Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

Σίκινος


Ο κύριος Παύλος μας περίμενε στο λιμάνι. Ανεβήκαμε μια πέτρινη σκάλα και φτάσαμε στα δωμάτια. Όταν νύχτωσε άνοιξα την μπλε πόρτα κι έπεσα πάνω στα φωτισμένα σπιτάκια και στο φεγγάρι. Μια κίνηση μόνο και το έπιανα. Στο μικρό μπαλκονάκι μια πήλινη γλάστρα με δυόσμο και βασιλικό σκορπούσε αρώματα. Η Αλοπρόνοια έστρωνε την άμμο κάθε μέρα, πρόσεχε τα δεμένα καίκια και ηρεμούσε τη θάλασσα για τις βουτιές των επισκεπτών. Ύστερα κερνούσε καφεδάκι στο Λουκά με τα μπλε καθίσματα. Κέντρο συνάντησης του νησιού, το μάρκετ της κυρίας Φλώρας με το ευγενικό χαμόγελο. Για μικρές λιχουδιές στο Μαρκόνι και για χειροποίητα γλυκά της κυρίας Δήμητρας, το Ανέμελο στη Χώρα. Το καίκι που κάνει συνήθως το γύρο του νησιού, φέτος δεν κουνήθηκε. 'Πάθαμε μεγάλη ζημιά!' έλεγαν οι ντόπιοι. Ένα πρόβλημα με τα χαρτιά στο Λιμεναρχείο, ακινητοποίησε το πλεούμενο και μαζί και τον καπετάνιο του. Φτάσαμε στον Άη- Γιώργη με αυτοκίνητο. Μια παραλία με αρμυρίκια και ταβερνάκι στη θάλασσα. Χόρταινα μπλε κι έβλεπα κάτω το βυθό. Την παραλία του Μάλτα δεν την είδαμε. Τα πολιτιστικά μονοπάτια του νησιού κρατάνε το ενδιαφέρον των περιπατητών. Σε πρώτη θέα οι πέτρινες πεζούλες ή αλλιώς ''τα λουριά '' όπως τα λένε. Μια επίσκεψη στο Οινοποιείο μας άφησε μεγάλο σεβασμό για τη σκληρή δουλειά του αμπελιού και μια γεύση απ' το ροζέ κρασί Μάναλης. Η  Φολέγανδρος απέναντι  άναβε σιγά σιγά τα φώτα της. Το λεωφορείο του νησιού ανεβοκατέβαινε αγκομαχώντας κάθε μία ώρα. Ένα τρακάρισμα στην μπροστινή του πλευρά, σαν τραύμα απ' τις πολλές διαδρομές , το έκανε ακόμα πιο συμπαθητικό. Στη Χώρα ανέβηκα πολλές φορές, έβλεπα θάλασσα από παντού, ασβεστωμένα δρομάκια και ψάθινες καρέκλες κάτω από κληματαριές. Κάποτε το νησί ευημερούσε, το σχολείο είχε εκατόν εξήντα παιδιά και τώρα έχει μόνο τρία. Έφυγαν όλοι. Μόνο διακόσιες ψυχές στέκονται εκεί σαν βράχοι, χειμώνα καλοκαίρι, να κρατάνε στα χέρια τους την ανάσα του τόπου. Σ' αυτές τις ψυχές αφιέρωσε συγκινημένος το πανηγύρι στην Παντάνασα το δεκαπενταύγουστο, ο δήμαρχος του νησιού. Ένας νέος άνθρωπος που τον έβλεπα σχεδόν καθημερινά, παντού. Άφθονο κρασί, ψωμάκια και κίτρινο τυρί μέσα σε καλάθια της προσφοράς. Για τη γιορτή. Ο Οικονομίδης με το βιολί του έπαιζε αγγέλους, και το λαγούτο με το σαντούρι τους γλύκαιναν. Η φωνή της Σπανού μ' έβαζε συνέχεια σ' ένα καράβι για το Αιγαίο. Ταξίδι ατέλειωτο. Όλοι μια αγκαλιά, πολλοί κύκλοι χορευτικοί και χαμογελαστοί, ακόμα και την ώρα που έπαιξε βιολί και τραγούδησε ο παπα - Θόδωρος. Φύγαμε σχετικά νωρίς, δεν θέλαμε, αλλά την επόμενη μέρα είχαμε ταξίδι με αρκετά μποφώρ. Πήρα μαζί μου τις μαγευτικές εικόνες, το μοναστήρι της Αγίας Άννας με τη λιγνή φιγούρα της αεικίνητης μοναχής, την πέτρα πάνω στην πέτρα που είναι χτισμένη η Σίκινος και το εκκλησάκι του Ελύτη. Όταν χαιρέτησα, είπα με σιγουριά ''Θα ξανάρθουμε!'' 'Ένιωσα ένα σφίξιμο στο χέρι και στην καρδιά μ' εκείνο το ''Θα σας περιμένουμε!'' λες και το έλεγαν μακρινοί συγγενείς. Όταν έφυγε το πλοίο, μ' εμάς μέσα, δεν βγήκα καθόλου να δω το λιμάνι. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι αποχαιρετισμοί. Ήθελα ν' ακούω από μακριά τις χαρούμενες φωνές των παιδιών που βουτούσαν στ' απόνερα. Ήθελα να είμαι κι εγώ λιτή κι απέριττη. Όπως ακριβώς είναι και η ψυχή του νησιού αυτού.  

Γιώτα Καραγιάννη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου