Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Στην εξοχή...

Το λεωφορείο έκανε περίπου μιάμιση ώρα να φτάσει στο εξοχικό και κατέβαιναμε με πονοκέφαλο από το θόρυβο και το κούνημα. "Ούτε το καΐκι του αδερφού μου στο χωριό δεν κούναγε έτσι" έλεγε η γιαγιά.
Φτάναμε σπίτι. Με το που άνοιγε η πόρτα ξεκινούσαν και οι δουλειές, οι καλοκαιρινές. "Δεν ήρθαμε για να καθόμαστε, έχουμε δουλειές, τι νόμιζες πως θα σε έχω εδώ ξάπλα όλη μέρα; Σήκω, άσε τα παιχνίδια". Και άφηνα πίσω τις κούκλες με τα λουλουδιαστά φορέματα και σηκωνόμουν...

Πρώτα έπρεπε να βγάλουμε έξω όλα τα σεντόνια και τις κουβέρτες και να τα απλώσουμε στον ήλιο, για να πεθάνουν τα μικρόβια και να φύγει η μυρωδιά του χειμώνα. Και γέμιζαν τα σκοινιά της αυλής, τα έβλεπε η γειτόνισσα απέναντι και έπαιρνε σήμα, ότι ήρθαμε. "Καλό καλοκαίρι, καλώς ήρθατε" φώναζε από την αυλή της. Και έτρεχε η γιαγιά να πιει τον πρώτο καλοκαιρινό καφέ και να πούνε τα νέα τους.
Και ύστερα έπρεπε να πλύνουμε τις αυλές και τις βεράντες. Έπαιρνα το λάστιχο και τη σκούπα, έριχνα νερό και σκουπίζα τις σκανταλιές του χειμώνα. Και αφού στέγνωναν, έπρεπε να τις περάσουμε και δεύτερο και τρίτο χέρι για να είναι καθαρά. "Πως θα ασβεστώσουμε άμα δεν λάμπουν"; Και δωσ'του έριχνε νερά η γιαγιά και εγώ τα σκουπίζα τρίβοντας με μανία τα μωσαϊκά και τα τσιμέντα.
Κι όταν όλα λάμπανε πήγαινε η γιαγιά στην γειτόνισσα που είχε τηλέφωνο, έδινε ένα πενηνταράκι το αντίτιμο και τηλεφωνούσε στον κυρ Νίκο να της φέρει 3 τσουβάλια ασβέστη.
Τέσσερις μέρες κράταγε το ασβέστωμα. Πρώτα περνάγαμε με τον αραιό ασβέστη, να ποτίσει τους τοίχους, τα τσιμέντα και τους κορμούς των δέντρων. "Βάζε μπόλικο" φώναζε η γιαγιά. Και βούταγα τη βούρτσα στη σκάφη με τον ασβέστη και πέρναγα τους τοίχους και τις μάντρες. Η γιαγιά φρόντιζε τους κορμούς και τις αυλές, γιατί ήθελε να κάνει σχέδια στο πλατύσκαλο.
Και αφού στέγνωνε το πρώτο χέρι, ετοιμάζαμε το επόμενο, πιο παχύς ασβέστης. Και ξανά από την αρχή τοίχους, μάντρες, τσιμέντα, αυλές και κορμούς. "Μπράβο Μαρίνα νοικοκυρά" φώναζε η γειτόνισσα απέναντι. Κι εγώ έβλεπα τη θάλασσα και ανυπομονούσα να τελειώσω τα ασβεστώματα και να πάω να βουτηξω με τη μάσκα μου και να χαθώ στη μαγεία του βυθού.
Τις επόμενες δύο μέρες βάζαμε στον ασβέστη και μία χούφτα αλάτι χοντρό. "Να μην ξεφλουδάει" έλεγε η γιαγιά. Και σιγά σιγά όλα έπαιρναν αυτό το υπέροχο κατάλευκο χρώμα και το σπίτι έλαμπε και φαινόταν τόσο όμορφο και περιποιημένο. "Ο ασβέστης σκοτώνει τα μικρόβια και διώχνει τα έντομα από τα δέντρα μου" μου εξηγούσε η γιαγιά." Άσε που κάνει δροσιά και καθόμαστε τι ωραία στην αυλή." Πρόσφατα βέβαια διάβασα ότι μόνο το τελευταίο ισχύει επειδή το λευκό ανακλά και δεν απορροφά το ηλιακό φως. Η αντιμικροβιακή δράση του ασβέστη είναι μύθος.
Και μετά έπρεπε να φτιάξουμε τον κήπο. Να σκαλίσουμε, να ξεχορταριάσουμε, να σκάψουμε τα αυλάκια, για να φυτέψουμε μαρούλια, ντομάτες, κολοκύθια, πιπεριές και μελιτζάνες. Ύστερα περιποιούμασταν τις τριανταφυλλιές και κατόπιν ανέβαινα στη σκάλα για να κόψουμε τα ξερά κλαδιά στις μπουκαμβίλιες και τα γιασεμιά και το αγιόκλημα. "Αυτό,  στο αριστερό σου χέρι, δεν είναι αυτό το αριστερό χέρι βρε. Αυτό είναι το δεξί, δεν έμαθες ότι  με το δεξί χέρι κανείς το σταυρό σου"; Και εγώ έβλεπα τη θάλασσα να λαμπυρίζει στο φως του ήλιου και ονειρευόμουν μακροβούτια και γρήγορα έκοβα τα ξερά, για να ελευθερωθώ.
Μόλις έμπαινε ο Ιούλιος και ζέσταινε πολύ ο καιρός έπρεπε να ποτίζουμε κάθε μέρα τα αμέτρητα φυτά του κήπου. " Όχι από ψηλά το νερό, το ξεριζώνει, και βάλε το χέρι σου μπροστά, να πέφτει σαν βροχή, όχι πάνω στα φύλλα, θα τα κάψει ο ήλιος". Να τα κάψει να ησυχάσουμε σκεφτόμουν και καιγόταν και η καρδιά μου που η ώρα περνούσε και εγώ αντί να κάνω βουτιές στη θάλασσα, πότιζα τα γεράνια και τις μαργαρίτες.
Και μετά η όμορφη μυγδαλιά μας φορτωμένη νόστιμα αμύγδαλα έδινε το σήμα. Σκαρφάλωνα κάθε μέρα και έκοβα τσάντες αμύγδαλα και μετά καθόμουν στο πεζούλακι της αυλής με μία πετρούλα και τα έσπαγα. Ένα έσπαγα, ένα έτρωγα και φώναζε η γιαγιά "Δεν θα φας φαγητό, μην τρως άλλα".  Και όταν ήταν έτοιμα και τα σύκα ανέβαινα και στη συκιά και μαζευα τους νόστιμους καρπούς. Τα μισά τα κραταγαμε ή τα φιλεύαμε στη γειτονιά. Τα άλλα τα απλώναμε στον ήλιο, πάνω στη σκεπή της αποθηκούλας, να τα ξεράνουμε και να τρώμε σύκα και το χειμώνα. Κάποιες φορές τα φτιάχναμε και μαρμελάδα.
Μαρμελάδα φτιάχναμε και με τα βερίκοκα, τα τζάνερα και τις βανίλιες. Τα μάζευα, τα έπλενα, έβγαζα τα κουκούτσια και η γιαγιά έβαζε στο πετρογκάζ τις κατσαρόλες και το σπίτι μοσχομυρίζε.
Ο Αύγουστος ξεκινούσε με ασβεστωματα πάλι. " Μην μας βρει της Παναγίας ξέστρωτους".
Και μετά οι αχλαδιές, οι κοντούλες, γέμιζαν χρυσόμυγες και έτσι καταλάβαιναμε πως τα αχλαδάκια ήταν έτοιμα. Και επειδή δεν γίνονταν μαρμελάδα, τα μοιράζαμε στη γειτονιά, ακόμα και στους περαστικούς.
Και ερχόταν η σειρά για τα σταφύλια. Έκοβα τα τσαμπιά, τα μισά τα τρώγαμε τα άλλα γίνονταν γλυκό του κουταλιού. Σκαρφάλωνα στις πέργκολες και μάζευα τα λευκά και τα ροζ τσαμπιά και η γιαγιά από κάτω φούσκωνε από περηφάνια και φώναζε στη γειτόνισσα " Έλα να δεις τι σταφύλι έβγαλα και φέτος".
Μόνο οι φυστικιες δεν έδιναν καλούς καρπούς. Πάντα γεμάτες, αλλά οι καρποί πάντα χαλασμένοι. Όλα τα δοκίμασε η γιαγια, μέχρι και γεωπόνο έφερε και στο τέλος τις έκοψε. " Τεμπεληδες στον κήπο μου εγώ δεν θέλω" είπε.
Και τα όμορφα τριαντάφυλλα τα κάναμε γλυκό του κουταλιού ή ροδόνερο για να πλένουμε το πρόσωπό μας κάθε πρωί. "Κάνει ωραίο δέρμα, η μάνα μου δεν είχε ούτε μια ρυτίδα" έλεγε η γιαγιά που το πρόσωπό της θύμιζε πλισέ φούστα από τις πολλές ρυτίδες.
Και ερχόταν ο Σεπτέμβρης και έπρεπε να φύγουμε. Μάζευα τα λεμόνια, για να τα πάρουμε μαζί, έβλεπα και τη θάλασσα και μελαγχολούσα.
Για μπάνιο πηγαίναμε πάντα στα βράχια, έβλεπα τα παιδιά στην αμμουδιά και ζήλευα, καημό το είχα να χτίσω πύργο στην άμμο με τα κουβαδακια μου, και έπρεπε να περπατάω ξυπόλητη για να σκληραγωγηθώ και να σκληρύνουν οι πατούσες μου. Έτσι έλεγε η γιαγιά και μου έπαιρνε τις σαγιονάρες μου. Έβγαζα τους αχινούς και τους τρώγαμε, μάζευα και κοχύλια "μπομπολάκια" τα 'λεγε η γιαγιά και με έβαζε να φτιάχνω κομπολόγια με αυτά και τα χάριζε στους ξάδερφούς της που μας επισκέπτονταν συχνά.
Και ξεκινούσε το σχολείο και εμένα το μυαλό ταξίδευε στην εξοχή, στη θάλασσα, στον κήπο και μετρούσα τις μέρες για να ξαναπάμε. Και με μάλωνε ο δάσκαλος που χάζευα και ρώταγε "Πού αρμενίζει πάλι ο νους σου"; "Ασβέστωνα την αυλή κύριε" έλεγα και ήξερα πως δεν πρόκειται να καταλάβει...

Μαρίνα Γιάννου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου