Αφήνω τα παιδιά σχολείο και ξεκινάω για τη δική μου δουλειά. Κάθε πρωί η ίδια διαδρομή, οι ίδιες κινήσεις, μηχανικές πια. Μπαίνω στο αυτοκίνητο, βάζω ζώνη, γυρίζω τη μίζα, ανοίγω ράδιο, δυναμώνω φωνή και ξεκινάω. Είναι τα δικά μου 15 λεπτά. Αυτά που κανείς δεν μου μιλάει, που μπορώ να τραγουδήσω χωρίς σχόλια για το πόσο φάλτσα είμαι, που μπορώ να χτυπάω ρυθμικά τα δάχτυλα στο τίμονι σε άσχετο ρυθμό από αυτόν της μουσικής, που σκέφτομαι διάφορες βλάκειες. Καμιά φορά μιλάω και μόνη μου και μετά γελάω και σκέφτομαι ότι η τρέλα δεν πάει στα βουνά...
Η ίδια ιεροτελεστεία και σήμερα. Γιατί άλλωστε να την αλλάξω; Οι άνθρωποι αγαπάμε τη συνήθεια, τη ρουτίνα, μας κάνει να αισθανόμαστε ασφαλείς. Αφήνω παιδιά, επιστρέφω στο αμάξι, ζώνη, μίζα, ράδιο, φωνή. Πέφτω σε διαφήμιση. Πόσο με εκνευρίζουν οι διαφημίσεις. Ευτυχώς είναι σύντομη, μόλις που έχω στρίψει στον κεντρικό. "Έχω σχεδόν 12 λεπτά, να απολαύσω τη μουσική μου" σκέφτομαι σταματημένη στο φανάρι. Είναι απο αυτά τα φανάρια με το κουμπί για τους πεζούς. Μια γιαγιά περνάει, περπατάει πολύ αργά, ανάβει πράσινο, η γιαγιά δεν έχει φτάσει στο πεζοδρόμιο, με κοιτάει σαν ένοχη, της χαμογελάω και της κάνω νόημα να περάσει. Ο πίσω κορνάρει. "Το δεύετρο αυτοκίνητο έχει συνδεδεμένη την κόρνα με το φανάρι δεν εξηγείται αλλιώς" λέω μόνη μου και γελάω. Εντωμεταξύ η γιαγιά έχει περάσει και ο εκφωνητής στο ράδιο έχει αναγγείλει το επόμενο τραγούδι. "Καινούρια ζάλη, από τον Γιάννη Αγγελάκα, μπλα, μπλα, μπλα". "Τελείωνε χρυσέ μου, να ακούσουμε το τραγούδι" λέω πάλι δυνατά, λες και υπάρχει περίπτωση να με ακούσει και να σταματήσει να μιλάει. Η αλήθεια είναι πως σταμάτησε, οπότε μπορεί και να με άκουσε.
Πόσο μου αρέσει ο Αγγελάκας. Τραγουδάω μαζί του. "Πω πω βρε Γιάννη, είμαι εγώ φαλτσαδούρα αλλά και εσύ δεν πας πίσω"
"...Θέλεις
ξανά ν’ αποτελειώσεις μοναχός
Ένα
ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει
Κάτω απ’
τα ρούχα σου ξυπνάει ο πιο παλιός θεός
Μες τις
βαλίτσες σου στριμώχνονται όλοι οι δρόμοι"
Και
σκέφτομαι όλα τα ταξίδια που έχω κάνει, αλλά και όλα αυτά που ονειρεύομαι να
κάνω, δρόμους, πλοία, τρένα, αεροδρόμια, εισιτήρια, βαλίτσες... Και με πιάνει
μια στιγμιαία μελαγχολία γιατί έχω καιρό να κάνω ταξίδι, γιατί έχουμε πήξει στη
δουλειά, γιατί κάποιες φορές βαριέμαι να κουνηθώ... Και πριν προλάβω να
ξεμελαγχολήσω τελειώνουν τα σόλο της κιθάρας και ο Αγγελάκας συνεχιζει το
τραγούδι...
"...Ποιες
λέξεις μέσα σου σαπίζουν και δε θέλουν να βγουν
Ποια
ελπίδα σ’ οδηγεί στην πιο γλυκιά αυταπάτη
Ποια
θλίψη σε κλωτσάει πιο μακριά από παντού
Πες μου
ποιος φόβος σε νίκησε πάλι"
Πόσες
φορές έχω ακούσει αυτό το τραγούδω, δεν μπορώ να μετρήσω, αλλά αν υπολογίσω ότι
κυκλοφόρησε το 1996, 21 χρόνια πριν, πρέπει να είναι μερικές χιλιάδες φορές.
Εδώ ξέρω και όλους τους στίχους απ' έξω και ας είναι μπερδεμένοι. Αυτόν τον
πρώτο στίχο όμως ποτέ δεν τον είχα προσέξει: Ποιες λέξεις μέσα σου σαπίζουν και
δεν θέλουν να βγουν...
Φανάρι.
Δεν ακούω πια τίποτε άλλο, μόνο τον στίχο, χτυπάει στο κεφάλι μου. Νιώθω ότι θα
εκραγώ, νιώθω έναν χείμαρρο μέσα μου, λέξεις, λέξεις που σαπίζουν γιατί δεν
θέλουν να βγουν. Πόσες λέξεις έχω κρατήσει μέσα μου; Πόσες φορές ήθελα να
μιλήσω αλλά δεν το έκανα, γιατί δίστασα, γιατί φοβήθηκα, γιατί βαρέθηκα, γιατί
δεν ήθελα να δημιουργήσω ένταση, γιατί κάποιος θα πληγωνόταν, γιατί, γιατί,
γιατί...
Και να τώρα αυτές οι λέξεις που αιωρούνται
μέσα μου, σπρώχνονται, ψάχνουν διέξοδο... Αναπνέω βαθιά...
"Αμάν
ρε Αγγελάκα πρωί-πρωί, ζημιά μας έκανες, πω πω τι μου ήρθαν τώρα όλα αυτά στο
μυαλό;" Και λέξεις αρχίζουν να ξεχύνονται. Μουρμουράω μόνη μου διάφορα, που τα θυμήθηκα όλα αυτά ούτε που ξέρω...
"Πω πω Μαρίνα, ολόκληρη συζήτηση έπιασες μόνη σου, πάει το 'χασα και εγώ,
αλλα τι φταίω, ο Αγγελάκας φταίει" Και μ' αυτά και με 'κεινα φτάνω
σχολείο...
Χαμογελαστή,
χαιρετάω διευθυντή, συναδέλφους, γονείς, παιδιά, κάνω πλακίτσα, γελάω, όλα μια
χαρά.
Ανεβαίνω
στην τάξη. Καλημερίζω τους μαθητές μου, λέμε τα τυπικά, πως περάσαμε το
τριήμερο, τι κάναμε.
"Σας
έχω πει πόσο πολύ σας αγαπάω; Πόσο φανταστικά παιδιά είστε και πόσο τυχερή
νιώθω που σας έχω μαθητές; Είναι πολύ δύσκολο να σας αποχωριστώ, θα κλαίω την
τελευταία μέρα"
Παλιολέξεις,
σας είπα, σκέφτομαι και νιώθω νικήτρια στη μάχη με τον ίδιο μου τον εαυτό.
"Κυρία
άμα μας πείτε και άλλα τέτοια, θα κλαίμε από τώρα. Τι σας έπιασε;"
Χαμογελάω!
Πού να τους εξηγώ τώρα για την τυπική διαδρομή, το ράδιο, τον Αγγελάκα, τις
λέξεις που θέλουμε να πούμε και δεν λέμε...
"Αν
δεν έχεις κάτι καλό να πεις, καλύτερα να μην πεις τίποτα". λέω.
"Βγάλτε μαθηματικά"
"Αυτό
κυρία είναι καλό και το είπατε". Σκάμε στα γέλια.
"Αν
δεν έχεις κάτι καλό να πεις, καλύτερα να μην πεις τίποτα." σκέφτομαι. Με φαντάζομαι απέναντι απο τον Αγγελάκα να του βγάζω γλώσσα και χαμογελάω ευχαριστημένη.
Μαρίνα
Γιάννου

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου