Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

Μοίρασμα



Πήρα τον ανήφορο μαζί με τα χρυσάνθεμα και το σιτάρι στα χέρια. Για τη μητέρα μου. Για τους δυο αιώνες. Της απουσίας.
'' Μήπως έχετε λίγο λάδι?'' με ρώτησε ο κύριος με τη ριγέ μπλούζα και το μπεζ πανωφόρι. '' Ναι , βέβαια!!!Έχω!!!'' του απάντησα ζωηρά. Ήρθε κοντά με το γυάλινο δοχείο κι όσο το γέμιζα, έλεγε '' Έχασα το στήριγμά μου!...Τη γυναίκα μου!'' Το λάδι είχε φτάσει ως απάνω μαζί με τον κόμπο του ανθρώπου.
''Σας χρωστάω κάμποσο!...Την άλλη φορά!'' 
''Δεν μου χρωστάτε τίποτα! Το λάδι είναι ευλογία!'' απάντησα με σιγουριά. ''Πίναμε καφέ στη βεράντα, είχε έρθει και μια γειτόνισσα, Ιούνιος ήταν και μιλάγαμε...Ξαφνικά , εκείνη έγειρε στο πλάι σαν να κοιμάται. Τι έγινε κυρα-Μαρία? Σε πήρε ο ύπνος?...Δεν απάντησε ποτέ! '' είπε και τα μάτια του έγιναν δυο σταγόνες βροχής. Έκλεισα με την παλάμη το στόμα μου, μη τυχόν και βγει καμιά περίεργη φωνή. Όταν ήρθε η ώρα να φύγω, είχα ήδη πάρει μαζί μου ένα κομμάτι απ' τον δικό του σταυρό κι εκείνος λίγο απ' τον δικό μου. Έτσι πρέπει να γίνεται , σκέφτηκα. Να μοιραζόμαστε κάπως το βάρος. Με τον διπλανό. ''Ο Θεός να τους συγχωρεί, όλους εκείνους που έφυγαν!'' είπε ο άνθρωπος με το βροχερό πρόσωπο. Να συγχωρεί και τους ζωντανούς, σκέφτηκα για όλα τα λάθη μας πάνω στη γη. Ο όποιος Θεός. Γύρισα πίσω μου να δω αν ήταν κανείς, μα το μόνο που αντίκρισα ήταν δυο καντηλάκια που έκαιγαν. Η φλόγα τους χοροπηδούσε ανάλαφρη και ζωηρή. Ξαλαφρωμένες κι οι δυο απ' το βάρος.


5/11/2017


Γιώτα   Καραγιάννη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου