοδεύει.
Οι κούτες περιμένουν σαν ανοιχτά στόματα, αδειάζουν με ρυθμό, ένα διάλειμμα μόνο να μιλήσω στο τηλέφωνο κι η διάθεσή μου ανάβει λαμπιόνια μέσα στη μουντάδα της μέρας. Ένα καφέ ξύλινο κουτί στέκεται ακόμα σιωπηλό και περιμένει. Το ανοίγω. Ο χιονάνθρωπος είναι εκεί αμίλητος ανάμεσα στα πράσινα ελατάκια. Το χιόνι κι αυτό στη θέση του. Στριφογυρίζω το κλειδί στο κάτω μέρος κι αμέσως αρχίζει να παίζει μουσική σαν παλιά λατέρνα. Βοηθάω λίγο το χιονάνθρωπο με το χέρι. Γυρνάει μόνο με βοήθεια. Κι αυτός. Αντέχει όμως ακόμα κι ας έχουν περάσει δέκα χρόνια. Λίγο σκεφτικός, πιο κουρασμένος και πιο αγχωμένος. Με μια στροφή όμως του κλειδιού ζωηρεύει. Σαν τους ανθρώπους σκέφτηκα. Κι αν αντέχει ακόμα να παίζει μουσική , να χαιδεύει ψυχές και να στριφογυρίζει για να δίνει χαρά , τότε μπορούμε κι εμείς, είπα μέσα μου και βγήκα απ' το δωμάτιο. Για να τον αφήσω ήσυχο να μοιράζει απλόχερα την ιστορία του και την αγάπη.
Με νότες.




Γιώτα Καραγιάννη 

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Η "γιορτή" μας ξεκινάει


Χειροκροτήματα.
Η «γιορτή» μας ξεκινάει.
Άγχος αν όλα πάνε καλά κι ενθουσιασμός να τον μοιραζόμαστε όλοι στην αίθουσα: παιδιά, γονείς και δάσκαλοι. 
Μοιάζουν όλα τόσο μακρινά, έχουν περάσει άλλωστε πολλά χρόνια από τότε. Βλέπω τα παιδιά να ανεβοκατεβαίνουν στη σκηνή, να διαβάζουν το χρονικό, να λένε τα ποιήματά τους. 
Σκέφτομαι πως οι καιροί αλλάζουν, μετρώ πόσες γιορτές, πόσα λόγια και η κληρονομιά του Πολυτεχνείου πόσο έχει αμφισβητηθεί. Η φωνή του φοιτητή να συμπληρώνει τα κενά ανάμεσα στα ποιήματα και τις σκέψεις μου «Αδέλφια μας στρατιώτες». Το σύμβολο που θα έπρεπε να ενώνει μεταμορφώνεται μπροστά μου σε μνήμη που διχάζει. Μέσα στα αυτιά μου κάποιοι παίζουν με τις λέξεις.
«Τι να την κάνεις την ελευθερία χωρίς ψωμί και πόσο μπορεί να σταθεί μια δημοκρατία χωρίς ουσιαστική παιδεία;»
Κι έπειτα τα παιδιά που τραγουδούσαν:
«Λαχτάρησα μια χώρα,
γυρεύω ένα νησί,
που οι άνθρωποι να λένε,
ό,τι μου λες κι εσύ»
Με τις φωνές των παιδιών γυρνώ πίσω σε εκείνη τη νύχτα.
Εφτά χρονών και παραξενευόμουν που ο πατέρας μου έκλαιγε, με το ραδιόφωνο μετά βίας ν’ ακούγεται και όχι, δεν ακούγονταν οι συνηθισμένες εκπομπές με δημοτικά κι εμβατήρια ή μεταδόσεις ποδοσφαίρου, αλλά φωνές και σφαίρες να έρχονται απ’ το πουθενά και να σημαδεύουν τους πάντες.
Έκλαιγα κι εγώ χωρίς να μπορώ να βρω γιατί και μ’ έβαλαν με το ζόρι για ύπνο.
Εκείνη τη νύχτα.
Φοβόμουν ότι το κακό θα έρθει και θα τρυπώσει μες στο σπίτι μου.
Χειροκροτήματα.
Μοιάζουν όλα τόσο μακρινά, έχουν περάσει άλλωστε πολλά χρόνια από τότε.


Γ.Γ. (17/11/2016)

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Imagine




Θέλουμε ειρήνη. Την κανονική. Όχι αυτή με το σκισμένο φόρεμα που εμείς απλά κρατάμε την άκρη του. Βαρέθηκα να βλέπω ταλαίπωρα περιστέρια ν' αφήνονται στον ουρανό κι ύστερα να σκίζουν το χώμα οι ριπές. Θέλουμε ηρεμία, γαλήνη και δουλειές. Αγρίεψε πολύ ο κόσμος μας και δεν αντέχεται πια. Μυρίζουμε τη σκόνη του πολέμου και κλείνουμε τ' αυτιά μας στο διαπεραστικό ήχο των σειρήνων. Άνθρωποι σκοτώνονται κάθε μέρα κι ύστερα πρέπει να μάθω στα παιδιά γραμματική,σα να μη συμβαίνει τίποτα. Κυκλοφορούμε και νιώθουμε μια αόρατη απειλή.
Το παιδί μου με ρώτησε χθες '' Μαμά , πιστεύεις ότι θα γίνει πόλεμος?'' ''Δεν μπορώ να ξέρω...'' απάντησα θολά, αλλά μέσα μου κάτι κλώτσησε...Το συζητάμε μεταξύ μας, το ψιθυρίζουμε μέσα στην ομίχλη, το ζωγραφίζουν τα παιδιά σε άσπρα χαρτιά κι όλο ψάχνουμε με αγωνία την απάντηση στο βλέμμα του άλλου. Το συζητάνε ακόμα κι οι έφηβοι. Μεταξύ τους.
Η γη όμως φτάνει για όλους. Κι η καλοσύνη το ίδιο.
Να σταματήσει επιτέλους η τιμωρία των φτωχών κι η αλαζονεία των πλούσιων. Μπορεί να γίνει ένας κόσμος καλύτερος. Με ριπές από χαμόγελο και συνεχείς εκρήξεις αγάπης.
Για να πάψουν τα περιστέρια να παίζουν μόνο σε διαφημιστικά σποτ και να τ' αφήσουμε στην ησυχία τους επιτέλους. Aρρώστησε ο κόσμος μας κι εμείς γίναμε εύθραυστοι πια, εύθραυστοι κι αναλώσιμοι.
Κι ύστερα πόσος Χατζηδάκις θα ξοδευτεί ακόμα, πόσοι Μ.L.King θα χρειαστούν και πόσοι με τ' όνομα Γκάντι. Ακόμα και το Imagine μοιάζει να παίζει από κάποιο γραμμόφωνο παλιάς εποχής, ξεκούρδιστο και μισοχαλασμένο. Kι εκεί στο ''You may say i'm a dreamer'' κάνει απότομες παύσεις.
Όποτε ακούγονται κανονικές ριπές και κάνουν τις δικές τους παύσεις, άνθρωποι που σκοτώνονται.




Γιώτα Καραγιάννη

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

Το τρένο που έφευγε στις 8...


"Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει
να μη θυμάσαι στις οχτώ"
έγραφε το ’61 ο Μάνος Ελευθερίου 
ο Μίκης φανταζόταν ήχους...
κι ο πατέρας μου κάθε φορά 
το άκουγε, 
θυμόταν 
και μου έλεγε 
πως υπήρχε στ’ αλήθεια τρένο 
που έφευγε στις 8 
για Κατερίνη.
«Στο έχω ξαναπεί;» ρωτούσε για να πάρει θάρρος 
και να συνεχίσει με ιστορίες που είχαν μέσα στρατιώτες, τρένα, νύχτα, λοχαγούς ξηγημένους, χειμώνες και λοχίες στραβόξυλα της δεκαετίας του 50.

«Δε το θυμάμαι, για πες»

Γιώργος Γιώτης (2/11/2016)

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Τιμώμενο πρόσωπο

Σήμερα ήταν μία μέρα ξεχωριστή. Η αγαπημένη μου μαθήτρια Λ., που από το καλοκαίρι ζει μόνιμα στις Βρυξέλλες, μας επισκεφτηκε, για να περάσει τη μέρα στην τάξη μας.
  Στην αρχή ήταν διστακτική, ντροπαλη, ούτε στο προαύλιο δεν ήθελε να βγεί... Μόλις τα παιδιά την πήραν χαμπαρι, ορμησαν πάνω της! Αγκαλιές, φιλιά, χαμόγελα και λαμπερά αγουροξυπνημενα πρόσωπα...
  Στην τάξη ήταν ήρεμη, παρακολούθησε το μάθημα μας σιωπηλη...
- Θα μας τα πεις από τη θέση σου ή προτιμάς στην έδρα;
- Στην έδρα, να σε βλέπουμε.
Και έκατσε στην έδρα. Όλα τα χέρια σηκωμένα, έτοιμα να ρωτήσουν, κάποιοι δεν αντέχουν να περιμένουν τη σειρά τους και πετάγονται.
Πώς είναι το σχολείο; Πού μένεις; Πώς πας σχολείο; Είναι μακριά; Έχεις φίλους; Από ποιες χώρες είναι; Πώς περνάς τη μέρα σου; Πώς είναι οι δάσκαλοι; Τι γλώσσα μιλάς εκεί;
Δεν προλάβαινε να απαντάει και όλα έμοιαζαν σαν να ήταν πέρυσι και μόλις είχε γυρίσει από κάποιο ταξίδι...
Και ύστερα είδαμε το σπίτι της στο google earth και "περπατησαμε" για το σχολείο και μας εξηγούσε τι συναντάμε στην διαδρομή και ήταν λες και ήμασταν στις Βρυξέλλες και είχαμε χαθεί και ψάχναμε τον δρόμο μας.
Και μετά μας έδειξε φωτογραφίες και βίντεο και τα παιδιά είχαν και άλλες ερωτήσεις και δωσ'του να μας εξηγεί τι είναι εδώ και τι εκεί.
Και με την κουβέντα πέρασε η ώρα και χάσαμε την ιστορία και τα παιδιά χάρηκαν αλλά δεν ήξεραν πώς αυτό που κάναμε ήταν πολύ καλύτερο μάθημα (αν και θυμηθηκαμε το Βατερλω, αφού είχε φωτογραφίες από εκεί).
Και την τελευταία ώρα είχαμε πάρτι. Και εκατσαν όλα μαζί αγκαλιασμενα, μία παρέα, και είχαν και άλλες ερωτήσεις και την ακουγαν μαγεμένα να τους λέει για τη ζωή εκεί, τις συνήθειες, τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις ανασφάλειες...
Και έτσι τα κοίταζα και πολύ χαιρομουν (και αυτά χαρούμενα ήταν, γιατί χάναμε θρησκευτικά εκείνη την ώρα). Και καμιά διαφορά ή παρεξήγηση δεν υπήρχε, όλα είχαν ξεχαστεί γιατί που να σκαλίζεις το παρελθόν όλη την ώρα... Και καθώς χαμογελούσα (για να μην με πάρουν τα ζουμιά ως συνήθως) σκεφτόμουν πόσο ωραίο είναι να είσαι παιδί ή έστω να δουλεύεις με παιδιά...

Μαρίνα Γιάννου

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Το μπλόκο του Βύρωνα


Κατέβαινα τη Χρυσοστόμου Σμύρνης.
Σε λίγα λεπτά θα γινόταν η παρέλαση.
Ένας ηλικιωμένος κύριος έδειχνε για ώρα τα ονόματα,
τον άκουγα να εξηγεί με ενθουσιασμό την ιστορία:
«εδώ ακριβώς είχαν στήσει το πολυβόλο 
κι ένας ήθελε να ξεφύγει,
σκαρφάλωσε αυτό ακριβώς το κάγκελο
κι εδώ πέρασε η σφαίρα,
νάτη!!!
25 χρονών ήταν κι ήθελε να ζήσει.
Την προηγούμενη μέρα είχε παντρευτεί»
Μετρούσα τις μέρες που χώριζαν τον θάνατό τους
μέχρι τη μέρα της απελευθέρωσης.
2 μήνες και κάτι.
Καθόμουν ακίνητος στη μέση της Χρυσοστόμου Σμύρνης.
Σε λίγα λεπτά θα γινόταν η παρέλαση.
Γιώργος Γιώτης (28/10/2016)
Παραθέτω και την αναφορά του αστυνομικού τμήματος Βύρωνα αυτούσια:
Αναφορά του ΙΘ” Αστυνομικού Τμήματος Βύρωνα: 
«Την 7/8/1944 και ώραν 17.40 γερμανικά αυτοκίνητα (2) πλήρη στρατιωτών διερχόμενα εκ της αγοράς Βύρωνος εδέχθησαν ριπή πολυβόλου παρ” Εαμίτου και ετραυματίσθησαν εις Γερμανός αξιωματικός και εις στρατιώτης, μετ΄ολίγον κατέφθασε ισχυρά γερμανική δύναμις ήτις διέταξε τη συγκέντρωση απάντων των ανδρών του συνοικισμού εις την πλατείαν Σμύρνης όπου συνεκεντρώθησαν 1.000 άνδρες. Παρέλαβε 10 αδιακρίτως εκ των συγκεντρωθέντων και τους εξετέλεσαν επιτόπου, άλλους δε 600 άνδρας τους μετέφερον εις Χαϊδάρι και εκείθεν τους μετέφερον εις Γερμανίαν».

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Στη Δ.


Για να βρεις τον εαυτό σου υπάρχουν, λένε, τεχνικές.
Να στέκεσαι και να ρωτάς 
«ποιος είμαι, πού είμαι, τι θέλω».
Για να μη χάνεις τον εαυτό σου υπάρχουν, λένε, τεχνικές.
Ξαπλώνεις κι αφήνεσαι να σε διεκδικούν 
έδαφος και ουρανός
κι έτσι μετέωρος να μένεις χωρίς σκέψεις.
Τα χρόνια περνούν και σε κυνηγούν συναισθήματα.
Εγώ τους ξεφεύγω γιατί δεν ακολουθώ τις τεχνικές που μου λένε.
Δε διώχνω όλες τις σκέψεις.
Κρατάω μέσα μου εικόνες.
Εσένα πολύ μικρή να ακούς το αγαπημένο σου τραγούδι και να γελάς.
Να ζητάς με αγωνία.
Να κλαις από αγάπη.
Εσύ διώχνεις όλες τις σκέψεις σου;
Γ.Γ. (26/10/2016)

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

"Η Μεγάλη Χίμαιρα", μία υπέροχη παράσταση


Μια δυνατή ιστορία που ακουμπάει τα στοιχεία της τραγωδίας στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. 
Ένα εμβληματικό μυθιστόρημα του παππού Καραγάτση που αντιμετωπίζει ως εξίσωση ο εγγονός Τάρλοου για να λύσει και να αφήσει τελικά ελεύθερη τη μαγεία. 
Μία σκηνοθεσία που θέλησε και τα κατάφερε τελικά να παίξει επιδέξια με την κινηματογραφική ματιά, τις μουσικές και ενδυματολογικές επιλογές αλλά και τα ατμοσφαιρικά σκηνικά για να ξαναφτιάξει μπροστά στα μάτια μας ένα μελαγχολικό και κυνικό παρελθόν. 
Μια Αλεξάνδρα Αϊδίνη που έγινε ρόλος και πήρε όλους τους ηθοποιούς, το κοινό και το έργο το ίδιο από το χεράκι και μας έβγαλε σε πέλαγα άγρια με το πάθος να ανακατεύει τη ζωή και τις πιο μεγάλες δυστυχίες να γίνονται καθημερινότητα.
Μία υπέροχη παράσταση...
Γιώργος Γιώτης

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Αργά


Όλα κυλάνε τόσο γρήγορα...Θα προλάβω άραγε?...
Ένα κυνήγι στη δουλειά , στο σπίτι , στο διάβασμα, στους φίλους , στην οικογένεια ,
σε όλες τις υποθέσεις , προσωπικές και μη.
Στις παιδικές χαρές ακούω το παράγγελμα '' Μην τρέχεις ! '' κι ύστερα σαν ν' ακούω το σύνθημα ''Φάε γρήγορα, γιατί έχεις αγγλικά! ''  Τι μπέρδεμα κι αυτό!
Ένας μικρούλης μια φορά μου είπε: '' Κυρία , δεν προλαβαίνω!''
κι έμεινα στήλη άλατος στην αλυκή του χρόνου.
Γρήγορη σκέψη  , γρήγορη ομιλία , γρήγορες σχέσεις, γρήγορες αποφάσεις,γρήγορες ειδήσεις, γρήγορο φαγητό , γρήγορα τηλεπαιχνίδια.
Ο πιο γρήγορος κερδίζει...Αναρωτιέμαι τι?
Τα χρονικά επιρρήματα σε μεγάλες δόξες. Ο μύθος του Αισώπου δίνει το όσκαρ στο λαγό 

κι ας νίκησε η χελώνα. Τα ρολόγια έχουν την τιμητική τους στο σπίτι κι όσο μεγαλύτεροι οι δείκτες,τόσο περισσότερο ακριβείς, συνεπείς και εντός χρόνου. 
Σα να μας προπονεί κάποιος σε ασκήσεις ταχύτητας με το χρονόμετρο στο χέρι κι ελέγχει αν είμαστε κάθε φορά on time.
Πρώτη δουλειά το πρωί , κοίταγμα ρολογιού.
''Τι κάνεις?'' ''Βιάζομαι , δεν έχω χρόνο, τα λέμε!...'' συνηθισμένοι διάλογοι, κοφτοί , μονολεκτικοί 
σα να πάθαμε μια αρρώστια όλοι μαζί . Ξαφνικά.
Γι' αυτό σήμερα θα τα κάνω όλα αργά. Θα σηκωθώ αργά , θα μιλήσω αργά , θα σκεφτώ αργά και θα προσπαθήσω να βρω το λάθος αργά.
Σαν τον Κηλαηδόνη στο γνωστό άσμα.
Κι ας είναι κι αργά όταν θα ψάχνω για θέση. Δεν πειράζει.
Επειδή νιώθω πως κάπου την έχουμε πατήσει.
Κατά βάθος κι οι δυο.
Όλοι μας.



Γιώτα Καραγιάννη

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Νούφαρα



Ανησυχώ πολύ 
για τα νούφαρα.
Χτες βράδυ, 
από κάτι αλήτικες 
του φεγγαριού 
κουβέντες 
πρόσεξα πως 
στην επάνω 
όχθη μου,
υπήρχαν μόνο 
φτιασιδωμένοι  
ορίζοντες, 
αγνώστου χρώματος 
και καταγωγής.
   




Γιώτα   Καραγιάννη 

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Κάτι μέσα μου χορεύει ξέφρενα από χαρά

Οι μαθητές αναστέναξαν μόλις τελείωσε η ανάγνωση του κειμένου. Ένα κείμενο της Σωτηρίου για την μικρασιατική καταστροφή με πολύ έντονες εικόνες.

- Κυρία ανατρίχιασα.
- Λες και ήμασταν εκεί κυρία.
- Αλήθεια είναι όλα αυτά που περιγράφει;
- Ευτυχώς είχε χαρούμενο τέλος.

Σχόλια, εντυπώσεις, σκέψεις... Και τότε μια μαθήτρια σηκώνει χέρι.
- Κυρία είδατε σε ένα σχολείο που κλείδωσαν την πόρτα για να μην μπουν τα προσφυγόπουλα για μάθημα;
- Το είδα.
- Πολύ άσχημο κυρία.
- Θέλετε να συζητησουμε κάτι;

Με μιας χεράκια σηκώθηκαν.
- Κυρία τι τους νοιάζει να πάνε σχολείο τα παιδάκια;
- Κυρία στην Κοινωνική Αγωγή μάθαμε ότι το κράτος πρέπει να παρέχει εκπαίδευση σε όλους.
- Μα αυτά τα παιδιά έχουν τόσα τραύματα από τον πόλεμο, γιατί τους φέρονται έτσι;
- Θα τους άρεσε να βρίσκονται στην θέση αυτών των παιδιών;

- Αν μας ζητούσαν να εντάξουμε στο σχολείο μας τέτοια παιδιά θα σας πείραζε;
- Τι λέτε κυρία, τι να μας πειράζει;
- Ίσα ίσα κυρία θα τα βοηθούσαμε να ξεπεράσουν τα τραύματα του πολέμου.
- Γιατί να έχουμε πρόβλημα κυρία; Θα κάνουμε και νέους φίλους.
- Θα παίζαμε μαζί τους κυρία, να ξεχάσουν για λίγο την άσχημη ζωή τους.
- Κυρία μπορεί να φοβούνταν μην κολλήσουν καμιά αρρώστια, αλλά δεν θα τα εξετάσει πρώτα γιατρός τα παιδάκια;

Κυρία, κυρία, κυρία... Τα κοιτώ σαν μαγεμένη. Τόσο αγνές ψυχές, τόσα γλυκά λόγια, καρδιές πλημμυρισμένες από αγάπη και καλοσύνη. Θέλω να τα αγκαλιάσω όλα και μετά να κλάψω, να κλάψουμε όλοι μαζί, μπας και τα δάκρυα μας ξεπλύνουν την κακία αυτού του κόσμου. Με κοιτούν, περιμένουν να τους πω αν συμφωνώ. Δεν λέω τίποτα, παραμένω ανέκφραστη, ένας κόμπος με πνίγει, προσπαθώ να συγκρατηθώ. Και για λίγα δευτερόλεπτα χάνομαι στις σκέψεις μου...
Δεν είναι απλά οι πρόσφυγες, είναι κάθε τι το διαφορετικό. Κάθε κοινωνική ομάδα "διαφορετική". Με την ίδια αγάπη θα καλωσορίσουν τον μαθητή με μαθησιακές δυσκολίες, τον πολύ ντροπαλό, αυτόν που περνάει δύσκολα σπίτι, τον άρρωστο, τον τυφλό, το παιδί με κινητικά προβλήματα, αυτό με το πιο σκούρο δέρμα... Και σαν αυριανοί ενήλικες με τον ίδιο τρόπο θα προσφέρουν ανιδιοτελώς σε όλους τους κατατρεγμένους αυτού του κόσμου ανεξάρτητα από εθνικότητα, θρησκεία ή φύλο. Με ανοχή και κατανόηση στη διαφορετικότητα.

- Κυρία, κυρία. Καλέ χάζεψε η κυρία...
- Έλα, θες να πεις κάτι ακόμα;
- Ναι κυρία, ήθελα να πω πως ανεξάρτητα από που είμαστε ή τι πιστεύουμε είμαστε όλοι άνθρωποι. Πώς είναι δυνατόν να πεθαίνουν οι άνθρωποι και να μην μας νοιάζει;

Για μια στιγμή μου 'ρθε να χειροκροτήσω. Πράγματα που θα 'πρεπε να σκέφτονται οι ισχυροί αυτού του κόσμου τα ακούω από ένα δεκάχρονο παιδί.
Χαμογελάω... Και κάτι μέσα μου χορεύει ξέφρενα από χαρά...

Μαρίνα Γιάννου

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Φύλλα



''Δεν με πήραν φέτος...!'' είπε μια φίλη στο τηλέφωνο κι έγινε παύση, εκείνη η παύση που μοιάζει με αρχή.Την αρχή μιας ταλαιπωρίας προσωπικής , οικογενειακής κι ανθρώπινης. Θυμήθηκα τα δικά μου χρόνια της αναπληρώτριας, τότε που ξέραμε όλοι ότι θα δουλέψουμε και δουλεύαμε. 
Ας ξεκινούσαμε χαράματα για να φτάσουμε στο σχολείο κι ας γυρνούσαμε στο σπίτι το απόγευμα, αν τύχαινε να 'χει απεργία ο ηλεκτρικός. 
Και τότε μιλούσαμε στα τηλέφωνα, χωρίς παύσεις όμως.
Χωρίς να νιώθουμε πως κάποιος άλλος μπήκε στη γραμμή.
Η ζωή έρεε κανονικά, τα πόδια έβγαζαν φτερά , κάναμε όνειρα, πηγαίναμε σε γάμους συναδέλφων και το γέλιο δεν ξεφύτρωνε σαν πινέζα στο πρόσωπο μα σα λουλούδι που μόλις έσκασε απ' το μπουμπούκι του. ''Δεν με πήραν φέτος...!'' είπαν κι άλλοι άνθρωποι. 
Τέσσερις λέξεις καρφιτσωμένες στην επιφάνεια ανεργίας, στο μυαλό μου εδώ και μέρες,τι να ευχηθώ δεν ξέρω, νιώθω τυχερή που έχω δουλειά , που δε σκάνε οι βόμβες στα πόδια μου και που έζησα ολόκληρη μιαν εποχή χωρίς δηλητηριώδεις παύσεις.
Κι ίσως και να κόλλησα σήμερα στα λόγια του ποιητή:
'' Αν δεν πέσεις φύλλο κίτρινο απ' του αέρα το κλαδί στο χώμα,
δε διασχίζεις φθινόπωρο...''
Γι' αυτό ίσως δε νιώθω πάνω μου τις αλλαγές των εποχών.
Με τόσο φθινόπωρο ξεθώριασαν πια κι οι ισημερίες του νου.
Κι αυτός παλεύει αδιάκοπα να σεργιανίσει στο φως.
Μέσα από χιλιάδες φύλλα.
Αυτά του ποιητή.

Τα κίτρινα.



Γιώτα Καραγιάννη

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Η Δεξίωση.


 «Περάστε στον επάνω χώρο να καθίσετε στα τραπέζια σας παρακαλώ», είπε ο αρχισερβιτόρος. «Ακολουθεί η δεξίωση».
  Η βάφτιση της κόρης της φιλενάδας μου, της παιδικής μου, της αδελφικής μου φίλης μόλις είχε τελειώσει. Η μικρούλα ήταν σαν πριγκιπισσάκι, το εκκλησάκι της βάφτισης σκαρφαλωμένο στο γκρεμό και από κάτω η θάλασσα –θα μπορούσαμε να είμαστε και σε κάποιο Κυκλαδονήσι, ο χώρος πανέμορφος, μπαρ για κοκτέιλ, μπουφέ με ζαχαρωτά, χώρος για τα παιδιά, ήμασταν σε εναν υπερπολυτελή χώρο.
  Κοίταζα τους καλεσμένους. Δυο κόσμοι, δυο αντίθετοι κόσμοι. Απ’ τη μια οι συγγενείς και φίλοι του μπαμπά. Άνθρωποι με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ευκατάσταστοι –πολλοί από αυτούς Ελληνοαμερικάνοι που δεν καταλάβαιναν λέξη ελληνικά, ντυμένοι με επώνυμες τουαλέτες και κουστούμια, με ύφος κοιτούσαν λοξά εμάς, εμάς του άλλου κόσμου, του κόσμου της μαμάς. Απλοί άνθρωποι, καθημερινοί, που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα και κάθε μήνα γράφουν σε χαρτί τα έσοδα- έξοδα και κάνουν τους δικούς τους ισολογισμούς. Πολλοί από αυτούς Βραζιλιάνοι –η μαμά είναι κατά το ήμισι Βραζιλιάνα- με πολύχρωμα φορέματα οι κυρίες, φωνακλάδες, γελαστοί, μιλάνε σε όλους, χειρονομούν ζωηρά, γελάνε δυνατά.
Και ανάμεσα στους καλεσμένους των δύο κόσμων ξεχωρίζει μια μορφή. Η γιαγιά μου. Μια ενενηντάχρονη γιαγιούλα, σκυφτή, με την μαγκουρίτσα της, μαυροντυμένη, ρυτιδιασμένη –κάθε αυλακιά στο πρόσωπό της και μια φουρτούνα της ζωής. «Κάνε στην άκρη λεβέντη μου, όσο με βαστάνε τα πόδια μου και δουλεύει το μυαλό μου, μόνη μου θα κυκλοφορώ» και σπρώχνει με την μαγκούρα της τον σερβιτόρο που θέλησε να την βοηθήσει να ανέβει τα σκαλιά.
  «Εδώ είναι το τραπέζι 2, σίγουρα κάθεστε εδώ;» ρωτάει με αγωνία και απέχθεια συνάμα μια κοκκινομάλλα που έχει ήδη κάτσει και φωνάζει σχεδόν προσβλητικά στον άντρα της γιατί της κρύβει τον ήλιο. «Ο Διογένης είσαι καλέ;» ρωτάει η γιαγιά που έκατσε δίπλα της. Αλλάζει θέση και κάθεται παραδίπλα. «Παντελή κάτσε εσύ εδώ, έλεος πια». Η γιαγιά κουνάει το κεφάλι της, αλλά δεν μιλάει. Και τα πιάτα ξεκινούν να έρχονται. «Τι είναι αυτό παιδί μου»; ρωτάει η γιαγιά σε κάθε άφιξη. «Λαυράκι και σολωμός με σαλάτα γιαγιά», «μακαρόνια με καραβίδες γιαγιά», «σφυρίδα με σάλτσα ρόκα γιαγιά» εξηγώ κάθε πιάτο και η γιαγιά κουνάει το κεφάλι της.
Η κοκκινομάλλα και η παρέα της ούτε να μας κοιτάξουν, το τραπέζι έχει χωριστεί στα δύο, σε δύο κόσμους που είναι αδύνατον να συναντηθούν, έστω για να τσουγκρίσουν τα ποτήρια για να ευχηθούν στην υγειά της νεοφώτιστης. Εμείς γελάμε δυνατά, μιλάμε, χειρονομούμε, σηκώνομαι όρθια για να αναπαραστήσω κάτι, ο άλλος κόσμος με κοιτάει να κάνω γκριμάτσες και αποστρέφει αλλού το βλέμμα –μάλλον δεν είναι πρέπον σε εκείνη την πλευρά του τραπεζιού. Από δίπλα οι Βραζιλιάνοι γελάνε και αυτοί δυνατά, μιλάνε πολύ με ενθουσιασμό, θαυμάζουν τα πιάτα και σχολιάζουν στη γλώσσα τους.
  Και ύστερα έρχεται η ώρα των γλυκών. Και συναντιέμαι με την κοκκινομάλλα στο μπουφέ. Είναι έξαλλη, φωνάζει, διαμαρτύρεται έντονα. Η κρεμ μπρουλέ πρέπει να έχει πάνω καραμελωμένη ζάχαρη, αυτή που μας σέρβιραν δεν έχει, απαιτεί να δει τον σεφ, προσβάλλει έναν δόλιο σερβιτόρο, που τρέχει να φωνάξει τον σεφ –γνωστό όνομα της κοσμικής Αθήνας. Έρχεται, δέχεται τον εξευτελισμό της κοκκινομάλλας για την κρεμ μπρουλέ, κι εγώ που παρακολουθώ τη σκηνή δεν αντέχω άλλο, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι πάνω από την καραμελωμένη ζάχαρη και κυρίως από τα λεφτά όλου του κόσμου. «Μην την ακούτε, η κρεμ μπρουλέ είναι εξαίρετη, αντάξια αυτών που έτρωγα στο Παρίσι που έκανα τις διδακτορικές μου σπουδές. Απλά για να ικανοποιήσουμε την κυρία που προσβλήθηκε για λογαριασμό της κρεμ μπρουλέ ας πούμε  αυτήν εδώ κάπως αλλιώς. Πώς λέγεστε; Γιάννης; Κρεμ Ζαν, μια χαρά ακούγεται. Συγχαρητήρια για τα εξαίρετα πιάτα που μας σερβίρατε σήμερα, ξέρετε εγώ είμαι κόρη πρόξενου και έχω φάει στα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου». Ο σεφ αφήνει κάτω το φλόγιστρο και την ζάχαρη, το ταμπελάκι αλλάζει σε κρεμ Ζαν, η κοκκινομάλλα εχει μείνει μάρμαρο με το στόμα μισάνοιχτο, μια φλέβα χτυπάει στο μέτωπό της, είναι κατακκόκινη και σφίγγει τις γροθιές της. Της χαμογελάω, παίρνω μια κρεμ Ζαν και επιστρέφω στο τραπέζι 2. Με ακολουθεί.
  Η γιαγιά κοιτάει γύρω, συνεχίζει να κουνάει το κεφάλι της. Κοιτάει την κοκκινομάλλα και την παρέα της. «Εδώ που είμαι, θα ‘ρθεις αν είσαι τυχερή. Εγώ δεν είμαι εδώ όμως από τύχη, είναι γιατί με άφηνει ο Θεός να κάνω καλά πράγματα για τους συνανθρώπους μου. Γιατί τόσα λεφτά πέταξαν εδώ πέρα για να φάτε σολωμό, το πιο τοξικό ψάρι και που ακούστηκε καραβίδα χωρίς το κεφάλι, εκεί είναι όλη η ουσία. Κι αν έστω και λίγο ξέρατε από θάλασσα, η σφυρίδα δεν θα καταδεχόσασταν να έχει τίποτα άλλο από πάνω εκτός από λαδολέμενο, με λαδάκι αγνό από τις ελιές που βγάζει ο τόπος μου. Γιατί εγώ που τόσο προσβλητικά με κοιτάτε, είμαι από τη Μάνη και αυτά τα χέρια με τα παραμορφωμένα δάχτυλα είναι έτσι γιατί δούλευα από μικρό παιδί, στην θάλασσα με τη βάρκα του πατέρα μου και στα χωράφια, μάζευα τα ρύζια και τα στάρια. Και ήμουν το μόνο κορίτσι σε όλη τη Μάνη που πήγα σχολείο εκείνα τα χρόνια, το ‘σκαγα κάθε πρωί με τον μικρό μου αδερφό. Πέρασα Κατοχή και έτρωγα τα χαρούπια από τα γουρούνια των Ιταλών για να ζήσω και εμφύλιο και εξορίες και φτώχια και όλα αυτά τα πλούτη σας τίποτα δεν μου λένε εμένα. Τι να τα κάνω άμα δεν έχω το καλό στην ψυχή μου; Άμα ο διπλανός μου πεινάει ή κρυώνει; Ξέρετε πόσα παιδιά θα ντύνονταν με αυτά τα λεφτά, πόσες προσφυγοπούλες θα έπαιρναν γάλα για τα μωρά τους, πόσοι φτωχοί θα έτρωγαν, πόσοι γέροντες θα έπαιρναν φάρμακα; Και τι νομίζετε; Ότι είστε τίποτα σπουδαίοι; Αν θέλετε να γίνετε πρέπει να προσφέρετε σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Γιατί τα πλούτη σας τίποτα δεν αξίζουν. Τα μόνα πλούτη που αξίζουν είναι αυτά της καρδιάς. Εγώ αυτό το κορίτσι που σας τραπεζώνει εδώ σήμερα το ‘βαλα στο σπίτι μου –μικρό παιδάκι, όταν κανείς σας δεν το ήθελε γιατί ήταν μελαμψό, γιατί η μητέρα του ήταν μια φτωχή ξένη, το τάισα στο ίδιο πιάτο και το κοίμησα στο ίδιο κρεβάτι με την εγγονή μου και γιαγιά με φωνάζει και ‘γω σαν τα εγγόνια μου το αγαπάω. Και ‘συ που άλλαξες θέση για να μην κάθεσαι δίπλα μου σου εύχομαι να πάρεις τα χρόνια μου και να σε αγαπάνε, όπως αγαπάνε εμένα. Αλλά για να το καταφέρεις αυτό πρέπει πρώτα εσύ να αγαπάς όλο τον κόσμο». 
  Το άλλο μισό τραπέζι κοιτάζει αποσβολωμένο. Χτύπημα κάτω από τη ζώνη και μάλιστα εντός έδρας. «Μπράβο γιαγιά» φωνάζει μια κοπέλα «Μπράβο, μπράβο» φωνάζουν και οι Βραζιλιάνοι, «καλά τα λες γιαγιά» λέει ο μπαμπάς της κοπέλας... Τα γκαρσόνια χαμογελούν, περνούν, την ακουμπάνε στον ώμο...
  Κοιτάω μια τη γιαγιά και μια γύρω-γύρω ψάχνοντας να δω που βρίσκεται το πνεύμα του Μαρξ ή του Ένγκελς που τη στοίχειωσαν. Δεν εξηγείται αλλιώς, η ενενηντάχρονη γιαγιά μου να μιλάει για την πάλη των τάξεων και για κοινωνική δικαιοσύνη σε ένα από τα πιο πολυτελή μαγαζιά της Αθήνας, στέκι των ευκατάστατων, σε ένα τραπέζι χωρισμένο σε δυο κόσμους... Όταν ήμουν μικρή μου έλεγε "Τι κάνουν οι άνθρωποι όταν καταπιέζονται παιδί μου"; "Επανάσταση γιαγιά"της έλεγα και πολύ ευχαριστιόταν. "Να τα λες αυτά που πιστεύεις και το άδικο να μην το επιτρέπεις, μόνο το δίκαιο να κοιτάς και για αυτό να πολεμάς στη ζωή σου" μου έλεγε μαζί με τις ιστορίες από τη ζωή της. Σκύβω και της ψιθυρίζω στο αυτί "Επανάσταση γιαγιά, επανάσταση". "Εμ, σιγά τους πλούσιους της φακής που μου γύρισε και την πλάτη τούτη 'δω που ήρθε και σε τόσο καλό μαγαζί αχτένιστη. Σφυρίδα και καραβίδες τρώμε και σπίτι μας, γιατί και 'μεις πλούσιοι είμαστε, σε συναισθήματα και καλοσύνη, αλλά που να ξέρετε εσείς από αυτά".

  Ο DJ βάζει σάμπα, οι Βραζιλιάνοι με τα πολύχρωμα φουστάνια χορεύουν παρασύροντας όποιον βρίσκεται κοντά τους σε ένα ξέφρενο χορό –σερβιτόρους, σεφ, προσωπικό. Εμείς γελάμε δυνατά, μιλάμε ζωηρά και απολαμβάνουμε το γλυκό κρασί. Το αεράκι φυσάει απαλά και μας δροσίζει και η γιαγιά μαυροντυμένη, με την μαγκουρίτσα της στο χέρι, πίνει την πορτοκαλάδα της και χαμογελάει ευχαριστημένη σε όλους μοιράζοντας ευχές από καρδιάς...    

Μαρίνα Γιάννου

Το μόνο σίγουρο...



 Έτσι όπως το απόγευμα εξαφανιζόταν, 
αφήνοντας πίσω το σκοτάδι, 
 η Αλίκη έριξε μια βουτιά στον καθρέφτη, 
 ο Μικρός Πρίγκιπας έχασε την ισορροπία του και κατρακυλούσε στον μικρό του πλανήτη 
 και ο Εγωιστής Γίγαντας έκλαιγε μόνος. 

Εκείνος πάλευε με το παρελθόν που είχε γίνει φάντασμα. 
 Από αυτά τα αστεία, ευτυχώς, 
 που με ένα τρύπιο σεντόνι κι ένα «μπουουου» 
κόβουν βόλτες στις παλιές κωμωδίες. 
Γέλασε. 

 Όμως σκέφτηκε πως 
άλλη μια μέρα έφυγε 
 που δε θα μπορούσε να θεωρήσει τον εαυτό του νικητή. 
Κοιτούσε έξω 
και το μόνο που θα μπορούσε να έχει σίγουρο και δικό του ήταν 
πως για μία ακόμη φορά είχε νυχτώσει…

Γιώργος Γιώτης (24/9/2016)

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Απώλεια ...Ώρα Μηδέν




Κι έρχεται η στιγμή να μετρηθείς με την απώλεια. Εκείνη των αγαπημένων ανθρώπων.
Μπορεί να συμβεί ξαφνικά ή να είσαι έτοιμος από καιρό, αλλά να κάνεις ότι δεν το πιστεύεις.
Σε βρίσκει ανυποψίαστο μια συνηθισμένη μέρα που νομίζεις ότι θα τα προλάβεις όλα και πως τακτοποίησες και την τελευταία λεπτομέρεια στη μάχη με την καθημερινότητα. Κι ύστερα μένεις βουβός, στερεύεις από δάκρυα τόσο πολύ που νομίζεις ότι τέλειωσαν και δε θα βρεις άλλα.
Σε παίρνει ο ύπνος στον καναπέ και δε θες να πας στο κρεβάτι σου, γιατί ο καναπές σε προστατεύει σα μήτρα. Πολλές φορές βλέπεις μαύρο στη δική σου οθόνη , κοιτάς το ταβάνι και δεν είναι πια ίδιο. Ούτε κι εσύ. Πρέπει όμως να συνεχίσεις. Μέχρι να μπουν πάλι τα χρώματα στην οθόνη σου.
Θυμάσαι στιγμές , αριθμούς τηλεφώνων , θυμάσαι χαμόγελα και την ουσία που έκανε διαφορετική τη ζωή σου. Θες να θρηνήσεις . Να βρεις χρόνο. Να σταθείς λίγο στην άκρη της σκηνής , όσο παίζεται το έργο. Κάποιος όμως γύρισε το κουμπί σε fast forward και δεν προλαβαίνεις. Πρέπει να πας σούπερ μάρκετ , να μαγειρέψεις , να πας τα παιδιά στο σχολείο , να λύσεις προβλήματα στη δουλειά, να βρεθείς με άλλους ανθρώπους και γενικά να είσαι κανονικός. Μ' ένα σώμα που αντιδρά σα να το χτύπησε μπουλντόζα στην άκρη του δρόμου. Στέκεσαι πάνω  στην ώρα μηδέν και θες να μιλήσεις. Ποιος έχει χρόνο? Ποιος θα σε πάρει μια αγκαλιά από κείνες που μιλούν μόνο με τη σιωπή? Είσαι μόνος κι απαρηγόρητος. Κι αν αυτό δεν το πεις , έρχεται η απώλεια και φτιάχνει κι άλλες ώρες μηδέν , ακίνητες. Κι ας είναι όλα γύρω που τρέχουν. Σα να βυθίζονται  τα πόδια σου σ' ένα κουβά γεμάτο μπετό κι εσύ δεν μπορείς πια να τρέξεις.
Όχι , δε συνηθίζεται η απώλεια. Δεν είναι ρούχο , να το φοράμε καθαρό. Έχει πόνο , μουδιασμένο κεφάλι κι ένα φόβο μήπως την ώρα που το ρολόι σου δείχνει μηδέν, δεν θα προλάβει  κανείς να είναι εκεί. Μέχρι την ώρα , εκείνη την άλλη, που θα ρυθμίσεις και πάλι το δικό σου restart.
Την  επανεκκίνηση δηλαδή που θ'  ανοίξει τη δική σου αγκαλιά.
Για τα διπλωμένα φτερά και την εξορία απ' τη χαρά , χιλιάδων ανυποψίαστων συνανθρώπων.




Γιώτα Καραγιάννη



Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Κάθε τόσο, κάθε λίγο και ελάχιστο...


  
  Ο θάνατος δεν λογαριάζει τίποτα, παιδιά, μανάδες, οικογένειες, φίλους. Δεν τον νοιάζει αν έχεις τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις σου, αν έχεις κανονίσει να βγεις με την παρέα σου, να πας ένα ταξίδι, αν έχεις χρέη ή αν μόλις αγόρασες καινούργιο αυτοκίνητο. Σκληρός, απρόσωπος, κρύος, απρόβλεπτος... Και μετά σιωπή, να αναρωτιέσαι το πως και το τι και να εξαντλείς όλα τα αν και ας μην έχει πια νόημα μιας και δεν μπορεί να αλλάξει πια η ροή.

  Και είναι κάποιες οι φορές, οι λίγες,  που κάποιοι τον ξεγέλασαν πρόσκαιρα, που τους χαρίστηκε αλλά και τόσες άλλες όμως που δεν έδωσε μια ευκαιρία ακόμα σε εκείνους τους ανθρώπους, τους καλούς, τους αγαπητούς , εκείνους που όλοι θέλουμε γύρω μας, δίπλα μας. Και σκέφτομαι πόσο άδικο είναι, αλλά αυτά τα θέματα δεν έχουν χώρο για δικαιοσύνη.

Συνειδητοποιώ ότι δεν  ζούμε μια φορά, ζούμε κάθε στιγμή, κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε ανάσα, κάθε ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων μας, κάθε τόσο, κάθε λίγο και ελάχιστο...

Αλήθεια έχεις σκεφτεί...

πότε ήταν η τελευταία φορά που γέλασες με την καρδιά σου;

πότε ήταν η τελευταία φορά που τα μάτια σου έλαμψαν από χαρά; 

πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσες πλήρης;

πότε ήταν η τελευταία φορά που βοήθησες κάποιον ανιδιοτελώς;

πότε ήταν η τελευταία φορά που κοίταξες τον ήλιο και ένιωσες τυχερός;

πότε ήταν η τελευταία φορά  που αγάπησες με πάθος τη ζωή σου;



Υ.Γ. Είμαι πολύ μικρή για να πηγαίνω στις κηδείες των φίλων μου.


Μαρίνα Γιάννου

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Μπορντώ



'' Μήπως σας λένε Σταυρούλα ? '' με ρώτησε ξαφνικά ο κύριος με το μπορντώ μπλουζάκι έξω από το πολυσύχναστο καφέ στο κέντρο.
'' Όχι!'' απάντησα μουδιασμένη και περίμενα τη δεύτερη ερώτηση.
'' Α, γιατί έχω ένα ραντεβού στα τυφλά και σκέφτηκα μήπως είστε εσείς...!'' συνέχισε ο κύριος χαμογελώντας εγκάρδια.
'' Φοράω και ίδιο χρώμα με τον τοίχο...!'' είπε σκεφτικός μιας κι η αναμονή της Σταυρούλας ζητούσε κι άλλο χρόνο.
Η δική μου παρέα ήρθε στην ώρα της, περίμενα ήσυχη εξάλλου δίπλα στο φίκο, χαζεύοντας τους περαστικούς. Η συζήτηση απλώθηκε στο ξύλινο τραπεζάκι , ο καφές τέλειωσε πριν το καταλάβουμε κι έκανε στιγμιαία τον ίδιο θόρυβο που έκαναν οι γρανίτες κάποτε στα θερινά τα σινεμά.
Φεύγοντας πήρε το μάτι μου τον μπορντώ κύριο με τη Σταυρούλα να μιλάνε πιο κει , σ' ένα άλλο τραπέζι χωρίς φίκο, μόνο με τα λόγια τα οποία δεν άκουγα , είδα όμως πως σχημάτιζαν ομόκεντρους κύκλους. Ένα μελαχρινό κεφάλι κι ένα ξανθό πλησίαζαν μεταξύ τους, σε ίδια τροχιά προσελήνωσης σε κάποιο άγνωστο ίσως κι ανεξερεύνητο ακόμα πλανήτη. Προχώρησα αφηρημένη ως συνήθως, είχα μπροστά μου το φρέσκο σκηνικό και δε με χάλασαν ούτε οι αστυνομικοί με την παράξενη κινητικότητά τους.
'' Η Σταυρούλα ήρθε !...'' παραλίγο να πω, όμως απλά συνέχισα το δρόμο μου σ' αυτή την πόλη που βρίσκει πάντα τρόπους να ξεγελά τη μοναξιά της, να συζητά γέρνοντας το σώμα μπροστά και να τεστάρει τα χρώματα για να δει τελικά ποιο είναι αυτό που ταιριάζει στην ψυχή της.
Με ομόκεντρους κύκλους όλ' αυτά , χάρτες πορείας για μοναχικούς και άπειρους μπορντώ πλανήτες.

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Κάτι καλό έφυγε...


Κατέβηκες για πρωινό, η θάλασσα λάδι. Δοκίμασες από τον μπουφέ λίγο από όλα με τη σκέψη πως κάποια στιγμή απαραίτητα πριν το μεσημέρι θα έπρεπε να έχεις χωνέψει, να ρίξεις μερικές βουτιές στη θάλασσα, να ξαναφάς, να κοιμηθείς κι όλο αυτό το ντόμινο σωριαζόταν εύκολα με μια μπουκιά ομελέτα παραπάνω. 
Τα χελιδονάκια είχαν τη φωλιά τους πάνω ακριβώς από το κεφάλι σου, τα μικρά τσίριζαν ότι πεινάνε όσο έβλεπαν μαζι τη μητέρα τους, κελαηδούσαν ότι τους λείπει όποτε εκείνη έβγαινε για ψώνια. Λέμε τώρα.
Και μετά βουτιές, βουτιές, βουτιές, βόλτες, βόλτες, βόλτες, ξενοιασιά. Κοίταξες καλύτερα έτσι όπως ξεθόλωναν όλα και σου φάνηκε πως άκουσες τη μουσική στις ελληνικές ταινίες όταν το όνειρο τελειώνει, όταν όλα είναι χειρότερα και σου μένει ένα ανόητο χαμόγελο και μια αδιόρατη αίσθηση πως κάτι καλό έφυγε και... κάτι σου λείπει...
Κι ύστερα έπιασε να βρέχει...

Γιώργος Γιώτης (11/9/2016)

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Τα Ντιιιιιιν

  
 Ξύπνημα, πρωινό, μπουγάδα, σκούπισμα, σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα, μαγείρεμα φυσικά, σκούπισμα ξανά -ρίξανε τα παιδιά ψίχουλα από τα μπισκότα που φάγανε-, μάζεμα παιχνιδιών, μάζεμα άλλων παιχνιδιών, ξανά σφουγγάρισμα -είχε ατύχημα ο μικρός- το γατί νιαουρίζει -τελείωσε το φαγητό του- κι άλλο σκούπισμα -η μικρή πάτησε ένα κομμάτι από μπισκότο που της έπεσε κάτω, να αλλάξω σεντόνια στα κρεβάτια, πλυμένα ρούχα περιμένουν για σιδέρωμα, άπλυτα ρούχα στοιβάζονται -το πλυντήριο κάνει υπερωρίες- κι άλλα παιχνίδια για μάζεμα... Τυπικό πρωινό Σαββάτου...
    ...Και ντιιιιιν το messenger, ποιος με ψάχνει πρωί πρωί; Μια φίλη, να μου πει τα ευχάριστα νέα της. Ντιιιιιν και το στεγνωτήριο, έτοιμα τα ρούχα, να παίρνουν σειρά τα επόμενα... Και μέχρι να το αδειάσω και να το ξαναγεμίσω πάλι ντιιιιν το messenger... Ψιλοκουβεντούλα, τα χτεσινά νέα στα γρήγορα, πόσο μου αρέσει η τεχνολογία κάτι τέτοιες στιγμές. Εκεί που έχεις πήξει, που τρέχεις και μόλις κοντεύεις να τελειώσεις κάτι γίνεται και ξαναρχίζεις από την αρχή, που έχεις βυθιστεί μέσα στον φαύλο κύκλο της καθημερινότητας και των υποχρεώσεων και το μόνο που θες είναι μια αφορμή να λουφάρεις, έστω και για λίγο... Ντιιιιν, ντιιιιν ντιιιιιν, ντιιιιν, κάθε ντιν και ένα λεπτό κοπάνας, ντιιιιν, ντιιιιν, ντιιιιν. 
Ντιιιν "Να πιούμε έναν καφέ στα γρήγορα;"
    Αν ήμασταν Ολλανδοί ποτέ δεν θα γινόταν αυτό, θα έπρεπε να το προγραμματίσουμε μια βδομάδα πριν, να το γράψουμε στο ημερολόγιο του κινητού, ντιιιιιν να μας έρθει υπενθύμιση δύο ώρες πριν, να το επιβεβαιώσουμε και τελικά να βρεθούμε για το συμφωνημένο χρονικό διάστημα. Ντιιιιν, ο χρόνος μας τελειώνει, έχουμε κι άλλα να πούμε αλλά πρέπει να χαιρετηθούμε γιατί στο επόμενο ντιιιιν ο χρόνος μας θα έχει ήδη τελειώσει... Ντιιιιν. 
Δεν είμαστε όμως Ολλανδοί και έτσι κανονίζουμε αυθόρμητα ότι μας έρθει -όπως τότε που πήγα Κρήτη με μια φίλη και το αποφασίσαμε μια ώρα πριν φύγει το πλοίο.
   "Φρέντο καπουτσίνο σκέτο ντεκαφεϊνε παρακαλώ" και στην πρώτη γουλιά έχω ξεχάσει το νοικοκυριό, τις υποχρεώσεις, τα άπλυτα -και τα πλυμένα που κάνουν αναρρίχηση στην σιδερώστρα-  και κυρίως τα ντιιιιν. Δεν υπάρχουν ντιιιν. Υπάρχει μόνο η παρέα, διάβασα κάποτε μια έρευνα που έλεγε πως οι Έλληνες δεν έχουν τόση ανάγκη να πάνε σε ψυχαναλυτές γιατί βρίσκονται με φίλους που τους υποκαθιστούν. Και αντί να λες τα ζόρια σου στον δερμάτινο καναπέ του ψυχοτέτοιου, τα λες στο φιλαράκι σου πίσω από ποτήρια φραπέ -ή φρέντο, το είδος του καφέ δεν έχει και τόση σημασία. 
   Και λέμε, λέμε, και πηδάμε από το ένα θέμα στο άλλο, και λίγο κουτσομπολιό ενδιάμεσα -με καλή διάθεση πάντα-, γελάμε, πιάνουμε τα σχολικά,νούμερο ένα θέμα συζήτησης αυτές τις μέρες στους εκπαιδευτικούς κύκλους και κάνενα ντιιιιν δεν διακόπτει τη "συνεδρία" μας. Και τελειώνει ο καφές, αυτά που έχουμε όμως να πούμε δεν τελειώνουν ποτέ και λέμε λέμε, μέχρι που διαπιστώνουμε πως τα μαγαζιά θα κλείσουν σε λίγο και δεν θα προλάβουμε να κάνουμε καμία από τις δουλειές, για τις οποίες βγήκαμε από το σπίτι και λέμε να φύγουμε αλλά είκοσι λεπτά μετά είμαστε ακόμα εκεί, κάποιος να μας διώξει, ντιιιιν, ντιιιιν, αλλιώς θα μείνουμε ως το βράδυ...
Γυρνάω σπίτι, ντιιιιν το πλυντήριο, ντιιιιιν το στεγνωτήριο, ντιιιιν τα παιδιά ρίχνουν κάτω νερά, αλλά τι πειράζει; Ένα δίωρο αρκεί, για να μπουν όλα τα ντιιιιν σε τάξη και ο ήχος τους να ξεθυμάνει και να καλυφθεί από τα γέλια και την πολυλογία, να πνιγεί από την υπέροχη πια διάθεση, και να πάψουν να ακούγονται...  
   Και όταν θα ξαναρχίσουν να ακούγονται, θα έρθει και εκείνο το διαφορετικό ντιιιιν, σε άλλο τόνο, να σπάσει τη μονοτονία, να σε στροβιλίσει, να σε ταρακουνήσει και να σιγοψυθιρίσεις:

Μέτρησα τον κόσμο δυο φορές

μέσα στα απλά ειν’ τα ωραία
όπως όταν είμαστε παρέα
τι καλό που κάνει ένας καφές

Μαρίνα Γιάννου

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Άρωμα

 

Στη χώρα μου ακόμα η διαπλοκή αγοράζει άδεια για τηλεοπτικό σταθμό , εκείνη χαμογελά πλατιά για τις επιτυχίες της, ενώ στην επόμενη σκηνή τα γεροντάκια παραμιλούν απ' την απόγνωση με τα κομμένα λεφτά και τα τρεμάμενα χέρια. Χορός εκατομμυρίων μπροστά μας κι αμέσως μετά η σύνταξη χαρτζιλίκι. Στη χώρα μου οι νοικοκυραίοι έγιναν φτωχοί μ' ένα νόμο κι οι φτωχοί φτωχότεροι με τον ίδιο νόμο. Τώρα θα δώσει η χώρα μου χρήματα που δεν έχει, στον κόσμο που τα χρειάζεται. Σαν τη βοήθεια που στέλνουν μ' ελικόπτερα σε βομβαρδισμένες πόλεις . Μετά.
Οι νέοι άνθρωποι χρειάζονται προυπηρεσία για να δουλέψουν αλλά στη χώρα μου δουλειές δεν υπάρχουν . Κατεβαίνεις έναν πολυσύχναστο δρόμο και παρελαύνουν τα κλειστά μαγαζιά το ένα μετά το άλλο μιας κι ένα στα τέσσερα δουλεύει. Οι δάσκαλοι θα δουλεύουμε εκ περιτροπής το ολοήμερο για οικονομία και θα ζεσταίνουμε στο φούρνο μικροκυμάτων το μεσημεριανό τάπερ, ενώ το πρωί θα μαθαίνουμε στα παιδιά Γλώσσα κι Αριθμητική με project. 
Οι ελεγκτές στη χώρα μου κατεβάζουν παιδιά απ' το λεωφορείο για 1,40 και μερικές φορές αυτά τα παιδιά ξαπλώνουν χάμω και δε σηκώνονται ποτέ. Η ζωή μας χρειάζεται διακανονισμό πια, γραφειοκρατία και μεγάλη υπομονή. Εντάξει , δε γίναμε και Βενεζουέλα με τις επιθέσεις στο ψωμί αλλά στ' αλήθεια πονάει πολύ και το στομάχι γίνεται ένας κόμπος σφιχτός κάθε φορά που ένας δρόμος παραδίδεται στην κυκλοφορία κι ύστερα τον πληρώνεις ακριβά μέχρι να πεθάνεις. Την ίδια ώρα που κλείνουν συνεχώς εκείνοι οι άλλοι δρόμοι , επιλογές λέγονται και σε πάνε σε ξέφωτο για να σκεφτείς , να ονειρευτείς και να δημιουργήσεις. 
Έχω λοιπόν ένα κόμπο στο στομάχι από προχθές κι όλα τα αρμυρίκια μαζί με τις θάλασσες του καλοκαιριού κάνουν φιλότιμη προσπάθεια για να τον λύσουν.
Ανθρωπιστικά.
Χωρίς διαπλοκή.
Χωρίς τρεμάμενα χέρια.
Μόνο με το άρωμα. 
Αυτό που σε μεθάει απ' το μικρό μπουκάλι.
Για να μην πονάς.



Γιώτα  Καραγιάννη