Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Αρλέτα




Όταν έμαθα το δυσάρεστο νέο, ήμουν στο νησί. Έκλαψα σαν να έφυγε δικός μου άνθρωπος. 
Το ''Μια φορά θυμάμαι '' ήταν ο λόγος για ν' αρχίσω να γρατζουνάω μια κιθάρα. Εφηβεία.Το κασετόφωνο έπαιζε συνέχεια τραγούδια της Αρλέτας και διέλυε κάθε ομίχλη που έμπαινε από παντού στο σπίτι. Άκουγα για το καμάρι της αυγής που πανηγύρια πέρασε στην αγκαλιά των κοριτσιών , για ένα αγόρι που έγινε αναφιλλητό, για τα ηλιοτρόπια και τα όνειρα που γίνονταν δυο σταλαγματιές πικρή δροσιά. Γέλασα πολύ με τη Σερενάτα, δάκρυσα κάτι απογεύματα που κλέψαν την άνοιξη, ονειρεύτηκα με τα μικρά παιδιά που κρατούνε στο χέρι τους σαν το μύλο το χάρτινο τις ελπίδες μας κι ερωτεύτηκα με το ''Φώναξέ με αγάπη, φώναξέ με...'' Η δική μου εφηβεία. Δέκα φίλοι , δέκα στρατιώτες κι ο λοχαγός της Αρλέτας. Όλο μου το βιος. Κι απέναντί μου ο κακός εχθρός. Κι όταν τις άδειες νύχτες όλοι μιλούσαν για τη βροχή, η καρδιά κρατούσε μόνο τη συννεφιά κι έναν καημό. Τον δικό μου καημό. Κάθε φορά που έφτιαχνε η απογοήτευση τα δικά της σχήματα στο τετράδιο. Κι όταν έκανε κρύο κι όταν βράδιαζε, η Αρλέτα ήταν πάντα εκεί. Σαν φίλη παιδική. Αφοσιωμένη. Να τραγουδάει γλυκά την ευαισθησία και να σκεπάζει μέσα μου την ασχήμια του κόσμου. Τότε που ακολουθούσα με ονειροπόλο ύφος, οτιδήποτε μύριζε επανάσταση. Τώρα εκείνη έφυγε μίλια μακριά, τώρα άνοιξε τα δικά της φτερά κι είναι πια η φωνή της ένα σπουργίτι που πετάει για το νοτιά. Κάποιος με ρώτησε κάποτε  '' Σου έχει συμβεί ποτέ, να κλάψεις έτσι απλά, από μεγάλη συγκίνηση, χωρίς να ξέρεις απαραίτητα το λόγο?'' ''Ναι...'' ψιθύρισα τότε σιγά. Για να συμπληρώσω χρόνια αργότερα, πολύ πιο μετά και με απίστευτη σιγουριά πως γι' αυτό ακριβώς αγαπούσα την Αρλέτα. Επειδή εκείνη ήξερε πάντα το λόγο.


Γιώτα Καραγιάννη



Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

Το Λιμανάκι

Το σπίτι μου βρίσκεται στο μεσο της οδού, απόσταση λιγότερη από 300 μέτρα από τη θάλασσα. Χρειάζομαι λιγότερο από πέντε λεπτά για να φτάσω στην παραλία αλλά συνήθως μου παίρνει δεκαπέντε. Κάθε πόρτα και μια καλημέρα, αλλού θα πω λίγες κουβέντες παραπάνω, χαμόγελα, σχόλια για τον καιρό, κανένα φρέσκο κουτσομπολιό και τελικά φτάνω. Απέναντι βλέπω την νότια Εύβοια και πιο δεξιά στο βάθος διακρίνεις Άνδρο και Τζια. "Είμαστε στο ανοιχτό πέλαγος για αυτό είναι καθαρά τα νερά μας" λέγανε από παλιά οι μεγαλύτεροι...
Στο τέλος του δρόμου μου λοιπόν, λιγάκι αριστερά, βρίσκεται το Λιμανάκι. Ένας μικρός κολπίσκος με βότσαλα περιτριγυρισμενος από άγρια βράχια, τα δεξιά και τα αριστερά βραχακια λέγαμε όταν ήμασταν πιτσιρίκια. Το Λιμανάκι δεν έχει καμία σπάνια ομορφιά, ένα μικρό μωλο εχει στη μέση και τίποτα άλλο. Δεν έχει καντίνα, ξαπλώστρες ή ομπρέλες. Όποιος θέλει τέτοιες ανέσεις πρέπει να κουβαλήσει τα δικά του. Αν ανέβεις στον μεγάλο βράχο αριστερά καταλαβαίνεις από που πήρε το όνομα του. Οι δέστρες πάνω στα βράχια και η μικρή γλίστρα μαρτυρούν ότι αυτό το σημείο χρησιμοποιείται για λιμανάκι. Παλιά, όχι τώρα. Τώρα δεν έχει βαρκούλες. Όταν ήμουν μικρή, γιατί εγώ εδώ, στο Λιμανάκι μεγάλωσα, ήταν πάντα η κόκκινη βαρκούλα που λεγόταν Λιάνα και η ασπροπρασινη που λεγόταν Αντζυ-Μαιρη. Σκαρφαλωναμε, μπαίναμε μέσα και παίζαμε τους πειρατές, τους ψαράδες, τους ναυτικούς. Άλλες φορές κουναγαμε τις βάρκες σαν να έχει θαλασσοταραχή και από καπεταναίοι γινόμασταν ναυαγοί...
Εγώ, λοιπόν, άλλη θάλασσα δεν γνώρισα ως παιδί πέρα από το Λιμανάκι. Βρεφακι έκανα το πρώτο μου μπάνιο εδώ. Δεν είχα κλείσει τα τέσσερα όταν ανακάλυψα πως μπορώ να κολυμπάω χωρίς μπρατσακια και αμέσως πήγα να βρω τη γιαγιά που κολυμπούσε στα ανοιχτά. Και ύστερα το Λιμανάκι απέκτησε ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον καθώς άρχισα να κάνω βουτιές από τον μώλο. Και όσο μεγάλωνα εξελισσομουν σε δεινή κολυμβήτρια και άριστη καταδυτρια. Έκανα τις καλύτερες βουτιές, μπόμπες, με το κεφάλι, περιστροφές, τούμπες στον αέρα... Μου άρεσε πολύ να κολυμπάω όμως και τότε ήρθε το δώρο, μάσκα, αναπνευστηρας και βατραχοπεδιλα. Ένας νέος κόσμος ήταν εκεί για μένα. Ατελείωτες ώρες μουλιαζα στο νερό εξερευνώντας το βυθό. Ψάρια, κοχύλια, αχινοί, χελώνες χταπόδια, σφουγγάρια τόσο εντυπωσιακά όλα...
Μεγάλωσα, έκανα πολλά χρόνια να πάω στο Λιμανάκι. Μα όταν πήγα ήταν όλα εκεί, ο μωλος, τα βραχακια, οι παλιοί φίλοι, τόσο γνώριμα όλα, τόσο οικεία, τόσο δικά μου. Ξαναγινα το καταμαυρο αδύνατο κοριτσάκι με τα μπλεγμένα μαλλιά και τα μελανιασμενα χείλη που έτρεμε από το κρύο αλλά δεν έλεγε να βγει. Ένιωσα πραγματικά ο εαυτός μου. Έκατσα στα βότσαλα, κοίταξα τα καβουράκια στο κουβαδάκι της κόρης μου, θυμήθηκα το δικό μου πράσινο κουβαδάκι, θυμήθηκα την μπλε πετσέτα με τους γαλάζιους κύκλους που έστρωνα κάτω και καθόλου δεν με πείραζε τότε, τώρα στρώνω μια πολύχρωμη. Ξέρω κάθε γωνιτσα, κάθε βραχάκι, κάθε βότσαλο, ξέρω τα ρεύματα, τις κρυψώνες των χταπόδιων, που να πατήσεις για να ανέβεις στα βράχια, που να βουτήξεις... Θα μπορούσε να είναι η αυλή του σπιτιού μου....
Και όταν βλέπω τις μεγάλες κυρίες που έρχονται καθημερινά σκέφτομαι πως τις ξέρω από πάντα, εδώ τις βρήκα... "Έτσι θα 'μαστε και εμείς" λέω στη φιλενάδα μου και σκάμε στα γέλια.
Ένα μέρος είναι υπέροχο όχι μόνο λόγω του φυσικού του κάλλους αλλά και λόγω των υπέροχων στιγμών που τόσο απλόχερα σου πρόσφερε.

Μαρίνα Γιάννου

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

Σίκινος


Ο κύριος Παύλος μας περίμενε στο λιμάνι. Ανεβήκαμε μια πέτρινη σκάλα και φτάσαμε στα δωμάτια. Όταν νύχτωσε άνοιξα την μπλε πόρτα κι έπεσα πάνω στα φωτισμένα σπιτάκια και στο φεγγάρι. Μια κίνηση μόνο και το έπιανα. Στο μικρό μπαλκονάκι μια πήλινη γλάστρα με δυόσμο και βασιλικό σκορπούσε αρώματα. Η Αλοπρόνοια έστρωνε την άμμο κάθε μέρα, πρόσεχε τα δεμένα καίκια και ηρεμούσε τη θάλασσα για τις βουτιές των επισκεπτών. Ύστερα κερνούσε καφεδάκι στο Λουκά με τα μπλε καθίσματα. Κέντρο συνάντησης του νησιού, το μάρκετ της κυρίας Φλώρας με το ευγενικό χαμόγελο. Για μικρές λιχουδιές στο Μαρκόνι και για χειροποίητα γλυκά της κυρίας Δήμητρας, το Ανέμελο στη Χώρα. Το καίκι που κάνει συνήθως το γύρο του νησιού, φέτος δεν κουνήθηκε. 'Πάθαμε μεγάλη ζημιά!' έλεγαν οι ντόπιοι. Ένα πρόβλημα με τα χαρτιά στο Λιμεναρχείο, ακινητοποίησε το πλεούμενο και μαζί και τον καπετάνιο του. Φτάσαμε στον Άη- Γιώργη με αυτοκίνητο. Μια παραλία με αρμυρίκια και ταβερνάκι στη θάλασσα. Χόρταινα μπλε κι έβλεπα κάτω το βυθό. Την παραλία του Μάλτα δεν την είδαμε. Τα πολιτιστικά μονοπάτια του νησιού κρατάνε το ενδιαφέρον των περιπατητών. Σε πρώτη θέα οι πέτρινες πεζούλες ή αλλιώς ''τα λουριά '' όπως τα λένε. Μια επίσκεψη στο Οινοποιείο μας άφησε μεγάλο σεβασμό για τη σκληρή δουλειά του αμπελιού και μια γεύση απ' το ροζέ κρασί Μάναλης. Η  Φολέγανδρος απέναντι  άναβε σιγά σιγά τα φώτα της. Το λεωφορείο του νησιού ανεβοκατέβαινε αγκομαχώντας κάθε μία ώρα. Ένα τρακάρισμα στην μπροστινή του πλευρά, σαν τραύμα απ' τις πολλές διαδρομές , το έκανε ακόμα πιο συμπαθητικό. Στη Χώρα ανέβηκα πολλές φορές, έβλεπα θάλασσα από παντού, ασβεστωμένα δρομάκια και ψάθινες καρέκλες κάτω από κληματαριές. Κάποτε το νησί ευημερούσε, το σχολείο είχε εκατόν εξήντα παιδιά και τώρα έχει μόνο τρία. Έφυγαν όλοι. Μόνο διακόσιες ψυχές στέκονται εκεί σαν βράχοι, χειμώνα καλοκαίρι, να κρατάνε στα χέρια τους την ανάσα του τόπου. Σ' αυτές τις ψυχές αφιέρωσε συγκινημένος το πανηγύρι στην Παντάνασα το δεκαπενταύγουστο, ο δήμαρχος του νησιού. Ένας νέος άνθρωπος που τον έβλεπα σχεδόν καθημερινά, παντού. Άφθονο κρασί, ψωμάκια και κίτρινο τυρί μέσα σε καλάθια της προσφοράς. Για τη γιορτή. Ο Οικονομίδης με το βιολί του έπαιζε αγγέλους, και το λαγούτο με το σαντούρι τους γλύκαιναν. Η φωνή της Σπανού μ' έβαζε συνέχεια σ' ένα καράβι για το Αιγαίο. Ταξίδι ατέλειωτο. Όλοι μια αγκαλιά, πολλοί κύκλοι χορευτικοί και χαμογελαστοί, ακόμα και την ώρα που έπαιξε βιολί και τραγούδησε ο παπα - Θόδωρος. Φύγαμε σχετικά νωρίς, δεν θέλαμε, αλλά την επόμενη μέρα είχαμε ταξίδι με αρκετά μποφώρ. Πήρα μαζί μου τις μαγευτικές εικόνες, το μοναστήρι της Αγίας Άννας με τη λιγνή φιγούρα της αεικίνητης μοναχής, την πέτρα πάνω στην πέτρα που είναι χτισμένη η Σίκινος και το εκκλησάκι του Ελύτη. Όταν χαιρέτησα, είπα με σιγουριά ''Θα ξανάρθουμε!'' 'Ένιωσα ένα σφίξιμο στο χέρι και στην καρδιά μ' εκείνο το ''Θα σας περιμένουμε!'' λες και το έλεγαν μακρινοί συγγενείς. Όταν έφυγε το πλοίο, μ' εμάς μέσα, δεν βγήκα καθόλου να δω το λιμάνι. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι αποχαιρετισμοί. Ήθελα ν' ακούω από μακριά τις χαρούμενες φωνές των παιδιών που βουτούσαν στ' απόνερα. Ήθελα να είμαι κι εγώ λιτή κι απέριττη. Όπως ακριβώς είναι και η ψυχή του νησιού αυτού.  

Γιώτα Καραγιάννη

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

Αποξηραμένα συκα

Τα σύκα είναι γνωστά από την αρχαιότητα και φαίνεται ότι πρωτοκαλλιεργήθηκαν στην Αίγυπτο από όπου μεταφέρθηκαν στην Κρήτη και την υπόλοιπη Ελλάδα, γύρω στο 1500 π.Χ. H θρεπτική τους αξία είχε αναγνωριστεί από τους αρχαίους Έλληνες, αιώνες πριν από την επιστημονική κοινότητα, καθώς οι αθλητές των Ολυμπιακών Αγώνων κατανάλωναν πριν τα αγωνίσματα φρέσκα, αλλά και ξηρά σύκα.

Τα σύκα αποτελούν την καλύτερη φυτική πηγή ασβεστίου και φυτικών ινών. O Αμερικανικός Σύλλογος Διατροφής έχει καθορίσει ότι το αποξηραμένο σύκο είναι πλουσιότερο σε φυτικές ίνες, βιταμίνη Κ, χαλκό, μαγγάνιο, κάλιο, μαγνήσιο και ασβέστιο σε σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες.
Περιέχουν φυσικά και πολλά άλλα θρεπτικά συστατικά σε μικρότερες ποσότητες. Από αυτά ξεχωρίζουν τα αντιoξειδωτικά συστατικά, η βιταμίνη C, τα φλαβονοειδή και οι πολυφαινόλες. Συνεπώς τα σύκα είναι πασίγνωστα για τις υπακτικές και τις αντιοξειδωτικές τους ιδιότητες. Τέλος, ο σίδηρος, ο φώσφορος και το φυλλικό οξύ μπορούν να προσληφθούν από τα σύκα σε ικανοποιητικές ποσότητες

Φυσικά όλα αυτά τα αγνοούσα όταν τα καυτά μεσημέρια του Ιουλίου καθόμουν κάτω από τον ίσκιο της συκιάς μας και μίλαγα στους νόστιμους καρπούς. "Άντε συκαλακια μου γλυκά, να σας κάνω μια χαψια". Και όταν η φλούδα τους έπαιρνε αυτό το υπέροχο μοβ χρώμα, τότε καταλάβαινα πως είναι έτοιμα. "Γιαγιά γίνανε τα σύκα" φώναζα όλο χαρά και έδινα το σύνθημα σε όλη τη γειτονιά να ξεκινήσουμε τα μαζεματα. Τα χαμηλά εύκολα τα μαζεύαμε, για τα ψηλότερα όμως η γιαγιά επιστρατευε εμένα. Μικροκαμωμένη, ευλύγιστη και ευκίνητη σκαρφαλωνα καθημερινά με επιδεξιότητα στα κλαδιά του ψηλού δέντρου και γέμιζα σακούλες με τους μελενιους καρπους. "Κοίτα το κάθαρμα πώς ανεβαίνει έλεγε η θεία μου που έμενε δίπλα και με ζητούσε δανεική να μαζέψω και τα δικά της ψηλά. Τελικά πήγαινα σε τουλάχιστον 5-6 σπίτια καθημερινά. "Καθάρισε τα όλα Μαρινακι" και όταν κατέβαζα τις φορτωμένες τσάντες οι ιδιοκτήτες των δέντρων χαμογελούσαν ευχαριστημένοι. "Αύριο πάλι σε περιμένουμε" έλεγαν και με φιλευαν τάπερ και σακουλάκια γεμάτα σύκα. "Αυτά να φας, είναι καλύτερα από της γιαγιάς σου, πιο γλυκά, να πάρεις και κανένα δράμι, φτερό στον άνεμο εισαι". Και εγώ επεστρεφα στη γιαγιά μου με την πληρωμή μου που πολύ την ευχαριστιόταν και με μπουκωνε αυστηρά με τα δικά μας σύκα που φυσικά ήταν τα καλύτερα του γαλαξία γιατί μόνο αυτή περιποιόταν τη συκιά τόσο καλά, ηξερε από το χωριό της, ενώ όλοι οι αλλοι γειτονοι ζούσαν στην άγνοια.
Υποχρεωτικά τρώγαμε τουλαχιστον 6 σύκα τη μέρα, 2 πριν το πρωινό μπάνιο, 2 μετά το μεσημεριανό φαγητό και 2 πριν το απογευματινό μπάνιο, για να έχουμε ενεργεια. "Άνοιγε το μην έχει σκουλήκια" έλεγε και μόλις έβλεπε το ζωηρό κόκκινο χρώμα της σάρκας του φρούτου χαμογελούσε ικανοποιημένη "Σαν διαμάντι, μέλι, μέλι, τα δικά μας τα σύκα είναι τα καλύτερα". Όποιος ήθελε επιπλέον, μπορούσε να φάει ελεύθερα, κάτι που δεν ίσχυε με το καρπούζι ή το πεπόνι, μάλλον επειδή τα αγόραζε.
Στο τέλος της βδομάδας χωρίζαμε τα σύκα σε 3 κατηγορίες. Αυτά που τρώγονταν, τα πιο μεγάλα παραγινωμενα που θα γίνονταν μαρμελάδα και τα πιο μικρά παραγινωμενα που θα τα ξεραιναμε στον ήλιο. "Να βγάλουμε το χειμώνα μας" έλεγε, σαμπως τα σύκα ήταν το μυστικό φάρμακο της μακροζωίας.
Μαρμελάδα όλοι φτιάχνανε, αποξηραμένα σύκα μόνο η γιαγιά μου τα πετύχαινε. "Όλη μου τη ζωή ξεραινω σύκα, τόσα μυστικά που ξέρω που να με φτάσουν αυτές εδώ" έλεγε υποτιμητικά για τις γειτόνισσες που θαύμαζαν τις αρμαθιές με τα σύκα μας.
Πρώτα πρώτα βραζαμε νερό με χυμό λεμονιού και ζεματιζαμε 3 λεπτά τα σύκα. "Άμα δεν τα ζεματισεις δεν αποστειρωνονται και γεμίζουν σκουληκι" έλεγε και αναρωτιέμαι αν ακόμα και τώρα έχει ιδέα τι είναι η αποστείρωση. Στη συνέχεια τα απλώναμε σε δίσκους με απορροφητικά πανιά "να τραβήξουν τα πολλά ζουμια". (Τώρα απλώνω χαρτί κουζίνας, βαριέμαι να πλένω τα πανιά). Μία ώρα κράταγε το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας και εμείς τότε ετοιμάζαμε τα ταψιά. Τα πλεναμε και τα απολυμαιναμε με ξίδι. Τα σκουπιζαμε και στη συνέχεια τα αφήναμε στον ήλιο να σκοτωθούν και τα τελευταία μικρόβια.
Ύστερα απλωναμε μέσα τα σύκα σε κυκλική φορά και σκεπαζαμε τα ταψιά με τούλια, που ευλαβικά φύλαγε η γιαγιά μου από μπομπονιέρες γάμων και βαπτίσεων, τα οποία τεντωναμε καλά και στηρίζαμε με μανταλάκια. Απο εδώ και πέρα αναλάμβανα εγώ δουλειά. Κάθε μέρα, δύο φορες, μία πριν το πρωινό μπάνιο και μια πριν το απογευματινό, γύριζα τα σύκα. Το βράδυ έπρεπε να φέρνω τα ταψιά μέσα στο σπίτι για να μην "υγρασιστουν και πάει τζάμπα η μέρα". Την τρίτη μέρα έπλενα τα ταψιά και ξανατοποθετουσα μέσα τα σύκα που ήδη είχαν αφυδατωθεί αρκετά. Την έβδομη μέρα ήταν έτοιμα, έπλενα τα ταψιά για τα νεα σύκα της εβδομάδας. Η γιαγιά μου τα έκανε αρμαθιές και τα κρεμαγε στο ταβάνι της αποθήκης για μερικές μέρες. Κατόπιν αποστειρωναμε βάζα, τοποθετούσαμε στον πάτο φύλλα δάφνης, που διώχνει τα ζουζούνια, για αυτό και συχνά σφουγγαριζε με δαφνονερο, μια σειρά σύκα, φύλλα δάφνης, σύκα και ούτω καθεξής μέχρι να γεμίσει το βάζο. Πολλά βάζα τα δώριζε στις γειτόνισσες, για να τις ευχαριστήσει ή και για να τους μπει λιγακι στο μάτι. Σαν μωρό η γιαγιά μου τρελαινόταν να την επιβραβεύουν για τα κατορθώματα της.
Δυστυχώς η συκιά μας γερασε και σταμάτησε να δίνει μελενιους καρπούς, μόνο κάτι ρυτιδιασμενα ανοστα σύκα με μαυρισμένη σάρκα που καθόλου δεν έμοιαζε με διαμάντι, πολλα απο αυτα σκουλήκιασμένα. "Παλιογρια, τεμπελιαζεις. Εμένα να κοιτάς που στα 85 μου δεν σταματάω" είπε η γιαγιά και την έκοψε από την ρίζα.

Η γειτόνισσα μου φέρνει καθημερινά σύκα. Τρώω πολλά, 6 κάθε μέρα, λες και δεν θέλω να χαλάσω τις παραδόσεις του σπιτιού. Αυτά που έμειναν αποφάσισα να τα ξερανω. Πάνε 20 χρόνια από την τελευταία φορά... Και όταν ετοιμαστούν τα βάζα, ένα από αυτά θα πάει στην γιαγιά, στα 90 της πια χρόνια σαν να την ακούω. "Τώρα είμαι εγώ η παλιογρια, αλλά σου φυτεψα άλλη συκιά που μεγαλώνει γρήγορα και θα έχεις τα πιο νόστιμα σύκα από όλους" Και όταν δοκιμάσει σίγουρα κάτι θα βρει να μου πει, κάποιο λάθος ή παραλειψη, κι ας ξέρει μέσα της πως είναι ακριβώς ίδια με τα δικά της νόστιμα αποξηραμένα σύκα...

Μαρίνα Γιάννου