Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

2.154 μέτρα

Όρος Βουτσικάκι.2.154μ υψόμετρο.
Καθόταν στο κολονάκι της κορυφής και έτρωγε ένα πορτοκάλι. Έβαζε ένα ένα τα κομμάτια στο στόμα και τα πίεζε με τη γλώσσα στον ουρανίσκο της. Το ζουμί ερέθιζε τους γευστικούς της κάλυκες. Η γλύκα του την πλημμύριζε και ενωνόταν με την γλύκα που είχε πλημμυρίσει ήδη την ψυχή της. Και η θέα, αυτή της έιχε κόψει την ανάσα!
Είχε απομονωθεί απο κάθε εξωτερικό ήχο, σαν να ήταν μόνη της. Ο ουρανός της φαινόταν τόσο χαμηλά. "Θα μου πέσει ο ουρανός στο κεφάλι που λέγανε και οι Γαλάτες".  Έκλεισε για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια. Δεκάδες εικόνες ξεπήδησαν μπροστά της. Τα άνοιξε γρήγορα. Δεν ήθελε να χάσει δευτερόλεπτο από αυτή την υπέροχη θέα.
Η λίμνη Πλαστήρα χρύσιζε στο φως του ήλιου, περιτριγυρισμένη από τις υπόλοιπες βουνοκορφές των Αγράφων. Τούφες από σύννεφα αγκάλιαζαν τα ψηλά βουνά κάνοντας τα να μοιάζουν ηφαίστεια έτοιμα να εκραγούν. Είχε αδειάσει! Από κάθε κακή εικόνα, κάθε κακή στιγμή, κάθε λεπτό πίεσης, αγωνίας, στεναχώριας. Πώς είναι όταν κάνεις restart στον υπολογιστή και όλα ξεκινούν από την αρχή... έτσι ακριβώς. Λες και υπήρχε κάποιο κουμπί πάνω της και μια αόρατη δύναμη το πάτησε μόλις έφτασε στην κορυφή...
Είχε ανέβει σε δεκάδες άλλες κορυφές όλα αυτά τα χρόνια, Πήλιο, Οίτη, Δίρφη, Πάρνωνας, Ζήρεια, Πάρνηθα... Και στα Άγραφα είχε ξανάρθει. Ποτέ όμως δεν είχε νιώσει έτσι όμως. Ίσως γιατί ποτέ δεν ήταν έτσι...
Πώς ξεκίνησαν όλα; Εικόνες ξεπήδησαν πάλι στο κεφάλι της και ζωντάνεψαν εκεί μπροστά της, με φόντο τη λίμνη Πλαστήρα, χρυσή, λαμπερή, προστατευμένη από τα αδιάκριτα βλέμματα από τις γύρω βουνοκορφές. Θυμάται...
Εκείνο το μοναχικό, ντροπαλό κορίτσι, συνάμα αγαπητό από τους φίλους του, συνεσταλμένη, δειλή κάποιες φορές,  που ήθελε να ζει τα όνειρα, αλλά πάντα τα φοβόταν. Πώς βρέθηκε εκει; 2.154μ. υψόμετρο, το γράφει και στο κολονάκι. Κάθεται πάνω στο κολονάκι της κορυφής, Βουτσικάκι... Και ξανά εικόνες χορεύουν μπροστά της...
Πήλιο πριν έξι χρόνια, η πρώτη της κορυφή. Γολγοθάς λεγόταν... "Όνομα και πράγμα" σκεφτόταν καθώς ανέβαινε και πίστευε ότι δεν θα τα καταφέρει. Είχε κουραστεί, ήταν στο τέλος, σχεδόν την έσπρωχναν για να ανέβει. "Δεν μπορώ" σκεφτόταν σε κάθε βήμα. "Δεν μπορώ" ήθελε να το φωνάξει, να αντηχήσει από πλαγιά σε πλαγιά , να σκίσει την καρδιά του δάσους. Ήταν έτοιμη να κλάψει. Δεν έκλαψε, ανέβηκε και σε όλο τον δρόμο του γυρισμού σκεφτόταν πως θα φύγει από εκεί. Δεν είχε καμιά δουλειά εκεί. Ήθελε να πάει σπίτι της, στην ασφάλεια του δωματίου της, να κρυφτεί κάτω από το σεντόνι της και να κλάψει εκεί, χωρίς να την δει κανείς, χωρίς να την ρωτήσει κανείς τι έχει...  Δεν έφυγε...
Άγραφα πριν δύο χρόνια. Πιασμένα χέρι-χέρι μια ομάδα 18 ατόμων περπατούσαν σε ένα από τα μονοπάτια του δάσους. Ήταν καλυμμένο με τα ξερά φύλλα των δέντρων. Κάτι περίεργο συνέβαινε σε αυτήν την ομάδα. Όλοι οι ορειβάτες ήταν ξυπολήτοι και είχαν δεμένα τα μάτια τους. Τα παπούτσια τους κρέμονταν στις τσάντες τους και τα μάτια τους ήταν καλυμμένα με μαντίλια. Οι υπόλοιπες αισθήσεις απόλυτα οξυμένες. Σε κάθε βήμα ένιωθαν τα ξερά φύλλα στις πατούσες τους να θρυμματίζονται κάνοντας έναν χαρακτηριστικό ήχο, τον οποίο ποτέ μέχρι τώρα δεν είχαν προσέξει. Πώς ήταν δυνατόν; Σε τόσα μονοπάτια είχαν πάει, τόσα δάση, τόσες πλαγιές. Πώς γίνεται να μην είχαν ακούσει τον ήχο των ξερών φύλλων; Η μυρωδιά του νωτισμένου χώματος και των πρώτων αγριολούλουδων τρύπαγε τα ρουθούνια τους. Ήταν καλοκαίρι, στο δάσος όμως οι εποχές κυλάνε πιο αργά... Τα πρώτα ανοιξιάτικα αγριολούλουδα είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Κοίταξε ψηλά, οι ακτίνες του ήλιου έψαχναν χαραμάδα ανάμεσα στα φυλλώματα των ψηλών δέντρων να φτάσουν στη γη, να την ζεστάνουν, να φέρουν την άνοιξη, το καλοκαίρι...
Δίρφη πριν τέσσερα χρόνια. Δεν ήθελε να πεζοπορήσει στην κορυφή. Ήθελε να μείνει στο καταφύγιο. Φοβόταν γιατί φύσαγε πολύ. Μια φοβία που της είχε μείνει από παιδάκι. "Φάε, γιατί θα σε πάρει ο αέρας". Πόσες φορές το είχε ακούσει... Στο παιδικό της νου ο αέρας είχε πάρει μορφή, ένα πελώριο γκρι σύννεφο που θα ανοίξει το τεράστιο στόμα του να την καταπιεί και να την πάρει μακριά. Δεν ήθελε να ανέβει στην ανεμορδαμένη κορυφή της Δίρφης. Ο φόβος της ήταν εκεί, την περίμενε, απειλητικός, να την πάρει, να την γυρίσει πίσω στα παιδικά της χρόνια. Όχι ότι ήταν άσχημα, ήταν όμως τόσο μοναχικά... Ανέβηκε...
Ζήρεια πριν από  τρία χρόνια. Αστεροσκοπείο Κρυονερίου, ορεινή Κορινθία. Βραδινή παρατήρηση του ουρανού. Θυμάται το θόλο να ανοίγει και να βγαίνει το τεράστιο τηλεσκόπιο. Ήταν μαγεμένη, λες και ζούσε ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ο Κρόνος, η Αφροδίτη, ο Δίας εικόνες, πληροφορίες, πόσοι έχουν την τύχη να επισκεφθούν βράδυ αστεροσκοπείο; Και χωρίς τηλεσκόπειο το θέαμα μαγικό. Μακριά από τα φώτα της μεγαλούπολης... Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες μικρά φωτάκια στολίζουν το μαύρο φόντο. Σκεφτόταν το "ενα παιδί μετράει τα άστρα", δεν το έχει διαβάσει αλλά για να του 'ρθει κάποιου η επιθυμία να μετρήσει τα άστρα κάτι τέτοιο πρέπει να είδε...
Χαμογελάει. Έχει επιστρέψει στο εδώ. Στην κορυφή του όρους Βουτσικάκι, στα Άγραφα, στα 2.154μ υψόμετρο, να ταξιδεύει με το βλέμμα της στη λίμνη Πλαστήρα, καθισμένη στο κολονάκι της κορυφής, τρώγοντας ένα πορτοκάλι... Παίρνει βαθιά ανάσα, αφήνει τον αέρα να βγει σιγά-σιγά, σαν να διώχνει μια-μια κάθε άσχημη στιγμή... "Η ζωή είναι ωραία" σκέφτεται και χαμογελάει. Ένα χέρι τυλίγεται στη μέση της.
"Τι θα γίνει θα έρθεις να βγάλουμε φωτογραφία; Οικογενειακή, ξέρεις."
Μια ομάδα 18 ατόμων, στα 2.154μ. υψόμετρο, στο όρος Βουτσικάκι των Αγράφων, λουσμένοι από το φως του ήλιου, αγκαλιασμένοι, χωρίς φόβους, μόνο πάθη, πλημμυρισμένοι από την ευτυχία που σου φέρνει η κατάκτηση της κορυφής...

Μαρίνα Γιάννου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου